«Εικόνων Λέξεις»
– Κάθε Κυριακή στο Kulturosupa.gr
.
.
.
Μια πρωτότυπη ιστορία του σκηνοθέτη και ηθοποιού Σταύρου Παρχαρίδη* εμπνευσμένη από μια φωτογραφία της της ηθοποιού-παρουσιάστριας Βίκη Ιακωβάκη (για συμμετοχή, δείτε παρακάτω).
.
Επεισόδιο εικοστό τέταρτο: «Θέρος».
Ζεστός ο ήλιος και η γη διψασμένη. Παντού γύρο το περήφανο χρυσοκίτρινο από τα ώριμα γεμάτα καρπό στάχια και ανάμεσά τους ο Κάματος και η Χαρά. Παντού γύρω τους θέρος.
Όμως τα χρόνια άλλαξαν σιγά-σιγά και ο Κάματος γινόταν μεγαλύτερος, η Χαρά κατά έναν περίεργο τρόπο αντί να μεγαλώνει μίκραινε και αν θα ήθελε κανείς να κυριολεκτήσει, λιγόστευε. Το μόνο που έμενε ίδιο ήταν η γη, που όταν ερχόταν η ώρα, χρυσοκίτρινη «θάλασσα» είχε ωριμάσει στα στάχια τους καρπούς της και περίμενε τους θεριστές να τους μαζέψουν. Και έτσι γινόταν, έτσι έγινε και τούτη την φορά. Γέμισε ο τόπος θεριστές ακριβώς όπως γινόταν πάντα. Με τον καιρό άλλαζαν τα πρόσωπα, σε κάποια ρυτίδες τα συνόδευαν και όχι αγαπημένοι, κάποια άλλα ήταν νέα γεμάτα ζωή και φως στο βλέμμα. Μόνο ο Κάματος μεγάλωνε χωρίς να περνά μια μέρα από πάνω του και η Χαρά όταν ερχόταν πλέον και δεν ερχόταν συχνά, έμοιαζε ίδια. Δρεπάνια θέριζαν τα στάχια και οι θημωνιές ορθωνόταν αγέρωχες πάνω στην γη περιμένοντας την ώρα να τις φορτώσουν και να της πάνε στο αλώνι να παραδώσουν τον καρπό τους. Άλογα και βόδια έφερναν σβούρα το αλώνι. Τα δικράνια πετούσαν ύστερα ψηλά τα στάχια και αυτά έπεφταν απαλά στην γη χρυσή βροχή απαλλαγμένα από τον πολύτιμο καρπό που θα κρατούσε στην ζωή όλους όσους γνώρισαν τον Κάματο και την Χαρά σαν ερχόταν το θέρος. Μόνο που είχαν λιγοστέψει τα χαμόγελα που «τάιζαν» την Χαρά και κείνη «νηστική» από χαμόγελα, λίγο-λίγο έσβηνε θαρρείς στο βλέμμα τους.
.

.
Ο ήλιος παρόλο που βρισκόταν μόλις στις πρώτες του ώρες ήταν πολύ ζεστός. Η Χαρά πλησίασε τον Κάματο που αισθανόταν πως όλο και περισσότερο η παρουσία του γινόταν πιο βασανιστική για τους εργάτες του θέρους. «Τι συλλογίζεσαι;» τον ρώτησε. Εκείνος της απάντησε με φωνή που έβγαινε από τα συθέμελα της γης. Έδειξε τους εργάτες που σκορπισμένοι μάζευαν τα στάχια όπως κάθε που ερχόταν το θέρος και είπε. «Κάποτε ήμουνα γλυκός, λαφρύς στον ώμο τους. Σαν τρύπωνα στο σώμα τους με ένοιωθαν μα δεν με απεχθανόταν. Κούραζα το κορμί τους μα αγαλλίαζα την ψυχή τους. Σαν γυρνούσαν στο σπίτι ποτέ τους δεν με οικτιρούσαν, ήμουν ένα με αυτούς και ξέρεις γιατί; Γιατί πάντα ισότιμα είχα στο πλάι μου εσένα, ή καλύτερα είχαν στο πλάι τους εσένα. Εγώ τους κούραζα εσύ τους ελάφραινες με την παρουσία σου. Βλέπεις από τότε αλλάξαν πολλά. Οι καρποί που φέρνει το θέρος δεν γεμίζουν τα δικά τους αμπάρια, δεν είναι αρκετοί, μερικές φορές να γεμίσουν το άδειο τους στομάχι, ούτε το δικό τους μα ούτε και τον παιδιών τους. Έτσι έπαψαν να χαμογελούν, έτσι έπαψαν να σε «ταΐζουν». Εγώ χωρίς εσένα δεν είμαι τίποτα άλλο, παρά εχθρός και τον εχθρό ποτέ δεν τον καλοδέχεσαι κι αν το κάμεις το κάμεις από ανάγκη και δεν το εννοείς, δεν το νοιώθεις. Γίνομαι συνώνυμο του εχθρού τους, όταν δεν στέκεις πλάι μου. Παύω να εμπνέω παρά μόνο σκοτεινιάζω την σκέψη και το βλέμμα. Δεν είμαι η προσμονή. Πάντα ήμουν βράχος στις πλάτες της γης και συ καταπράσινο δέντρο στο πλάι μου, με την σκιά σου δρόσιζες και μένα και εκείνους καταμεσής του θέρους.» Η Χαρά τον κοίταξε για αρκετή ώρα ήξερε πως είχε δίκιο σε όλα όσα είπε. Ήξερε όμως πως έπαιρνε στους ώμους το βάρος των πράξεων άλλων. Καθώς τον έβλεπε σωριασμένο από το βάρος της ευθύνης καταγής, θεώρησε πως ο Κάματος είχε δικαίωμα να μάθει να ακούσει αυτήν την αλήθεια οπότε στάθηκε από πάνω του τον αγκάλιασε με την σκιά της και του είπε «Όποιος θα έλεγε πως θα σε καλούσε στο τραπέζι του να σε φιλέψει χωρίς να σε χρειάζεται θα ήταν ψεύτης. Θα ήταν ψεύτης ακόμη και αν έλεγε πως του αρέσει να υπάρχεις στην καθημερινότητά του. Μα θα ήταν δυο φορές ψεύτης αν έλεγε πως δεν είσαι ο λόγος για να αποκτήσει όλα όσα ονειρεύεται, θα ήταν διπλά ψεύτης αν έλεγε πως χωρίς εσένα μπορεί να έχει ότι θέλει χωρίς να βλάψει την ψυχή του, χωρίς να σκοτεινιάσει το φως μέσα του. Όλοι το ξέρουν πως είσαι ασήκωτος τα βράδια καθώς σε κουβαλούν στο σπίτι τους. Μα πίστεψέ με ότι το κάνουν με ευχαρίστηση. Είναι η στιγμή που πατούν σε σένα για να ανταμώσουν εμένα. Αν δεν με βρουν δεν φταις εσύ αλλά εκείνοι που με τραβούν μακριά τους, κλέβοντας τα δώρα που φέρνει η παρουσία σου. Ξέρω πως εσένα τότε θα κατηγορήσουν και όχι αυτούς που πρέπει, πες το ανάγκη, πες το δειλία, πες το ταπεινότητα. Ξέρουν όμως βαθιά μέσα τους πως εσύ είσαι ο βράχος που μπορούν επάνω του να στήσουν στέρεα θεμέλια για να χτίσουν μια ολόκληρη φωτεινή ζωή. Χωρίς εσένα ότι φτιάχνεται, έχει σαθρά θεμέλια ο χρόνος το έχει αποδείξει. Δεν είσαι μόνο αυτό που φαίνεται είσαι η βάση κάθε καλού. Αλλά είσαι και κάτι παραπάνω από αυτό, είσαι το δίκαιο, όλοι το ξέρουν αυτό και αυτοί που ενώ σε κουβάλησαν δεν γεύτηκαν τους καρπούς σου και εκείνοι που σε εκμεταλλεύτηκαν μέσα από αυτούς και πήραν για δικά τους ότι ήταν των άλλων. Είσαι όμως και κάτι ακόμα, είσαι το ζύγι που γέρνει την ζυγαριά προς το να διεκδικήσουν αργά η γρήγορα όσοι κοπίασαν το δίκιο τους. Μην υποτιμάς ποτέ αυτή την δύναμη σου. Είσαι ο Κάματος και αποτελείς τον μόνο λόγο για να πλησιάσει εμένα κάποιος. Και τέλος είσαι ο μόνος που μπορεί να οπλίσει, με το δίκιο σαν γνώμονα, το χέρι του εργάτη. Μέσα από σένα υπάρχει δικαιοσύνη, επανάσταση, ελευθερία. Τέλος μέσα από σένα έχω νόημα μέχρι και εγώ.» Αυτά είπε και τον άφησε να σκεφτεί.

Το καλοκαίρι έφτανε στο τέλος του η δουλειά ξεκινούσε με το πρώτο φως της ημέρας και τελείωνε με την δύση του ήλιου. Τα σώματα των εργατών σαν ερχόταν η νύχτα βάραιναν από τον κάματο της μέρας, μόνο που στο σπίτι δεν έφτανε η σοδιά, χανόταν στην ακόρεστη δίψα των αφεντικών για πλούτο. Αυτό γινόταν εδώ και καιρό. Τα βλέμματα των ανθρώπων που καλλιεργούσαν την γη τον χειμώνα και μάζευαν την προσφορά της το θέρος, κοιτούσαν πάντα χαμηλά. Η ανάσα τους έβγαινε με δυσκολία καθώς αποκαμωμένοι έκλειναν τα μάτια να κοιμηθούν. Μια μέρα όμοια με τις άλλες κάποιος σήκωσε ψηλά το βλέμμα και νοιώθοντας τον κάματο να βαραίνει όλο και περισσότερο το κορμί του, ψιθύρισε «Δεν πάει άλλο.»
Ότι μέχρι εχθές στα χέρια των εργατών καλλιεργούσε την γη, τώρα γινόταν το όπλο με το οποίο διεκδικούσαν την δικαιότερη μοιρασιά του πλούτου. Η γη χρυσοκίτρινη περίμενε λεύτερα χέρια να την τρυγήσουν. Και πάνω της ξαπλωμένος βράχος ο Κάματος γλυκός ευεργέτης και θεματοφύλακας αξιών που κανένα ανθρώπινο ον δεν μπορεί να σφετεριστεί. Από πάνω του τον δρόσιζε με την σκιά της, δέντρο με ρίζες χαμένες στους αιώνες, η Χαρά που συντροφεύει πάντα τον Κάματο όταν αυτός που δικαιούται παίρνει ότι πραγματικά του αξίζει. Έτσι ήταν πάντα και ας το ξεχνούν μερικές φορές τα χρόνια. Ας αλλάζουν για λίγο οι εποχές. Αυτό που δεν πρόκειται να αλλάξει είναι η ψυχή που κρύβει μέσα του το θέρος.
Σταύρος Παρχαρίδης 13-6-2021
-Βίκη Ιακωβάκη σε ευχαριστώ για την φωτογραφία και την εμπιστοσύνη.
-Στην σκιά των Μετεώρων, στο ξενοδοχείο του Κώστα Φαμίση, στην Καλαμπάκα.
*Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος άρθρου, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη.

—
«Εικόνων Λέξεις»: Η Κυριακάτικη στήλη του Kulturosupa.gr και Σταύρου Παρχαρίδη προκαλεί και προσκαλεί καλλιτέχνες & αναγνώστες.

Απαθανατίστε στέλνοντας μας μια ή περισσότερες εικόνες και με αφορμή την φωτογραφία σας θα γραφτεί μια πρωτότυπη ιστορία στην “Κ” από τον Σταύρο Παρχαρίδη που αργότερα θα εκδοθεί σε βιβλίο, έτσι οι «κρυφές ιστορίες αδάμαστων εικόνων» θα γίνουν ο σιωπηλός μάρτυς των λέξεων που κρύβουν οι εικόνες.
..
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media
..