«Εικόνων Λέξεις»
– Κάθε Κυριακή στο Kulturosupa.gr
.
.
.
Μια ιστορία του σκηνοθέτη και ηθοποιού Σταύρου Παρχαρίδη* εμπνευσμένη από μια φωτογραφία του ηθοποιού, συγγραφέα και σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Γιωτόπουλου. (για συμμετοχή, δείτε παρακάτω).
.
Επεισόδιο εικοστό δεύτερο: «Κατευθείαν στα μάτια»».
Εκείνη την χρονιά η τιμή στο βαμβάκι είχε ακουστεί πως θα ήταν πολύ μεγάλη. Σε κάποιες άλλες περιοχές που επίσης καλλιεργούσαν βαμβάκι, η φύση έδειξε το άγριο πρόσωπό της με αποτέλεσμα η σοδιά να μην είναι καλή, ούτε σε ποιότητα ούτε και σε ποσότητα. Αυτό δεν ήταν καθόλου καλό για κανέναν, ούτε για τα αφεντικά ούτε και για τους εργάτες τους. Το μόνο σίγουρο ήταν πως αυτοί θα πλήρωναν το όποιο αντίτιμο. Λιγότερο φαγητό, περισσότερες ώρες δουλειάς μιας και πολλά από τα χωράφια στα οποία η σοδιά είχε καταστραφεί εντελώς, θα έπρεπε να καλλιεργηθούν από την αρχή. Αυτό σήμαινε ακόμη περισσότερη πίεση και η πίεση πάντα είχε αφετηρία την οργή των αφεντάδων και τέρμα το μαστίγιο του επιστάτη.
Ευτυχώς στην περιοχή όπου ζούσε ο Μπόμπι τα πράγματα ήταν καλά. Πλούσια η σοδιά ο καιρός εδώ έδειξε το καλό του πρόσωπο. Όχι όμως και οι ιδιοκτήτες των απέραντων εκτάσεων με βαμβάκι. Εδώ ο βούρδουλας σφύριζε για εντελώς διαφορετικούς λόγους, αλλά σφύριζε. Ο πολύτιμος καρπός της γης έπρεπε να μαζευτεί στην ώρα του. Να μαζευτεί σωστά ώστε να μην χαθεί ούτε ένα γραμμάριο, να αποθηκευτεί το ίδιο καλά για να μην ρουφήξει υγρασία και μουχλιάσει. Όλα αυτά κατά την άποψη των αφεντικών έπρεπε να γίνουν, κάτω από την θλιβερή εικόνα ενός μαστίγιου που σκάει με δύναμη στην πλάτη ενός εργάτη, που τόλμησε να ορθώσει την μέση του για να ξεπιαστεί. Και να κοιτάξει χαμογελώντας προς τον επιστάτη.
Ο Μπόμπι «Μπελ» Γουάιτ είχε περάσει όλη του την ζωή σε μια τέτοια φάρμα. Είχε μάθει να δουλεύει από μικρό παιδί όπως όλα τα παιδιά της φυλής του, που κουβαλούσε το προπατορικό αμάρτημα και που κανένα βάπτισμα δεν μπορούσε να ξεπλύνει, αυτό του μαύρου χρώματος στο δέρμα. Προσευχόταν κάθε μέρα και σαν καλός χριστιανός παρακαλούσε τον Θεό να έχει όλους τους ανθρώπους γερούς, ακόμη και τον επιστάτη, που κρατούσε το μαστίγιο. Και μάλλον οι προσευχές του πρέπει να έπιαναν τόπο, μιας και ο επιστάτης ήταν τόσο υγιής και δυνατός, που μπορούσε με λίγες μόνο βουρδουλιές να σε στείλει να συναντήσεις τον Δημιουργό, που όσο ήσουν ζωντανός παρακαλούσες να έχει τον επιστάτη γερό. Ίσως τελικά ο επιστάτης να ήταν το δεξί χέρι του Θεού εκτός από του αφέντη. Ίσως πάλι ο Θεός να σου έδειχνε με έναν περίεργο τρόπο πως άνθρωποι σαν τον αφέντη και τον επιστάτη υπάρχουν, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δεν σηκώνουν το βλέμμα για να κοιτάξουν και τους δύο κατευθείαν στα μάτια. Το επίθετο του Μπόμπι ήταν Γουάιτ, μια καθαρά ειρωνική επιλογή ενός γραφιά που ορίστηκε από τον μεγαλοκτήμονα της φάρμας να δώσει επίθετα στους σκλάβους για να μπορεί να τους ξεχωρίζει σαν οικογένεια. Ο γραφιάς έδωσε αυτό το επίθετο στους προγόνους του Μπόμπι γιατί τους έβρισκε εξαιρετικά μαύρους, οπότε αν τους «βάφτιζε» «Άσπρος» θα επέστρεφε η «χαμένη», όπως έλεγε ισορροπία στις χρωματικές αποχρώσεις του έφορου κάμπου. Μάλιστα τους ορμήνευε κιόλας λέγοντάς τους «Αν σας ρωτήσει κανείς -πως αισθάνεσαι τώρα που έχεις επίθετο;- Θα απαντήσεις ‘’ πιο κοντά στο άνθρωπος‘‘». Και πάντοτε συμπλήρωνε «να θυμάστε πως ο καλός Θεός σας έδωσε την ευκαιρία να γίνετε κάποτε αληθινοί άνθρωποι και για να το αποδείξει, σας έδωσε κόκκινο αίμα στις φλέβες σας.» Στην συνέχεια γελούσε μοχθηρά τους κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια και συμπλήρωνε. «Φυσικά κόκκινο αίμα έχουν και τα κατσίκια που τα σφάζουμε για να τα φάμε. Όπως και τα βόδια που τα μαστιγώνουμε για να κάνουν καλύτερα την δουλειά τους.»

Οι Κυριακές ήταν ωραίες στο κτήμα, όλοι οι μαύροι εργάτες μαζευόταν σε ένα περιφραγμένο τσαΐρι. Σε ένα σημείο δέσποζε ένας μεγάλος ξύλινος σταυρός, ήταν η εκκλησία των σκλάβων. Εκεί έμαθε ο Μπόμπι άκουγε τον λόγο ενός Θεού που μιλούσε για δικαιοσύνη και συγχώρεση, έμαθε να τραγουδάει τους ψαλμούς. Σύντομα θα καταλάβαινε πως τα λόγια του Θεού που τόσο τον γοήτευαν δεν έβρισκαν καμία εφαρμογή σε αυτή την φυτεία. Φυσικά κάθε λειτουργία τελείωνε με μια συλλογική παράκληση προς τον Ύψιστο να ευλογεί την πατρίδα που τους φιλοξενεί, τον Αφέντη που τους ορίζει και τον επιστάτη με τα τσιράκια του, που τους θυμίζουν με την παρουσία τους, το πόσο εύκολο είναι να τους στείλουν στον παράδεισο, αφού όμως πρώτα γνωρίσουν στην επίγεια ζωή την κόλαση.
Παντού στο αχανές κτήμα εκείνη την μέρα επικρατούσε πανικός και υπερένταση. Μια μέρα πριν είχε ακουστεί ότι ένας μεγαλέμπορος βαμβακιού θα επισκεπτόταν την έπαυλη του Αφέντη. Όλα έπρεπε να είναι στην εντέλεια και το ποιο βασικό θα αγόραζε όλο το βαμβάκι της φυτείας. Όλοι έπρεπε να δουλέψουν σχεδόν νυχθημερόν και είδη ήταν πολύ κουρασμένοι. Ο Μπόμπι είχε να κοιμηθεί δύο μερόνυχτα και το κορμί του δεν ακολουθούσε την επιθυμία του μυαλού του. Ζήτησε από τον επιστάτη να τον αφήσει να ξεκουραστεί μερικές ώρες. Εκείνος απάντησε πως θα ξεκουραστεί μια για πάντα όταν έρθει η ώρα. Και γέλασε μαζί του, ο Μπόμπι «Μπελ» Γουάιτ τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Όρθωσε το κορμί του και ακούμπησε απαλά τον μπόγο με το μαζεμένο βαμβάκι στο χώμα. Αυτό ήταν αρκετό για τον επιστάτη να σηκώσει το μαστίγιό του και να το κατεβάσει με δύναμη στην πλάτη του άντρα που τραγουδούσε τα μπλουζ, κατά μεσίς του αγρού. Λίγο πιο εκεί μια λιβελούλα τον κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια. Πέταξε. Την τρόμαξε ίσως η φωνή ενός γέρου που φώναξε στον επιστάτη «Είναι νηστικός σχεδόν δύο μέρες και δουλεύει πιο πολύ από τον καθένα, δεν του αξίζει το μαστίγιο σου. Παράτα τον ήσυχο.» Ο επιστάτης παράτησε τον Μπόμπι και με αργό βήμα πλησίασε τον άντρα που μίλησε. Σαν έφτασε κοντά του τον κοίταξε στα μάτια ο γέρος δεν χαμήλωσε το βλέμμα όπως έπρεπε, τον κοίταξε και αυτός κατευθείαν στα μάτια. Του είπε κι άλλα ο γέρος.

Μετά την πέμπτη βουρδουλιά στην γυμνή πλάτη του άντρα που τόλμησε να κοιτάξει στα μάτια τον επιστάτη, όλοι χαμήλωσαν το κεφάλι. Το θέαμα της ξεσκισμένης σάρκας δεν ήταν ότι πιο ευχάριστο . Ο άντρας έπεσε για μια στιγμή στα γόνατα, έσφιξε τα δόντια και βάζοντας όλη του την δύναμη σηκώθηκε πάλι όρθιος. Το μαστίγιο του επιστάτη που τόση ώρα μάτωνε την ξερή γη, ξανασφύριξε το δολοφονικό του τραγούδι στον αέρα που μοίραζε ευωδιές του καλοκαιριού σε όσους ήταν μακριά από την μυρουδιά του πηκτού αίματος.
Λίγο πιο πέρα παιδιά γελούσαν, κυνηγούσαν πεταλούδες και άλλα έντομα δίπλα στην κοίτη του ποταμιού, που πότιζε τα χωράφια του αφέντη. Χωράφια ποτισμένα με νερό από το ποτάμι, ιδρώτα από τα κορμιά των σκλάβων και όνειρα για μια ζωή, που η γη θα δίνει καρπούς στα ελεύθερα παιδιά τους.
Ο Μπόμπι Γουάιτ ήταν ένας από αυτούς. Ήταν μόλις εικοσιπέντε αλλά είχε το βλέμμα ώριμου άντρα. Όταν κάτι κακό συνέβαινε στην φυτεία το μάθαινε όλος ο κόσμος, γιατί μόνο τέτοιες στιγμές ο Μπόμπι τραγουδούσε δυνατά κατά μεσίς του χωραφιού, ένα από τα μπλουζ που ο ίδιος έγραφε. Κανένας δεν τολμούσε να τον σταματήσει ούτε και ο επιστάτης. Το παρατσούκλι του ήταν «Καμπάνα». Μια πένθιμη καμπάνα που αντηχούσε μόνο όταν ο πόνος γιόρταζε στην περιοχή. Και σήμερα είχε μεγάλη γιορτή ο πόνος. Το κουρασμένο από τα χρόνια κορμί του άντρα, που κοίταξε κατευθείαν στα μάτια τον επιστάτη και του είπε πως έρχεται ο καιρός που το μαστίγιο θα σκάσει στην δική του πλάτη, δεν άντεξε την τιμωρία. Οι τριάντα βουρδουλιές ήταν πολλές για έναν γέρο άνθρωπο.
Το απόβραδο ήταν γλυκό ο Μπόμπι «Μπελ» Γουάιτ κάθισε στα ξύλινα σκαλοπάτια του σπιτιού που έμενε. Δεν πήγε όπως οι άλλοι στην κηδεία. Πήρε την παλιά ξύλινη κιθάρα του και άρχισε να παίζει σκόρπιες νότες και να τραγουδάει στίχους που ο ίδιος έγραφε, στο μυαλό του φυσικά μιας και εκτός από το όνομά του δεν ήξερε να γράφει τίποτε άλλο στο χαρτί. Όταν τον ρωτούσαν γιατί δεν βάζει ένα σημάδι όπως οι περισσότεροι, εκείνος απαντούσε. «Όταν πάψω να είμαι σκλάβος θα υπογράψω το χαρτί με το όνομά μου και όχι με έναν σταυρό.» Και όταν του έλεγαν πως κάνει όνειρα τρελά και πως κανένας δεν θα πεθάνει ελεύθερος τους απαντούσε «Αν είναι να γίνει έτσι, στον τάφο μου το όνομα μου πάνω στον σταυρό θα το γράψω εγώ και όχι το χέρι που έκλεψε την ζωή μου.» Έπειτα τους έδειχνε έναν ξύλινο σταυρό που πάνω είχε χαραγμένο το όνομά του «Μπόμπι ‘’Μπελ’’ Γουάιτ.» Οι άλλοι γελούσαν μαζί του. Ένας κάποτε του είπε «Ποια θα είναι διαφορά από τον δικό μας τάφο Μπελ; Όλοι κάτω από το χώμα θα πάμε.» Ο νεαρός άντρας τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. «Ναι αυτό είναι το μόνο σίγουρο όλοι κάτω από το χώμα θα βρεθούμε. Η διαφορά θα είναι πως όλοι θα ξέρουν πως εγώ ήξερα να γράφω το όνομά μου. Ίσως αυτό αρέσει σε κάποιους μικρότερους σαν ιδέα και μάθουν και αυτοί να γράφουν το όνομά τους, ίσως ένας από αυτούς μάθει να γράφει όλα τα γράμματα, ίσως μάθει να διαβάζει, ίσως μάλιστα μια μέρα πάει σχολείο, ίσως γίνει γιατρός και γιατρεύει τις πληγές από το μαστίγιο του επιστάτη, καλύτερα από την μαμά Ελίζαμπεθ. Ίσως κάποιος μάθει τόσα γράμματα που στο τέλος καταφέρει και βοηθήσει να ζήσουν κάποιοι σαν και μας ελεύθεροι. Και ξέρετε τι θα πει αν κάποτε τον ρωτήσουν πως τα κατάφερε; Θα πει έμαθα να γράφω γιατί ο Μπόμπι «Μπελ» Γουάιτ μου έδειξε τον δρόμο.»
Ύστερα πήρε την κιθάρα του και τραγούδησε ένα τραγούδι, που περιέγραφε την ιστορία ενός εντόμου μιας λιβελούλας που στεκόταν σε ένα κλαδί και κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια όσους δεν θα έβλεπαν πολλά ακόμη δειλινά στην ζωή τους.

.
«Κατευθείαν στα μάτια»
Με κοίταξε στα μάτια
Ω ναι με κοίταξε στα μάτια.
Μου είπε σήκωσε το χέρι και σταμάτα το μαστίγιο
Που θα σκάσει σε λίγο στην κουρασμένη σου πλάτη.
Δεν το σκέφτηκα πολύ, σήκωσα το χέρι,
άρπαξα το μαστίγιο και το πέταξα μακριά.
Κοίταξα στα μάτια τον επιστάτη
Ω ναι, τον κοίταξα κατευθείαν στα μάτια
Με κοίταξε και εκείνος.
Και οι δύο καταλάβαμε τι θα συμβεί
Έφυγε ο επιστάτης, έφυγα και γω.
Το έντομο με το βλέμμα του θανάτου,
με κοίταξε στα μάτια.
Ω ναι, με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια.
«Τώρα θα ζήσεις ελεύθερος» μου είπε.
«Όσο θα ζήσεις, θα ζήσεις ελεύθερος».
Πέταξα την αξίνα μου και πήγα σπίτι.
Έπιασα στα χέρια την ξύλινη παλιά κιθάρα μου.
Έπαιξα λίγες μπλουζ νότες όπως μου έμαθε ο πατέρας μου.
Στην άκρη ενός κλαδιού απέναντι,
Έκατσε το έντομο και με κοίταξε στα μάτια
Ω ναι, με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια.
«Τώρα μπορείς να πεθάνεις». Μου είπε.
«Να πεθάνεις ελεύθερος».
Ακούστηκε ο πυροβολισμός
και σταμάτησα να παίζω μπλουζ.
Ο επιστάτης βουβός, ο Αφέντης με κοίταξε στα μάτια
Ω ναι, με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια.
Ήξερε πως καθώς το έντομο έπαιρνε την ψυχή μου
Έχασε την ευκαιρία για πάντα να πάρει πίσω αυτό που κέρδισα.
Γονάτισε μπροστά στο κορμί μου ,
που τραγουδούσε το «τελευταίο» μπλουζ.
Τον κοίταξα στα μάτια
Ω ναι, τον κοίταξα κατευθείαν στα μάτια .
Ελεύθερος.
Σταύρος Παρχαρίδης
30-05-2021
Κωνσταντίνε Γιωτόπουλε σε ευχαριστώ πολύ για την φωτογραφία και την εμπιστοσύνη.
Αθηνάς 21 Θεσσαλονίκη. Θέατρο ΜΑΙΩΤΡΟΝ. Ώρα 13.30 -14.04 μεσημέρι.
Ένα τραγούδι εμπνευσμένο από μια φωτογραφία που μου έστειλε ο Κωνσταντίνος Γιωτόπουλος ηθοποιός συνεργάτης και φίλος απεικόνιζε μια βελιδούλα σε ένα κλαδί που κοιτούσε με ένα απίστευτο και ασυνήθιστο «θανατηφόρο» βλέμμα.
*Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος άρθρου, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη.

—
«Εικόνων Λέξεις»:
Η Κυριακάτικη στήλη του Kulturosupa.gr και Σταύρου Παρχαρίδη προκαλεί και προσκαλεί καλλιτέχνες & αναγνώστες.

Απαθανατίστε στέλνοντας μας μια ή περισσότερες εικόνες και με αφορμή την φωτογραφία σας θα γραφτεί μια πρωτότυπη ιστορία στην “Κ” από τον Σταύρο Παρχαρίδη που αργότερα θα εκδοθεί σε βιβλίο, έτσι οι «κρυφές ιστορίες αδάμαστων εικόνων» θα γίνουν ο σιωπηλός μάρτυς των λέξεων που κρύβουν οι εικόνες.
..
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media
..