«Εικόνων Λέξεις»
– Κάθε Κυριακή στο Kulturosupa.gr
Μια ιστορία του σκηνοθέτη και ηθοποιού Σταύρου Παρχαρίδη* εμπνευσμένη από φωτογραφίες των Αμέλια Τσεπολλάρο και Αθανάσιου Αθάνατου οι οποίες οποία ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της στήλης «Εικόνων Λέξεις» (για συμμετοχή, δείτε παρακάτω).
Επεισόδιο εικοστό πρώτο: «Γιατί το φεγγάρι μας κοιτά;».
Εκείνη η πανσέληνος ήταν η τελευταία.
Πάνω από τα κουρασμένα τείχη του κάστρου, που μέτραγε τις πληγές του μετά την τελευταία επίθεση των εχθρών, δέσποζε το ολόγιομο φεγγάρι, τεράστιος θαρρείς φανός του σύμπαντος. Όλα στο φως του μοιάζανε πιο ήρεμα, πιο ήσυχα, πιο ανθρώπινα θα μπορούσε να πει κανείς ακόμη και μέσα στην φρίκη του πολέμου.
Ο μικρός με το ψευδώνυμο «αλεπού», σήκωσε το κεφάλι προς τον ουρανό και άφησε το βρόμικό του πρόσωπο να νοιώσει το φως που απλωνόταν παντού, δώρο της σελήνης. Τον τελευταίο καιρό του είχαν αναθέσει μια μακάβρια αποστολή, κάθε βράδυ έπρεπε να γυρνάει γύρω από τα τείχη και να μετράει τα κουφάρια των στρατιωτών που έπεσαν την προηγούμενη μέρα στην μάχη. Ο ίδιος δεν μπορούσε να κρατήσει σπαθί, έτσι δεν αποτελούσε κίνδυνο για τον εχθρό και αν κάποιο εχθρικό βέλος τον πετύχαινε το κάστρο δεν θα έχανε έναν ακόμη άξιο υπερασπιστή, παρά μόνο έναν μικρό που πάντα παραπονιόταν πως πεινούσε. Από την άλλη η Αλεπού είχε το δικαίωμα να κρατήσει μέρος από τα όποια λάφυρα έβρισκε. Έτσι ο μικρός είχε ένα λόγο παραπάνω να κάνει αυτό που έκαμε.

Το ολόγιομο φεγγάρι σήμερα θα έκανε πιο εύκολη και ταυτόχρονα πιο επικίνδυνη την δουλειά του. Βγήκε από ένα πέρασμα, που με δυσκολία χωρούσε ένας μικρόσωμος σκύλος. Έπεσε λίγο πιο κάτω πάνω στον πρώτο νεκρό τα πετηνά του ουρανού του είχαν αφαιρέσει αυτά που του έδιναν την ευκαιρία να δει το χαμόγελο μια γυναίκας ή τον ζεστό ήλιο του πρωινού. Σε οποιονδήποτε άλλο αυτό το θέαμα θα προκαλούσε αποστροφή, όχι όμως και στην Αλεπού. Είχε δει τόσες φορές τα φρικτά αποτελέσματα του θανάτου που τώρα πια δεν του έκανε τίποτα εντύπωση. Πλησίασε το κουφάρι και άρχισε να το ψάχνει μήπως και βρει πάνω του κάτι πολύτιμο, από ένα πουγκί με νομίσματα, μέχρι και ένα ή περισσότερα χρυσά δόντια στο στόμα του. Δεν βρήκε τίποτα γι αυτό και προχώρησε παραπέρα στον επόμενο στρατιώτη. Ούτε όμως και σε αυτή την περίπτωση βρήκε κάτι. Χρειάστηκε να κάνει αρκετά βήματα παραπέρα για να φτάσει στο επόμενο κορμί, που ήταν ξαπλωμένο στην γη αιμόφυρτο. Η προηγούμενη μάχη ήταν σχετικά σύντομη και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές από καιρό προσπαθούσαν να κάνουν οικονομία στις δυνάμεις τους και ακόμη πιο πολύ αυτοί που το πολιορκούσαν. Έτσι μετά από κάποια θύματα οι επιθέσεις σταματούσαν. Για όσους άφηναν την τελευταία τους πνοή στο πεδίο της μάχης, δεν υπήρχε καμία πρόνοια. Για τους πολιορκητές κάθε περίπτωση να μαζέψουν τα κουφάρια δεν θα ήταν τίποτα παραπάνω από μια ακόμη ευκαιρία να χάσουν περισσότερους άντρες μιας και οι πολιορκούμενοι μόλις έβλεπαν πως κάποιος πλησιάζει δεν έχαναν την ευκαιρία να τον ξεκάνουν και αυτόν. Επίσης ήλπιζαν πως τα άταφα πτώματα θα φέρουν κάποια αρρώστια στους αντιπάλους και έτσι η πολιορκία θα τελείωνε μια ώρα αρχύτερα. Θαρρείς και το θανατικό ήταν δύσκολο να περάσει την καλά φρουρούμενη πύλη του κάστρου. Η δυσωδία ήταν μια πολύ γνώριμη για τα ρουθούνια όλων επισκέπτρια, θλιβερή καλεσμένη ενός κόσμου που κάθε αξία και τιμή είχε θαφτεί από τόνους πλεονεξίας και φιλοδοξίας ανθρώπων, που το πεδίο της μάχης καθώς και όλοι όσους έστελναν σε αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από έναν χάρτη με κακοφτιαγμένη περιγραφή του τόπου και μερικά βότσαλα που παρίσταναν τους αυριανούς μελλοθάνατους στο πεδίο της μάχης.
Η Αλεπού πλησίασε τον επόμενο στρατιώτη που κειτόταν στην καμένη και αχορτάριαστη γη. Το εκπαιδευμένο μάτι του παιδιού αμέσως διέκρινε το χρυσό δακτυλίδι στο απλωμένο χέρι του πολεμιστή που ακόμη στην χούφτα του κρατούσε το σπαθί του. Πλησίασε όπως πάντα αθόρυβα και σχεδόν έρποντας. Μέσα στο σκοτάδι ήταν πολύ δύσκολο να τον δει κανείς γι αυτό άλλωστε και του έδωσαν το παρατσούκλι Αλεπού. Σήμερα όμως το φεγγάρι ήταν ολόγιομο και πολύ φωτεινό. Αυτό τον έκαμε πιο ανιχνεύσιμο στα μάτια του εχθρού. Ένας καλός τοξότης θα μπορούσε με ευκολία να βρει τον στόχο του και να τον πετύχει στο φως του φεγγαριού. Αυτό ήταν κάτι που ο μικρός γνώριζε και γινόταν ακόμη πιο προσεκτικός. Πλησίασε τον στρατιώτη που καθώς είχε πέσει, πλάκωσε με το κορμί του το χέρι που φορούσε το δακτυλίδι και κρατούσε το σπαθί. Η Αλεπού θα έπρεπε να γυρίσει το σώμα με τέτοιο τρόπο ώστε από μπρούμητα να βρεθεί ανάσκελα. Έτσι θα του δινόταν η ευκαιρία να ψάξει και τον κόρφο του νεκρού. Ήξερε πως πολύ από τους στρατιώτες κουβαλούσαν μαζί τους το πουγκί με τα ασημένια νομίσματα που έπαιρναν ως αντάλλαγμα για να σπείρουν τον θάνατο ή να τον ανταμώσουν. Κανείς δεν εμπιστευόταν σχεδόν κανέναν. Η φρίκη ξεκινούσε από «μέσα» τους και τέλειωνε το ταξίδι της στο πεδίο της μάχης.

Το να γυρίσεις ένα αντρικό σώμα με πανοπλία από μπρούμητα ανάσκελα δεν ήταν μια εύκολη ιστορία. Το παιδί που άκουγε στο παρατσούκλι Αλεπού είχε βρει τον τρόπο. Πάντα ήταν πολύ πιο έξυπνος και πιο ευρηματικός από τους φίλους του. Έτσι κατάφερνε να επιβιώσει και μέσα στο κάστρο να έχει κάνει ένα καλό όνομα. Κέρδισε τον σεβασμό από αυτούς που τον έστελναν να απλώσει χέρι στα απομεινάρια του θανάτου. Γι αυτό και είχε πάντα ένα κομμάτι ξερό ψωμί και ένα βρασμένο κόκαλο να φάει. Αυτό ήταν και το μερτικό του. Σε άλλες εποχές θα ακουγόταν όλο αυτό το γεύμα σαν γεύμα σκύλου, μα μετά από τόσο καιρό σε πολιορκία, ο σκύλος είχε γίνει το γεύμα. Η μέθοδο που είχε αναπτύξει η Αλεπού ήταν απλή, έσκαβε με ένα μαχαίρι την μαλακή από το αίμα γη πολύ κοντά στο άψυχο σώμα χωνόταν καθώς ήταν μικρόσωμος ο μισός μέσα στην τρύπα και στην συνέχεια έσπρωχνε με την πλάτη προς τα πάνω. Το σώμα του γινόταν μοχλός και έτσι καθώς αυτός σηκωνόταν το κορμί γυρνούσε ανάσκελα. Αυτό έκαμε και αυτή την φορά. Η μέθοδος του αποδείχτηκε για μια ακόμη φορά αποδοτική, το κορμί πήρε την θέση που έπρεπε και τώρα η λεηλασία του ήταν πολύ πιο εύκολη.
Το μικρό αγόρι πρώτα έβγαλε το δακτυλίδι από το χέρι του άντρα μετά από τα πλάγια έκοψε με το μαχαίρι του τα δερμάτινα λουριά που κρατούσαν την μεταλλική πανοπλία σφιχτά δεμένη στο σώμα και μετά απομάκρυνε το πάνω μέρος της που λαμποκοπούσε στο φως του σκοταδιού, «Σάβανο πολυτελείας» σκέφτηκε το παιδί και άρχισε να ψάχνει στο μέρος της εσωτερικής ζώνης μια και εκεί αν υπήρχε θα βρισκόταν το πουγκί και στάθηκε τυχερός, δεν χρειάστηκε να ψάξει πολύ και το βρήκε σαν το άνοιξε είδε το φεγγάρι να καθρεφτίζεται στα ασημένια νομίσματα και αυτή την φορά ήταν πολλά, τόσα πολλά που θα μπορούσε να αλλάξει μια για πάντα την ζωή του αν ποτέ ερχόταν η πολυπόθητη ειρήνη. Μέχρι τότε το μόνο που έπρεπε να κάνει, ήταν να μείνει ζωντανός. Έψαξε και στον λαιμό του στρατιώτη βρήκε μια ασημένια αλυσίδα που στην άκρη της είχε ένα μενταγιόν. Με μια γρήγορη κίνηση το άρπαξε και αυτό. Έψαξε μήπως βρει και κάτι ακόμα και στάθηκε ακόμη πιο τυχερός ένα δεύτερο πουγκί ήταν ραμμένο μέσα από το ρούχο του στρατιώτη λίγο πιο πάνω από εκεί που το βέλος τρύπησε το κορμί του. Ψύχραιμα ο μικρός έκοψε το ρούχο και πήρε το ματωμένο πουγκί. Μπορεί να ήταν πιο μικρό μα ήταν πιο πολύτιμο το περιεχόμενό του. Μέσα του έκρυβε περισσότερα από πέντε κομμάτια χρυσού, στο μέγεθος του νυχιού του παιδικού του αντίχειρα. Σκέφτηκε πως αν έδινε το πουγκί με τα ασημένια νομίσματα και το δακτυλίδι σε αυτούς που τον περίμεναν μέσα στα τείχη θα μπορούσε να κρατήσει το πουγκί με τον χρυσό. Κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως κάτι κρύβει. Έβαλε τα λάφυρα μέσα στον κόρφο του και έκανε να φύγει. Τότε όμως ένοιωσε ένα χέρι να του αρπάζει με δύναμη το μπράτσο. Γύρισε και κοίταξε με τρόμο ποιος είναι αυτός που τον κρατά τόσο σφικτά. Τα μάτια του στρατιώτη που λίγο πριν έκλεψε άνοιξαν απότομα, το γουρλωμένο βλέμμα του άντρα καρφώθηκε στα μάτια του παιδιού. Τον κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά είπε. «Γιατί το φεγγάρι μας κοιτά;» Η Αλεπού έκανε μια κίνηση για να ξεφύγει τα δάκτυλα όμως του ετοιμοθάνατου τον έσφιξαν ακόμη περισσότερο ένοιωσε το αίμα να σταματά στις φλέβες του. Είχε ακούσει πολλές ιστορίες για νεκρούς, που γύριζαν από τον κάτω κόσμο για να πάρουν μαζί τους όσους περισσότερους μπορούσαν στην κόλαση. Η λογική του όμως δεν του επέτρεπε να πιστέψει τέτοιες ιστορίες, άλλωστε που μπορούσε να είναι χειρότερα από εδώ που ζούσε. Αν υπήρχε κόλαση ήταν εδώ, μέσα και έξω από το κάστρο. Μόνο το φως του φεγγαριού έμοιαζε με μια χαραμάδα φωτός που ξέφυγε από τον παράδεισο. «Γιατί το φως μας κοιτάζει;» είπε ξανά ο στρατιώτης και δεν έλεγε να πάρει τα μάτια του από τα μάτια του παιδιού. Η Αλεπού κατάλαβε πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να μείνει εκεί και να περιμένει τον απρόσμενο δεσμώτη του να αφήσει την τελευταία του πνοή και έτσι να απελευθερωθεί. «Εμείς κοιτάμε το φεγγάρι και όχι εκείνο εμάς.» Είπε ο μικρός. «Μίλα μου για το φεγγάρι.» Είπε με όση ανάσα του περίσσευε ο στρατιώτης. Η Αλεπού κοίταξε προς τον ουρανό και άρχισε να λέει δυνατά τις σκέψεις του «Το φεγγάρι είναι το μόνο που υπάρχει πριν από εμάς και θα είναι στην θέση του και αφού εμείς φύγουμε. Βρίσκεται εκεί για να μας θυμίζει πόσο άσκοπο είναι να ζούμε την ζωή μας σαν να μην καταλαβαίνουμε την αξία της. Είναι εκεί για να φωτίζει τις νύχτες που τα βήματά μας βαδίζουν σε λάθος δρόμους. Είναι εκεί για να το βλέπουμε και να σκεφτόμαστε πως από την μία στιγμή στην άλλη, το αύριο δείχνει πολύ μακρινό. Είναι εκεί για να το βλέπουν και να τραγουδούν οι λύκοι ελεύθεροι στα βουνά. Να τους ακούμε εμείς και να καταλαβαίνουμε το πόσο ελεύθεροι είναι αυτοί και πόσο όχι εμείς. Το φεγγάρι μας κοιτά γιατί μας θαυμάζει και γι’ αυτά που δημιουργούμε και γι’ αυτά που καταστρέφουμε. Μας κοιτά για την ασέβεια που δείχνουμε και για τον σεβασμό που ζητάμε. Είναι ωραία όταν νοιώθω πως με κοιτά το φεγγάρι.» είπε ο μικρός «Τελικά εμείς κοιτάμε το φεγγάρι». Είπε ο στρατιώτης και το χέρι του γλίστρησε από το ρούχο του μικρού, μαζί με την τελευταία του ανάσα, που γλιστρούσε και αυτή από τα ματωμένα και ξερά χείλη του. Ο μικρός κατάλαβε πως ήρθε η ώρα να φύγει. Να φύγει για πάντα από αυτό το φριχτό μέρος. Δεν μπορούσε να αποφασίσει όμως ποιον δρόμο να διαλέξει. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε ψηλά τώρα κατάλαβε. Διάλεξε τον δρόμο του έδειχνε το ολόγιομο φεγγάρι πάνω από τα κάστρα.

Έφυγε από έναν τόπο που δεν ήξερε να δώσει μια απάντηση στο πιο απλό ερώτημα που μπορεί να θέσει και ένα παιδί. «Γιατί το φεγγάρι μας κοιτά;».
ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΡΧΑΡΙΔΗΣ 23-5-2021
Η Κυριακάτικη στήλη του Kulturosupa.gr και Σταύρου Παρχαρίδη προκαλεί και προσκαλεί καλλιτέχνες & αναγνώστες.

Απαθανατίστε στέλνοντας μας μια ή περισσότερες εικόνες και με αφορμή την φωτογραφία σας θα γραφτεί μια πρωτότυπη ιστορία στην “Κ” από τον Σταύρο Παρχαρίδη που αργότερα θα εκδοθεί σε βιβλίο, έτσι οι «κρυφές ιστορίες αδάμαστων εικόνων» θα γίνουν ο σιωπηλός μάρτυς των λέξεων που κρύβουν οι εικόνες.