Από την Ιωάννα Δούνδη.
Κάτι παραπάνω από ότι πίστευαν κάποιοι, από ότι ήλπιζαν άλλοι, και από ότι φοβούνταν μερικοί.
80 χρόνια συμπληρώθηκαν στις 15 Σεπτεμβρίου από την μέρα που έφυγε από την ζωή, στα 87 του χρόνια, ο Τήνιος γλύπτης, Γιαννούλης Χαλεπάς.
Η πρόθεσή δεν είναι να γραφτεί ακόμη ένα βιογραφικό άρθρο του, υπάρχουν πολλά διαθέσιμα για κάποιον που ενδιαφέρεται, και μάλιστα δεν αποκλίνουν και σχεδόν καθόλου μεταξύ τους πληροφοριακά. Ούτε και να γίνει μια ανάλυση των έργων του, καθώς δεν είναι το αντικείμενό μου, και υπάρχει και μια σχετικότητα στο τι βρίσκει κανείς ωραίο στην τέχνη, μια υποκειμενικότητα καλύτερα, που κρίνει για τον καθένα μας τι είναι σημαντικό και όμορφο, και τι όχι.
Όμως το σημείο που κάνει τόσο ενδιαφέρουσα την ιστορία του καλλιτέχνη κατ’ εμέ, είναι αυτό της σχέσης της μητέρας του και της ψυχικής του υγείας, όπως, και όσο, αυτό έχει έρθει στην δημοσιότητα. Και σε αυτό θέλω να αναφερθώ.
Πολύ σύντομα, για κάποιον που δεν έχει ιδέα, ή μάλλον ξέρει τον Χαλεπά μόνο ως συνέχεια της φράσης «η κοιμωμένη του..», να πω δυο λόγια.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς σπούδασε καλές τέχνες σε Ελλάδα και Γερμανία, νωρίς ξεχώρισε και βραβεύθηκε για τις δημιουργίες του, όταν εκεί κοντά στα 27 του, άρχισε για εκείνον κάτι που αναφέρεται ως «αποκλίνουσα συμπεριφορά»: Νευρικός κλονισμός, τάσεις αυτοκτονίας, σιωπή, απομόνωση, αναίτιο γέλιο, παραμιλητό.
Συμπτώματα που σήμερα ίσως ήταν παραπάνω από ικανά, για να οδηγήσουν έναν ειδικό ψυχικής υγείας σε μία ασφαλή διάγνωση, και ίσως θεραπεία, και που πλέον συναντάμε συχνά γύρω μας, τότε έμειναν χωρίς την ανάλογη φροντίδα. Τελειοθηρία, υπερκόπωση, άτυχος έρωτας; Αυτά ενοχοποιήθηκαν για την κατάσταση της υγείας του και οδήγησαν στο αποτέλεσμα:
Το 1888, κλείστηκε από την οικογένειά του στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, στο οποίο και έμεινε 14 χρόνια. Βγήκε από εκεί, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα, οπότε και η μητέρα του τον πήγε πίσω στην Τήνο.
Kαι εδώ έρχεται και το κομμάτι που χωράει μεγάλη συζήτηση. Το κομμάτι που αποδεικνύει ότι μπορεί οι γονείς να θέλουν, ως επι το πλείστον, το καλό των παιδιών τους, δεν το ξέρουν όμως.
Όλο το διάστημα του εγκλεισμού του, ο Χαλεπάς προσπάθησε να κάνει αυτό που αγαπούσε. Δεν εγκατέλειψε την τέχνη του, όμως δεν μπορείς να τα βάλεις με όλους, όταν αυτοί είναι εναντίον σου. Όλες του οι προσπάθειες καταστρέφονταν από το προσωπικό του ψυχιατρείου, που θεωρούσε πως η τέχνη του έκανε κακό. Και εκεί που μετά από 14 ολόκληρα χρόνια υπομονής, θα πίστευε κάποιος πως η ελευθερία θα τον έφερνε πιο κοντά στην μεγάλη του αγάπη, και η μητέρα του θα συνέβαλλε σε αυτό, (γιατί άλλωστε να μην θέλει μια μητέρα να ασχοληθεί το «ασθενικό» παιδί της, με κάτι δημιουργικό;) εκείνη συνέχισε αυτό του το μαρτύριο.
Υπο την πιο στενή δική της επιτήρηση πλέον, ο Χαλεπάς, δεν μπορούσε και πάλι να έχει επαφή με την τέχνη του. Τόσα χρόνια χωρίς δημιουργία. Χωρίς ολοκληρωμένη δημιουργία, δηλαδή. Γιατί η φαντασία του Γιαννούλη δεν έπαψε ποτέ να εργάζεται, και να προσπαθεί να αποτυπωθεί. Λίγα βήματα πριν την ολοκλήρωση, πάντα η καταστροφή και το τέλος, από την μητέρα του. Και μετά πάλι φαντασία, και ελπίδα, και καινούρια δημιουργία, και μια ατελείωτη ψυχική ταλαιπωρία, που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν ήταν τελικά το αποτέλεσμα, ή η ίδια η πηγή της ασθενείας.

Ο «τρελός του χωριού» γέμιζε τις μέρες του βοσκώντας πρόβατα, φτωχός, και πλέον ξέρουμε, και πως περιμένοντας την στιγμή.
Και η στιγμή ήρθε μετά το 1916 και τον θάνατο της μητέρας του.
Χρειάστηκαν σχεδόν σαράντα χρόνια, αλλά ο καλλιτέχνης πλέον ήταν και πάλι ελεύθερος. Ελεύθερος από την αγάπη. Γιατί η αγάπη έχει πολλά είδη, και αυτή των δικών του, είχε την ατυχία, να γίνεται πράξη με λάθος επιλογές.
Κόντρα σε όλα πήγε. Στις συνθήκες, στο εχθρικό περιβάλλον για το οποίο ήταν μόνο ένας τρελός, στα πρωτόγονα μέσα, στα πάντα. Αλλά τώρα δεν υπήρχε κάτι, που νωρίτερα τον κρατούσε καθηλωμένο. Η αγάπη…
Ήταν 65 ετών, και είχε πια περιμένει αρκετά. Το ύφος των έργων του, που πλέον παίρνουν μορφή, χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς ως ελεύθερο, αυθόρμητο και πηγαίο. Και η καταξίωση αρχίζει.
Ζει τα τελευταία του και πιο παραγωγικά καλλιτεχνικά χρόνια, όχι λόγω επιλογής αλλά όπως κανείς εύκολα συμπεραίνει, λόγω συνθηκών, στην Αθήνα δίπλα στην ανιψιά του, όπου και πεθαίνει στις 15 Σεπτεμβρίου του 1938, σε ηλικία 87 ετών.
Ο άνθρωπος σε ότι κατάσταση κι αν βρίσκεται, έχει πάντα έναν στόχο. Να είναι ευτυχισμένος. Και η ευτυχία για τον καθένα μας είναι κάτι διαφορετικό. Και είναι τόσο σπουδαίος αυτός ο στόχος που δεν πνίγεται εύκολα, και δεν μπορεί να καταστραφεί μόνιμα. Η επίτευξή του, είναι από μόνη της κινητήρια δύναμη, και ικανή να κρατήσει κάποιον στην ζωή.
Όμως τα συναισθήματα καταπιέζονται. Και αν ¨πρέπει¨ να αγαπάς κάποιον, θα τον αγαπάς, και αν ¨πρέπει¨ να τον σέβεσαι και να τον υπακούς, γιατί σε αγαπάει, θα το κάνεις… έστω, και αυτοκαταστροφικά. Κι αν δεν μπορείς να πεις με λέξεις την αλήθεια σου, θα βρεις τρόπο να την εκφράσεις αλλιώς.
Και εκφράστηκε.
Ο Χαλεπάς δεν έφτιαξε μία, αλλά τέσσερις εκδοχές της Μήδειας. Μία πριν τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο, από άργιλο, την οποία και κάτι εσωτερικό, αλλά για κάποιον που εμβαθύνει, κατανοητό, τον οδήγησε στο να την καταστρέψει ο ίδιος. Και άλλες τρεις εκδοχές, μετά τον θάνατο της μητέρας του, από γύψο, οι οποίες σώζονται.
Οι απαντήσεις δίνονται πάντα. Αρκεί να ξέρει κάποιος προς τα που να κοιτάξει.
Υγ. αντί της πολυσυζητημένης «Κοιμωμένης» που έχετε όλοι δει, επέλεξα δύο άλλα έργα του για να ¨ντυσω¨ το άρθρο. Ένα που έφτιαξε πριν τον εγκλεισμό του, (Ο σάτυρος που παίζει με τον έρωτα, 1877), και ένα μετά από αυτόν, και αφού έχει μεσολαβήσει ο θάνατος της μητέρας του. (Μήδεια ΙΙΙ, 1933)
Φωτογραφικό υλικό