109 χρόνια συμπληρώνονται από την γέννηση του Γιάννη Τσαρούχη, ενός από τους γνωστότερους Έλληνες ζωγράφους.
Οι άντρες ήταν το σύνηθες θέμα των έργων του. Ναύτες, γυμνοί, ξαπλωμένοι, καθισμένοι, όρθιοι. Οι περισσότεροι πίνακες δημιουργημένοι από ζωντανά μοντέλα που πόζαραν. Από τις εξαιρέσεις ως προς το περιεχόμενο των πινάκων του, υπήρξε το 1966 η δημιουργία του πορτραίτου της Τζένης Καρέζη, ο οποίος φιλοξενείται στον δεύτερο όροφο της Βουλής των Ελλήνων.
Κυκλοφορούν αρκετά αποφθέγματα που του αποδίδονται, ξεχωρίζουν τα:
«Μόνο με παραμύθια κατακτώνται οι άνθρωποι.»
«Αρετές μας είναι τα ελαττώματά μας που τα παραδεχτήκαμε.»
«Η Ελλάδα! Τι ωραίο σκηνικό, πράγματι! Αλλά πόσο κακή παράσταση. Θεέ μου!»
«Το να μη μπορείς να πιστέψεις είναι ένα είδος αναπηρίας» πίστη στον έρωτα και στον ίδιο μας τον εαυτό.»
Στην συνέντευξη που έδωσε στη Γιολάντα Τερέντσιο, όπως δημοσιεύθηκε στον αφιερωματικό τόμο «Κορυφαίοι Έλληνες στη σφαίρα της Τέχνης», Αθήνα 2000, είπε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Ένας ζωγράφος που απευθύνεται σε αγράμματους ψευτοπλούσιους, που κάνουν το σπιτικό τους και αγοράζουν και «κάδρα» μαζί με τ’ «αμπαζούρ» και τα ψευτοεγγλέζικα έπιπλα, μπορεί να πουλήσει πολλά έργα το χρόνο, αλλά ο άνθρωπος αυτός δεν μπορεί να ονομάζεται ζωγράφος και θα είναι πραγματικά κουτός εάν το νομίζει.
Το αστοιχείωτο αυτό κοινό τρέφει καμιά δεκαπενταριά υπόπτους ζωγράφους το χρόνο, ενώ ένα καλό έργο τέχνης, βγαλμένο από συγκίνηση και σεβασμό, μένει όχι μόνο απούλητο, αλλά και απαρατήρητο.»
Έχει πει επίσης:
«Οι άνθρωποι δεν περίμεναν τίποτα από μένα, με θεωρούσαν κατώτερο ον, αρχίζοντας από τους συγγενείς μου και τελειώνοντας στους ελάχιστους φίλους μου. Ίσως αυτή η περιφρόνηση με ανάγκασε να δουλέψω πιο εντατικά από ότι μπορούσα.»
«οι ομοφυλόφιλοι στην Ελλάδα προσέφεραν στέρεες πολιτιστικές και αισθητικές βάσεις ,διότι ήταν άνθρωποι που διώκονταν και μετρούσαν τα λόγια τους. Οι άλλοι ήταν βέβαιοι και δεν έκαναν τίποτε.»
Μια ιστορία από εκείνον όπως την έζησε και την περιέγραψε ο Γιώργος Ορφανός, φίλος και μαθητής του:
«Κάποια πλούσια Αθηναία κυρία, άρτι αφιχθείσα εις Παρισίους το 1971-1972 για διακοπές και ψώνια, τον πίεζε καθημερινώς με επισκέψεις ή του γινόταν φορτική από τηλεφώνου για να της πουλήσει «όσο, όσο, θα ΄χετε, δεν μπορεί, ξέρετε, κάποιο κεφάλι αγοριού έτσι κι έτσι, εποχής 1965-τόσο, κύριε Τσαρούχη μου». Είμαστε στο σπίτι και ατελιέ του στο χωριό Villeneuve –les-Sablons», όταν, άγρια χαράματα, με ξυπνάει ο Γιάννης μ’ ένα τραγουδιστό «Άντε, εργασία και χαρά τώρα». Τον βοήθησα να κόψει το μουσαμά στα ακριβή μέτρα, να τον τελαρώσει, να περάσει ένα δυο χέρια την προετοιμασία, να τυπώσει τα χνάρια, προπλασμούς και τέτοια, και να ετοιμάσει την παλέτα μου. Στην οποία έβαλε όμως εκτός από υπερβολικά μπόλικο στεγνωτικό εκείνη τη μέρα, μαζί και το βερνίκι λαδιού του τέλους ανάκατο με τα χρώματα, ώστε να μπορέσει να πει κατά την αυθημερόν παραλαβή, το απόγευμα, του έργου: «Και προσοχή, μην το πιάνετε καθόλου από μπροστά, γιατί του ‘βαλα μόλις σήμερα το βερνίκι». Και τσουπ, με τα πολλά, «ένα μικρό αριστούργημα», επί του οποίου εναπόθεσε κάτω κάτω και δίπλα στην υπογραφή ένα φαρδύ και πλατύ «1965». Το εμβρόντητο και φανατικό έως την πιο αυστηρή εικονοκλαστικότητα εκείνη την εποχή ύφος μου το αντιμετώπισε ο Γιάννης μ’ ένα απλώς φιλοσοφημένο και σχεδόν τρυφερό: «Γιωργάκη μου, το 2500 μετά Χριστόν ποιός θα νοιάζεται; Τι του 1965 να λέμε, τι του 1972 να λέμε, θα ΄ναι και τα δυο τους έτσι κι αλλιώς παμπάλαια».
Και κλείνω με ένα απόσπασμα από όσα έχει πει για τον Γιάννη Τσαρούχη, και πάλι ο Γιώργος Ορφανός, για ένα θέμα που ίσως κάποιοι (δυστυχώς) να είναι και ο λόγος που εξ αρχής μπήκατε στην διαδικασία να διαβάσετε αυτό το άρθρο, ελπίζοντας να αναφερθεί:
«είναι δηλαδή, αν μη τι άλλο, τουλάχιστο γελοίο ν’ ακούς όλους αυτούς τους πράγματι απλοϊκούς –ή, ακόμα χειρότερα, εκείνους που προσποιούνται από πονηρία και ζηλοφθονία- να σου αραδιάζουν το θέμα αυτό κατά εμφανώς λανθασμένο τρόπο και επί μιας καθαρά παραπειστικής βάσεως λέγοντας: «Ο μεγαλύτερος μας ζωγράφος, ο κορυφαίος μας σκηνογράφος σίγουρα, ένας βαθύς στοχαστής και σοφός άνθρωπος, ναι, δε λέω, μπορεί, αλλά τι κρίμα να ΄ναι ομοφυλόφιλος!». Ενώ η μόνη σωστή και μ’ όλους τους δυνατούς νόμους της διαλεκτικής κυρίως τεθειμένη ερώτηση δεν μπορεί να ‘ναι άλλη από την εξής: «Γιατί ο Γιάννης Τσαρούχης, ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της εποχής μας και κορυφαίος άνθρωπος του θεάτρου της, ένας τόσο βαθύς στοχαστής και σοφός άνθρωπος, έπρεπε, και μάλιστα αναγκαστικά, να ‘ναι και ομοφυλόφιλος;» και η απάντηση δίνεται μέσα από την ίδια την ζωή από την σημαντικότητα του αποτελέσματος.
Φωτογραφικό υλικό