.
Μια ιστορία εμπνευσμένη από την φωτογραφία του Τζων Μιχάλη που ήταν ο πρώτος που απάντησε στην πρόσκλησή μας λίγα λεπτά μετά την δημοσίευση της στήλης και ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις των «Εικόνων Λέξεις». Τον ευχαριστούμε.
.
Επεισόδιο πρώτο: «Καπνίζοντας τις νότες»
Εκείνη την βραδιά όλα έδειχναν πως το ταξίδι μου στην Νέα Υόρκη ίσως δεν ήταν και η καλύτερη ιδέα. Δεν έφταιγε η πόλη που με υποδέχτηκε ούτε ο απίστευτος θόρυβος της. Είχα έρθει με την κρυφή ελπίδα πως θα νικήσω την λαϊκή σοφία, ότι θα αποδείξω πως και ο σοφότερος όλων, μπορεί να έχει άδικο, ήρθα αποφασισμένος να κολλήσω «ένα γυαλί που είχε ραγίσει», έτσι είχες χαρακτηρίσει την σχέση, μας και εγώ δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Αυτός ήταν ο λόγος που αποφάσισα το υπερατλαντικό ταξίδι. Εκείνη η πρώτη αγκαλιά της υποδοχής έδωσε φρούδες ελπίδες σε ένα μυαλό που ποτέ δεν θα πίστευε πως αυτό που ζήσαμε είχε ημερομηνία λήξης. Καμιά φορά όμως η αλήθεια δεν θέλει πολλές κουβέντες για να ειπωθεί αρκεί ένα «Καλώς ήρθες, πόσο καιρό θα μείνεις, σε πιο ξενοδοχείο έκλεισες δωμάτιο;» Τότε είναι η στιγμή που θέλεις να το βάλεις στα πόδια να εξαφανιστείς, αλλά αν είσαι πολύ γενναίος λες πως δεν θυμάσαι, δήθεν, το όνομα του ξενοδοχείου ή πως τελικά θα σε φιλοξενήσει ένας άλλος φίλος. Τρως το τελευταίο βραδινό μαζί της, μαζεύεις τα απομεινάρια της αξιοπρέπειας σου και καθώς εκείνη αποφεύγει μέχρι και το αποχαιρετιστήριο φιλί για καληνύχτα, λες «Έχω κανονίσει να πάω σε ένα τζαζ κλαμπ θέλεις να έρθεις;» Δεν ήρθε.

Φωτογραφία: Τζων Μιχάλης
.
Η πόλη την νύχτα ήταν το ίδιο ζωντανή με την μέρα. Πήρα ένα ταξί, αφού πρώτα τηλεφώνησα στον ταξιδιωτικό μου πράκτορα και τον παρακάλεσα να μου βρει το συντομότερο αεροπλάνο να γυρίσω πίσω. «Είσαι τρελός» μου είπε και μου υπενθύμισε πως κανείς δεν μένει στην Νέα Υόρκη μόνο για εικοσιτέσερεις ώρες. «Κανείς εκτός από μένα» ήθελα να του πω αλλά προτίμησα να «πεθάνω» έναν αγαπημένο μου θείο που πιθανόν να τον κληρονομήσω. Έκανε την δουλειά του, χρέωσε κάτι παραπάνω και μου είπε πως το αεροπλάνο μου φεύγει στις επτά το πρωί. Είχα αρκετό χρόνο για να απολαύσω την παραμονή μου στην Νέα Υόρκη. Και τι καλύτερο από ένα Τζαζ κλαμπ που παίζει μουσική μέχρι νωρίς το πρωί. Όταν άνοιξα την πόρτα το μαγαζί ήταν σχεδόν άδειο. Η ορχήστρα δεν είχε ξεκινήσει το κανονικό πρόγραμμα, ο κοντραμπασίστας ζέσταινε τα δάχτυλά του με ένα πολύπλοκο αυτοσχεδιασμό, ο ντράμερ ρύθμιζε τα πιατίνια του, ενώ ο κιθαρίστας κούρδιζε με το αυτί την μαύρη του κιθάρα.. «Δεν θα έχει πολύ κόσμο σήμερα» μου είπε ο νεαρός στην είσοδο και συμπλήρωσε «αυτό είναι το τραπέζι σας» μου έδειξε ένα όπως το είχα ζητήσει πίσω- πίσω σε ένα σχετικά σκοτεινό σημείο που να έχει πρόσβαση στην έξοδο και στην περιοχή όπου μπορούσε να καπνίσει κανείς. «Η κράτηση λέει για δύο άτομα», «Ναι το ξέρω» είπα «αλλά το δεύτερο άτομο δεν θα έρθει».
.
Κάθισα χωρίς να πω τίποτε άλλο, δεν έβγαλα καν το σακάκι μου. Ρώτησα τον σερβιτόρο, σε πόση ώρα αρχίζει το πρόγραμμα και αν προλαβαίνω να κάνω ένα τσιγάρο και μου είπε υποθέτω χαριτολογώντας πως πρέπει να έχω τον νου μου, γιατί η έναρξη έχει πολύ ενδιαφέρον. Πως οι «νότες δεν καπνίζονται». Αντιλήφθηκε πως δεν κατάλαβα το αστείο του και μου έδειξε το πακέτο με τα τσιγάρα που είχα πάνω στο τραπέζι «Σας τελείωσαν, οπότε μόνο νότες μπορείτε να “καπνίσετε“» εξήγησε και μου έδειξε την ορχήστρα που είχε αρχίσει να παίζει και στην συνέχεια το ενημερωτικό φυλλάδιο που βρισκόταν επάνω στο τραπέζι και ενημέρωνε τους πελάτες πως οι «Καπνίζοντας τις νότες» θα εμφανίζονται στο μαγαζί για άλλο ένα Σαββατοκύριακο. Μετά έκανε μια γρήγορη κίνηση σχεδόν ταχυδακτυλουργική και ακούμπησε πάνω στο τραπέζι ένα τσιγάρο. «Τι να σας φέρω;» ρώτησε.
.
Έδωσα την παραγγελία και κάθισα πιο αναπαυτικά στην καρέκλα μου. Έκλεισα τα μάτια. Η μουσική άρχισε σιγά σιγά να ζωντανεύει στο μυαλό μου, κάθε νότα έφερνε μια θύμηση. Εσύ παντού. Όταν άνοιξα τα μάτια μου το μαγαζί ήταν σχεδόν γεμάτο, παρά το προχωρημένο του καλοκαιριού, νόμιζα πως άκουσα μόνο ένα κομμάτι αλλά ήταν πολλά. Πήρα το τσιγάρο και βγήκα έξω. Πάντα μου άρεσε να σε σκέφτομαι όταν κάπνιζα. Ζήτησα φωτιά από κάποιον, έκανε ζέστη, έφερα το τσιγάρο στο στόμα δεν το ακούμπησα όμως στα χείλη μου δεν το χρειαζόμουν, ξαφνικά δεν το είχα ανάγκη, έπιασα τον εαυτό μου να επαναλαμβάνει τις νότες που έφταναν σαν απόηχος μιας αγάπης στην περιοχή που επιτρεπόταν το κάπνισμα. Άρχισα να τις τραγουδάω, σε σκέφτηκα για μια ακόμη, φορά αυτή τη φορά ‘’καπνίζοντας τις νότες’’. Μπήκα ξανά στο μαγαζί και επέστρεψα στο τραπέζι μου. Στην ορχήστρα η τραγουδίστρια έκανε ένα αυτοσχεδιασμό με το στόμα. Ασυναίσθητα άρχισα να τον επαναλαμβάνω ψιθυρίζοντάς το.
Λίγο καιρό μετά στο διαμέρισμά μου, χτύπησε το τηλέφωνο. Άφησα το στυλό απαλά πάνω στο χαρτί, μόλις είχα γράψει το ρεφρέν από ένα τραγούδι και η αιτία ήσουν εσύ….
«Είναι παιδιά που έκλαψαν
Του έρωτα οι πότες
Ταξίδεψαν και γύρισαν,
μεγάλωσαν απότομα
Καπνίζοντας τις νότες.»
Δεν απάντησα, βγήκε ο τηλεφωνητής, ήσουν εσύ.
Σταύρος Παρχαρίδης
—
«Εικόνων Λέξεις»: Η νέα στήλη της «Κ» και Σ. Παρχαρίδη προκαλεί και προσκαλεί καλλιτέχνες & αναγνώστες.

.
Απαθανατίστε στέλνοντας μας μια εικόνα και με αφορμή την φωτογραφία σας θα γραφτεί μια ιστορία στην “Κ” από τον Σταύρο Παρχαρίδη που αργότερα θα εκδοθεί σε ένα βιβλίο, έτσι οι «κρυφές ιστορίες αδάμαστων εικόνων» θα γίνουν ο σιωπηλός μάρτυς των λέξεων που κρύβουν οι εικόνες. Δείτε σχετικά εδώ.
..
Ακολουθήστε μας στα social media
..