«Εικόνων Λέξεις» – Κάθε Κυριακή στην «Κ»
.
Μια νουάρ ιστορία του σκηνοθέτη και ηθοποιού Σταύρου Παρχαρίδη* εμπνευσμένη από μια φωτογραφία που απέστειλε ο αναγνώστης μας Βασίλης Μπουρανής και ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της στήλης «Εικόνων Λέξεις».
.
Επεισόδιο πέμπτο: «Οι σκιές δεν δαγκώνουν»…
Δεν χώνευε καθόλου τα σαρανταπεντάρια, τα έβρισκε πολύ καθωσπρέπει γι’αυτήν την δουλειά . «Εργαλεία για όσους δεν έχουν γούστο» έλεγε και ο ήχος τους δεν ήταν αυτός που θα σε ικανοποιούσε, που θα ολοκλήρωνε με μια θριαμβευτική ιαχή το έργο σου. Είχε κι άλλους λόγους που δεν χώνευε τα σαρανταπεντάρια, ειδικά τώρα που ένα από αυτά ήταν κολλημένο στον αριστερό του κρόταφο, ο οποίος ίσα-ίσα άρχιζε να γκριζάρει κάνοντάς τον έτσι ακόμη πιο γοητευτικό. Το ερώτημα είναι αν μπορεί ο θάνατος να είναι γοητευτικός, έστω και με γρίζους κροτάφους. Γιατί “Θάνατος” ήταν το παρατσούκλι του στην πιάτσα . Όπως όμως και να έχει ένα είναι το μόνο σίγουρο, το κόκκινο του αίματος και η μυρουδιά του μπαρουτιού, δεν ταιριάζει καθόλου με την γοητεία του γκρίζου στον κρόταφο.
«Λοιπόν Μπιλ, πως σου φαίνεται το μέρος; Δεν μπορείς να πεις το Αφεντικό σε περιποιήθηκε με τον καλύτερο τρόπο, παρόλο που τον πρόδωσες. Δες σε τι ωραίο μέρος ο «Θάνατος» θα ανταμώσει τον θάνατο.» Ο Μπιλ δεν είπε τίποτα, δεν μιλούσε άλλωστε και πολύ και όταν το έκανε, έμοιαζε η ομιλία του περισσότερο με μουρμούρισμα, ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβει κανείς τι έλεγε και αυτό τον εκνεύριζε και δεν ήταν καθόλου καλό να εκνευρίσει κάποιος τον «Θάνατο». Γιατί το μόνο σίγουρο ήταν πως το «δάγκωμα» του ήταν κοντά. Σήμερα όμως τίποτα δεν θύμιζε τον Μπιλ ενός παρελθόντος, όχι και τόσο μακρινού. Από το περιβόητο «Θάνατο» είχε μείνει μόνο η σκιά του. Και οι σκιές, όπως είπε λίγο νωρίτερα ο υποψήφιος εκτελεστής του… δεν δαγκώνουν.
Καθώς το βλέμμα του ταξίδευε στην άκρη του ορίζοντα, εκεί που σχεδόν τέμνονταν με μια προκυμαία, το μυαλό του ταξίδεψε τρία χρόνια πίσω, την μέρα, η μάλλον τη νύχτα που είπε το πρώτο «όχι» στο αφεντικό, γνωρίζοντας πολύ καλά πως δεν θα υπήρχε ευκαιρία για δεύτερο.
Όταν ο Μπιλ έμπαινε σε έναν χώρο, το μόνο σίγουρο ήταν πως ο θάνατος εκείνη τη μέρα έπιανε δουλειά. Αυτό το ήξεραν όλοι στην πιάτσα γι αυτό και δεν τολμούσε κάποιος να μπει ανάμεσα σε αυτόν και το θύμα του. Όταν άνοιξε την πόρτα του καμπαρέ η μπόχα από το φτηνό λαθραίο ουίσκι και η καπνίλα από τα ακόμη πιο φτηνά πούρα του έφεραν αναγούλα. Ένιωσε να προσβάλλονται τα ρουθούνια του. Έπρεπε να τελειώσει την δουλειά και να φύγει να κάψει την καμπαρντίνα του, γιατί αυτή τη μπόχα δεν θα την πήγαινε με τίποτα στο σπίτι και μετά να κάνει ένα μπάνιο, απολαμβάνοντας καθώς μουλιάζει στην μπανιέρα, ένα ποτήρι καλό κρασί με μια φτηνή αλλά νόστιμη καλαμποκόπιτα παραγεμισμένη με μαύρα φασόλια και κόκκινη καυτερή πιπεριά, αγορασμένη με λίγες πεντάρες από ένα μεξικάνικο καταγώγιο.
Άρπαξε ένα ξερακιανό σερβιτόρο από το μανίκι «Την δεσποινίδα Κι που μπορώ να την βρω;» είπε μασημένα. Για καλή του τύχη ο σερβιτόρος ξεχώρισε το «Δεσποινίδα Κι» και έδειξε προς μια κατεύθυνση στο βάθος του μαγαζιού. Το τριανταοχτάρι που όταν άνοιγε το «στόμα» ξερνούσε μόνο ατσάλι και φλόγα ήταν ήδη στο χέρι του.
Όταν κατέβηκε τις σκάλες βρέθηκε σε μια μισοφωτισμένη σάλα όπου το όπιο είχε εθνική εορτή. Μια μεγάλης ηλικίας γυναίκα κινέζικης καταγωγής τον πλησίασε, είδε το πιστόλι, όμως δεν έχασε το κουράγιο της. «Πως μπορώ να βοηθήσω;» είπε κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Είσαι η Κι;» Η γυναίκα περισσότερο διάβασε τα χείλη του παρά άκουσε τι ξεστόμισε ο Μπιλ. «Όχι είμαι η κυρία Τσεν…» πήγε να πει κι άλλα όμως το βλέμμα του την σταμάτησε. Τότε εκείνη έκανε στην άκρη και με το χέρι έδειξε προς το μέρος μιας σερβιτόρας. Το χέρι που κρατούσε το τριανταοχτάρι, σηκώθηκε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, πριν κραυγάσει την μακάβριά του ιαχή, η Τσεν μπήκε ανάμεσα «Όχι εδώ κάνει κακό στην δουλεία και αυτό δεν θα αρέσει στο Αφεντικό, ότι είναι να κάνεις κάν’ το έξω.» είπε αυστηρά με την άθλια της προφορά, θαρρείς και δεν ήξερε σε ποιον μιλούσε. Ο Μπιλ την κοίταξε ήξερε να αναγνωρίζει τι ήταν αυτό που θα ενοχλούσε τον εργοδότη του και δεν είχε κανένα λόγο να χάσει τα πάντα για μια σερβιτόρα, σε ένα χαμαιτυπείο, μιας το ίδιο άθλιας πόλης. Άλλωστε είχε πάρει την απόφασή του αυτή θα ήταν η τελευταία δουλειά, μετά θα έφευγε μακριά χωρίς να ξέρει κανένας τίποτα. Τα είχε σχεδιάσει όλα μέχρι και τον θάνατό του. Αν και αυτό δεν ήταν σίγουρο ότι θα πιάσει. Είχε να κάνει με το Αφεντικό που ήταν και μέντοράς του. Ωστόσο δεν είχε τίποτα να χάσει.
Η Κι είχε έρθει πριν λίγους μήνες με ένα καμιόνι γεμάτο συμπατριώτες της. Ο αδερφός της είχε εξαφανιστεί. Όπως έμαθε λίγο αργότερα χρωστούσε πολλά στην Τσεν, έτσι έπρεπε να ξεχρεώσει αυτή το χρέος. Έπιασε δουλειά στο «Τυχερό κουλουράκι» το άθλιο μαγαζί της Τσεν. Δυστυχώς ο αδερφός της χρωστούσε και στο Αφεντικό και το γεγονός ότι κάποιος κατάφερε να εξαφανιστεί ζωντανός χωρίς να ξεπληρώσει αυτά που χρωστούσε έκανε κακό στην «εικόνα» του Αφεντικού. Μόνο μια σφαίρα στο κεφάλι της αδερφής του, θα έδινε σαφείς οδηγίες για το μέλλον των δικών τους ανθρώπων, σε όσους σκεφτόταν να κάνουν το ίδιο.
«Ε…Μπιλ που τρέχει το μυαλό σου; Σε ακούω, ποια θέλεις να είναι τα τελευταία σου λόγια;» Ο Μπιλ δεν απάντησε έμεινε να αφουγκράζεται τον αέρα ο οποίος είχε αρχίσει να δυναμώνει το ίδιο και η βροχή. Πάντα του άρεσε να αναλύει τις άπειρες αποχρώσεις του γρι και τώρα ήταν μια καλή ευκαιρία. Εκεί που όλοι έβλεπαν μονοτονία αυτός αντίκριζε χιλιάδες χρώματα. «Αν δεν έχεις να πεις τίποτα νομίζω πως ήρθε η ώρα Μπιλ, έχω γίνει μουσκίδι μέχρι το κόκκαλο». «Γιατί σκότωσες τον Μπλουμ;» ρώτησε τότε ο Μπιλ. «Αλήθεια τώρα; Σε ένα δευτερόλεπτο πεθαίνεις και ρωτάς γιατί σκότωσα εκείνο το κοπρόσκυλο; Και δεν ρωτάς τι θα γίνουν η γυναίκα σου και το παιδί σου;» είπε χασκογελώντας ο εκτελεστής του Μπιλ. «Η γυναίκα μου ξέρει να προσέχει τον εαυτό της και το παιδί μας, το ερώτημα είναι γιατί σκότωσες τον Μπλουμ;» «Γιατί μου δάγκωσε τα μπατζάκια το βρομόσκυλο, γι αυτό. Σε λυπάμαι Μπιλ δεν πίστευα ποτέ πως θα ήταν τόσο εύκολο να σε αιφνιδιάσω σε σκούριασε η οικογενειακή ζωή. Εσύ δεν είσαι ο «Θάνατος» είσαι η σκιά του». Δεν είπε άλλη κουβέντα ο εκτελεστής. Ψέλλισε όμως κάτι ο Μπιλ. «Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό κανείς δεν σκοτώνει τον Μπλουμ και μένει ατιμώρητος». «Να που ένας θα μείνει.» είπε ο εκτελεστής. Ο Μπιλ δεν απάντησε. Ο αέρας είχε κόψει το ίδιο και η βροχή «Ωραίος καιρός για να πεθάνει κανείς», είπε και έκανε λίγα εκατοστά πίσω. Ακούστηκε ο βρυχηθμός του όπλου όλα είχαν τελειώσει. Τώρα στο βασίλειο του ασπρόμαυρου και του γκρίζου με τις χιλιάδες του αποχρώσεις εισέβαλε το κόκκινο και όχι ένα οποιοδήποτε κόκκινο αλλά αυτό του αίματος. Το κόκκινο του θανάτου.
Το τριανταοχτάρι του «Θάνατου» ακούστηκε να βρυχάται στο σκοτεινό σοκάκι που δέσποζαν σκουπίδια και ποντίκια. Η Κι έπεσε στο βρόμικο στενό, ο σερβιτόρος που ο Μπιλ συνάντησε στην είσοδο, πέταξε με βιασύνη τα σκουπίδια και χάθηκε πίσω από κάτι σάπια ξύλινα τελάρα. Ο Μπιλ έβαλε το όπλο στην θήκη του και έσκυψε πάνω από το ματωμένο κορμί της Κι. Την σήκωσε και κουβαλώντας την σαν μωρό στην αγκαλιά του, χαθήκανε σαν σκιές στην βροχή. Καθώς έφευγαν ο σερβιτόρος ξεπρόβαλε το τρομοκρατημένο του πρόσωπο, πίσω από τα ξύλινα κασόνια. Βλαστήμησε την ώρα και την στιγμή που είδε αυτό που δεν έπρεπε. Τώρα κινδύνευε και ο ίδιος. Εκτός κι αν έλεγε τα πάντα στο Αφεντικό. Ήταν μια καλή ευκαιρία να δείξει την αφοσίωσή του, με το αζημίωτο φυσικά.
Ο σερβιτόρος στην θέα του σαρανταπενταριού που ήταν στραμμένο επάνω του, λύγισε πολύ πιο εύκολα, από ότι θα περίμενε κανείς. Είπε ότι είδε στο Αφεντικό και τον διαβεβαίωσε πως ο άντρας, γνωστός σαν «Θάνατος», πήρε την πυροβολημένη κοπέλα και χάθηκαν σαν σκιές στο σκοτάδι. Είπε επίσης πως ήταν σίγουρος πως ο «Θάνατος» αστόχησε. Το Αφεντικό ευχαρίστησε τον άντρα, έχωσε ο ίδιος στην τσέπη του σερβιτόρου ένα ματσάκι με λεφτά και αφού τον διαβεβαίωσε πως θα φροντίσει από δω και πέρα ο ίδιος την οικογένειά του, πάτησε την σκανδάλη και τίναξε τα μυαλά του ρουφιάνου στον αέρα. Υπήρχε ένας περίεργος κώδικας τιμής στον οποίο οι σπιούνοι δεν είχαν θέση . Ύστερα έδωσε εντολή να βρουν τον Μπιλ και να τον καθαρίσουν. Πράγμα που όπως αποδείχτηκε δεν θα ήταν καθόλου εύκολο, και απόδειξη για αυτό ήταν, πως οι έρευνες κόστισαν στο Αφεντικό χρήμα και τρία χρόνια έρευνας. Τελικά τον εντόπισαν σε ένα μικρό χωριό δίπλα σε μια τεχνητή λίμνη, όχι πολύ μακριά από την πόλη που ο Θάνατος κυριαρχούσε κάποτε στον υπόκοσμο.
Μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια είχαν αλλάξει πολλά και για το «Αφεντικό». Έμπαινε στον χώρο της πολιτικής, αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να νομιμοποιήσει τα παράνομα και ο Μπιλ ήταν ο μόνος ίσως που θα μπορούσε να καταστρέψει τα σχέδια του, μιας και έπαιρνε εντολές κατευθείαν από τον ίδιο το Αφεντικό. Έτσι η μόνη λύση ήταν ο θάνατος του «Θάνατου». Η «δουλειά» έπρεπε να γίνει διακριτικά και χωρίς πολύ κόσμο και την «δουλειά» ανέλαβε να φέρει σε πέρας ο νέος εκτελεστής του Αφεντικού, γνωστός με το ψευδώνυμο «Σαρανταπεντάρης», παρατσούκλι που δεν είχε καμιά σχέση με την ηλικία του, αλλά με το πιστόλι που χρησιμοποιούσε για να κάνει την δουλειά του, ένα σαρανταπεντάρι πιστόλι, ένα εργαλείο το οποίο ως γνωστόν ο Μπιλ δεν είχε σε καμιά εκτίμηση.
Άλλαξαν όμως πολλά και για τον Μπιλ, στα ίδια χρόνια έκανε στροφή στην ζωή του, παντρεύτηκε την γυναίκα που δεν σκότωσε, είχε ένα μικρό γιό , ένα σκύλο και ένα μαγαζί που πουλούσε άνθη στο κέντρο του χωριού που έμενε το ονόμασαν «Άνθη από την Κι». Η μόνη σχέση του «Θάνατου» με τον θάνατο πλέον, ήταν τα στεφάνια που ετοίμαζαν και πουλούσαν όταν γινόταν κάποια κηδεία. Όλα είχαν αλλάξει, όλα εκτός από ένα, την σιγουριά πως κάποια στιγμή το παρελθόν του θα τον κυνηγούσε. Γι αυτό και δεν έπαψε ποτέ να επαγρυπνεί, να είναι σε ετοιμότητα. Και επειδή ήξερε πως στο παιχνίδι της ζωής κερδίζει ο καλύτερα προετοιμασμένος εκπαίδευσε την γυναίκα με το σημάδι στον κρόταφο στο να μπορεί με οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες να πυροβολεί με επιδόσεις καλύτερες από αυτές ενός ελεύθερου σκοπευτή στον στρατό. Και η Κι αποδείχθηκε μεγάλο ταλέντο.
Ο Μπιλ έκανε λίγο πίσω, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μετά ένοιωσε τον αέρα μπροστά στο πρόσωπό του να πάλλεται από την σφαίρα που καρφώθηκε στο κεφάλι του «Σαρανταπεντάρη» .
«Δεν έπρεπε να πειράξεις τον σκύλο μου» είπε η Κι καθώς σηκωνόταν από τα βρεγμένα σανίδια της προκυμαίας, που είχε ξαπλώσει για να κάνει αυτό που της ζήτησε ο άντρας που της χάρισε την ζωή και στην συνέχεια μια οικογένεια. Σκούπισε την υγρασία των σανιδιών από τα ρούχα της και πέταξε το όπλο με την διόπτρα στα βαθιά νερά της λίμνης, σε λίγη ώρα το ίδιο έκανε και ο Μπιλ με το πτώμα, του μέχρι πριν λίγο εκτελεστή του.
Έπρεπε να φύγουν και από εκεί.. Ο Μπιλ ήξερε πολύ καλά πως σύντομα το Αφεντικό θα καταλάβαινε τι έγινε και το μόνο σίγουρο ήταν πως ποτέ δεν θα σταματούσε να τους κυνηγά. Πούλησαν τα πάντα και έφυγαν. Αυτή τη φορά, αρκετά μακριά ώστε να μην τους βρει ποτέ κανείς. Ούτε το Αφεντικό, το οποίο μέσα στην παραζάλη της νίκης του στις εκλογές της πόλης του, δεν πρόσεξε το πρόσωπο της σερβιτόρας που γλιστρώντας σαν σκιά ανάμεσα σε πόρνες και μεθυσμένους άντρες, του σέρβιρε το αγαπημένο του «σάκε»στο χαμαιτυπείο της Τσεν,η οποία πολύ θα ήθελε να απαλλαγεί από ένα αφεντικό που καθώς μεγάλωνε η δύναμή του παράλληλα δυνάμωνε και η απληστία του.Η γοητεία της εξουσίας μπορεί να σε κάνει απρόσεκτο. Και από αυτόν τον κανόνα δεν ξεφεύγει κανείς ούτε και αν είσαι το πάντα προσεκτικό Αφεντικό . Το οποίο δεν πρόσεξε ούτε τα πρόσωπα της Τσεν και ενός άντρα που σίγουρα θα του φαινόταν γνωστός και κάποτε του είπε «όχι». Τέλος δεν πρόσεξε την ελαφρός αλλοιωμένη γεύση στο «σάκε» που ήταν μόνο γι αυτόν. Λίγες ώρες μετά θα συναντούσε τον θάνατο στο κρεβάτι του κατά πως ταιριάζει σε έναν «αξιοσέβαστο» πολίτη, όπως είπε ο δήμαρχος στην κηδεία του.
Τη μέρα που η καρδιά του Μπιλ κουρασμένη από τα χρόνια ετοιμαζόταν να σταματήσει τους χτύπους της, εξω έβρεχε. Η γυναίκα η οποία έδωσε ψυχή στον «Θάνατο» τόλμησε να τον ρωτήσει γιατί τότε δεν….; Ο Μπιλ απλά γύρισε και την κοίταξε. Ήθελε να της απαντήσει πως ποτέ δεν θα σκότωνε έναν αθώο και αυτή ήταν πέρα για πέρα αθώα αλλά δεν το είπε. Άπλωσε το χέρι τράβηξε τα γκρίζα της μαλλιά και χάιδεψε το σημάδι στην άκρη του κεφαλιού της . Δεν είπε τίποτα. Παρά μόνο το όνομά της, Yīnyînk που ήταν το πραγματικό όνομα της Κι. Και στην μητρική της γλώσσα σημαίνει «Σκιά».
Έκλεισε τα μάτια. Στο μυαλό του ήρθε η εικόνα του ορίζοντα που αντάμωνε την προκυμαία και οι χιλιάδες αποχρώσεις του γκρι είχαν στήσει γιορτή σε ασπρόμαυρους τόνους. Εκεί που ο Μπιλ γνωστός και ως «Θάνατος» απέδειξε πως είναι λάθος να πιστεύει κανείς πως οι «σκιές» δεν «δαγκώνουν»….
Σταύρος Παρχαρίδης (4-1-2021)
Ευχαριστώ Βασίλη Μπουρανή για την φωτογραφία και την εμπιστοσύνη.
—
Δείτε όλες τις δημοσιευμένες ιστορίες των «Εικόνων Λέξεις» με μια ματιά, εδώ
—
«Εικόνων Λέξεις»:
Η νέα εβδομαδιαία (κάθε Κυριακή) στήλη του Kulturosupa.gr και Σταύρου Παρχαρίδη προκαλεί και προσκαλεί καλλιτέχνες & αναγνώστες.
.
Απαθανατίστε στέλνοντας μας μια εικόνα και με αφορμή την φωτογραφία σας θα γραφτεί μια ιστορία στην “Κ” από τον Σταύρο Παρχαρίδη που αργότερα θα εκδοθεί σε ένα βιβλίο, έτσι οι «κρυφές ιστορίες αδάμαστων εικόνων» θα γίνουν ο σιωπηλός μάρτυς των λέξεων που κρύβουν οι εικόνες. Δείτε σχετικά εδώ.
*Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος άρθρου, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη.
Φωτογραφικό υλικό