.
.
Μια ιστορία του Σταύρου Παρχαρίδη εμπνευσμένη από την φωτογραφία της αναγνώστριας Ελένης Αποστολίδου που ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις των «Εικόνων Λέξεις». Την ευχαριστούμε.
.
Επεισόδιο δεύτερο: «Καρδιά από πέτρα»…
Μια έκρηξη, που δεν ακούστηκε όσο μακριά θα περίμενε κανείς, ήταν αρκετή για να τον κάνει κομμάτια . Το τελευταίο πράγμα που πέρασε από το μυαλό του ήταν τα μουρμουρητά της, στις ήσυχες νύχτες του καλοκαιριού, μαζί με τα οργισμένα της ξεσπάσματα, στις θυελλώδεις μέρες του χειμώνα.
«Εμείς ζούμε αιώνια» της είπε και εκείνη του απάντησε «τίποτα δεν είναι αιώνιο ,ακόμη και εγώ». «Εμείς είμαστε και θα είμαστε» επέμενε ο Γκρίζος, περήφανος για την σκληράδα του. «Έχω δει μεγαλύτερους και πιο σκληρούς από σένα να πέφτουν» του απάντησε η Γαλάζια «τίποτα δεν είναι αιώνιο, ακόμη και θεούς είδα να χάνονται και να ξεχνιούνται, να τους τρώει η λήθη». Εκείνος δεν απάντησε. Ποτέ δεν απαντούσε όταν καταλάβαινε πως εκείνη είχε δίκιο. Από εγωισμό ή λόγω χαρακτήρα ή γιατί έτσι είχε μάθει, έτσι είχε σμιλευτεί, μέσα στον χρόνο. Δεν ήθελε και ίσως δεν έμαθε ποτέ να της απαντά. Προτιμούσε να την κοιτάζει από ψηλά, να την θαυμάζει κρυφά από την θέση του, αλλά να μην της το λέει, να την λατρεύει, να είναι ερωτευμένος μαζί της, χωρίς ποτέ να της το λέει.
Έτσι έμαθε;
Έτσι έπρεπε;
Έτσι έγινε.

Εκείνη πάλι από την πλευρά της, αιώνια νέα, όμως σοφή από το πέρασμα του καιρού, είχε μάθει την υπομονή. Ήξερε πως σιγά-σιγά θα τον έκανε να λυγίσει, να πέσει και έτσι να βρεθεί για πάντα, μέσα στην αγκαλιά της. Άλλωστε στο βάθος της ύπαρξής της ήξερε πως και εκείνος δεν μπορούσε μακριά της. Θυμόταν πως όταν κάποιες μέρες του χρόνου, έπρεπε να απομακρυνθεί από κοντά του, εκείνος έδειχνε θλιμμένος. Δεν το παραδεχόταν φυσικά. Όταν η Γαλάζια επέστρεφε, της μιλούσε για τα πάντα γύρω του εκτός από την ίδια. Εκείνη θύμωνε με αυτό και φούσκωνε, ξεσπούσε με μανία επάνω του. Άφριζε και πολλές φορές ορθώνονταν τόσο ψηλά, που τον κάλυπτε ολόκληρο. Το τρομερό της ξέσπασμα έμοιαζε περισσότερο με χτύπημα μίσους, κι όμως ήταν η μεγαλύτερη χαρά του Γκρίζου, ο μόνος τρόπος να νοιώσει το αγκάλιασμά της. Ένοιωθε τόσο μεγάλη ανακούφιση που ήταν εκεί κοντά του. Την λάτρευε έτσι όπως τον αγκάλιαζε οργισμένη. Δεν της το έλεγε ποτέ όμως και όταν εκείνη καταλάγιαζε, γαλήνια πια, ξάπλωνε ήσυχα στα πόδια του μουρμουρίζοντας τραγούδια, που είχε ακούσει στα πέρατα της γης, του έλεγε ιστορίες που άκουγε στο ψιθύρισμα ή στο ξέσπασμα του ανέμου. Στόλιζε την ύπαρξή του με κοράλλια, πότε πολύχρωμα και πότε μονόχρωμα. Εκείνος ένοιωθε βαθιά ευγνωμοσύνη για όλα αυτά, μα δεν της το έλεγε ποτέ. «Δεν μου μιλάς ποτέ για σένα» του είπε μια μέρα η Γαλάζια «στέκεις εκεί, αγναντεύεις, δεν μιλάς όμως, αλήθεια τι σου αρέσει από εκεί ψηλά…τι σου αρέσει να κοιτάς με τόση προσήλωση ώστε να μη μου δίνεις απολύτως καμία σημασία;».
«Θαυμάζω την απεραντοσύνη σου» ήθελε να της πει μα δεν το είπε «Είναι η ομορφιά σου καθώς γίνεσαι ένα με τον ορίζοντα» ήθελε να της πει, μα το μόνο που τόλμησε να ρωτήσει ήταν «Ποιος είναι αυτός που εκεί στο βάθος ανταμώνετε και μοιάζει να γίνεστε ένα;» Εκείνη δεν απάντησε αμέσως. Της άρεσε που στη σιωπή του διέκρινε ένα ίχνος ζήλιας. Μετά είπε «Τον λένε Ορίζον και είναι σαν αδερφός μου» «Ακόμη και τώρα… να… φαίνεται πως σε αγγίζει … Πώς το δέχεσαι;» ρώτησε ψυχρά ο Γκρίζος «Και σένα σε αγγίζει η Γαία αλλά εγώ δεν λέω τίποτα», «Η Γαία είναι κάτι σαν μάνα μου, δεν έχεις λόγους να ανησυχείς» . «Και μένα ο Ορίζοντας είναι σαν αδερφός μου. Μπορεί να φαίνεται πως σμίγουμε, αλλά αυτό δεν συμβαίνει ποτέ, πίστεψέ με». Ο Γκρίζος την κοίταξε και για μια ακόμη φορά δεν της είπε τίποτα και ας την πίστεψε.
Ο χρόνος είναι ο μόνος αθάνατος, ο μόνος αιώνιος, ο μόνος που φθείρει χωρίς να φθείρεται, ο μόνος που τα πάντα αλλάζουν γύρω του και εκείνος παραμένει βλέποντας και κρίνοντας. Ο μόνος που γνώρισε Θεούς και ανθρώπους. Ο μόνος που ξεγέλασε το θάνατο. Ο μόνος που ζει μέσα από τα πάντα- για πάντα. Είναι και ο μόνος που δεν συγχωρεί τα λάθη όσων έπεσαν στο αέναο βλέμμα του. Είναι δάσκαλος και δικαστής μαζί.

Ένα πρωινό έσκυψε πάνω από τον Γκρίζο «Βλέπεις την Γαλάζια που έχει απομακρυνθεί τόσο πολύ από σένα;» ο Γκρίζος δεν απάντησε «Είναι γιατί δεν έχεις καρδιά». Μίλησε και έφυγε, παρόλο που ήταν ακόμη εκεί.
Πράγματι εδώ και πολύ καιρό ο Γκρίζος μπορούσε να βλέπει την Γαλάζια αλλά δεν μπορούσε να την νοιώσει παρόλο που τώρα ήταν πολύ μεγαλύτερος από τότε που την είχε κοντά του.
.
«Έχεις καρδιά;» τον είχε ρωτήσει κάποτε ταραγμένη. Εκείνος δεν της απάντησε. Έμεινε σιωπηλός, όπως πάντα.
Τώρα, ήθελε να της φωνάξει δυνατά: «Ναι έχω…. κι ας είναι από πέτρα». Δεν το έκανε, παρακάλεσε όμως τον χρόνο, που ήταν ο μόνος που του μιλούσε πια, να τον βοηθήσει. «Με ποιον τρόπο;» ρώτησε εκείνος. «Με όποιον νομίζεις. Κάνε με κομμάτια, θρύψαλα, σκόνη αν γίνεται να ταξιδέψω στην πλάτη του Άνεμου να τη φτάσω, να την αγγίξω για μια τελευταία φορά, να γίνω ένα με εκείνη, να σμίξω μαζί της.»
Ο Χρόνος τον λυπήθηκε και έστειλε τους μόνους που δεν σέβονται την αιωνιότητα των πάντων και εκείνοι πραγματοποίησαν αυτό που κανένας δεν είχε καταφέρει μέχρι τώρα.
Η έκρηξη, που δεν ακούστηκε όσο μακριά θα περίμενε κανείς, μέσα σε ένα ξεφύσημα ανάσας, διέλυσε τον Γκρίζο, τον έκανε χιλιάδες κομμάτια, πολλά από αυτά πετάχτηκαν μακριά, τα πιο μεγάλα γίναν εφήμεροι μάρτυρες της αιωνιότητας, σπίτια, δρόμοι, αυλές. Ένα μικρό κομμάτι όμως, που δεν το πρόσεξε κανείς, πετάχτηκε στη μέση ενός μονοπατιού, που οδηγούσε στην κορυφή ενός ιερού βράχου, που κάποτε στέγασε τους Θεούς.
Η Ελένη που έβρισκε υπέροχο να περπατά στα μονοπάτια του βουνού των θεών, έσκυψε και πήρε στα χέρια της ένα κομμάτι πέτρα «Δες, μια καρδιά από πέτρα» σκέφτηκε, πήρε την πέτρα και την έβαλε στον σάκο της «Θα τη βάλω στην είσοδο, στο εξοχικό».
Οι εργάτες που έχτιζαν την πέτρα εκείνη την μέρα δεν ήρθαν, έβρεχε πολύ, δεν ήρθαν ούτε τις επόμενες, ήταν λες και ο ουρανός ήθελε να γίνει θάλασσα. Το νερό της βροχής έκανε αυλακιές στο χώμα μπροστά από τον πέτρινο φράχτη, που θα προστάτευε το σπίτι από τη Γαλάζια, που σαν είδε το κομμάτι βράχου σε σχήμα καρδιάς έκλαψε τόσο δυνατά που η μάνα της, η Φύση, κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. «Θα στην φέρω» της είπε. Δυνάμωσε τη βροχή, μεγάλωσαν τα αυλάκια και γίναν μικροί χείμαρροι κλέψανε τη γη κάτω από τις πέτρες, αυτές πρόθυμα ξάπλωσαν στο μουσκεμένο χώμα. Μαζί τους κατρακύλησε και η πέτρινη καρδιά.
Σαν την είδε η Γαλάζια αφήνιασε, έστειλε τα κύματά της και λίγο-λίγο την έφερε κοντά της. «Είχες καρδιά λοιπόν.» ψέλλισε δακρύζοντας. «Δεν είμαι πια ο Γκρίζος, μα μόνο η καρδιά του. Μια καρδιά από πέτρα που είναι για πάντα δικιά σου. Πάντα ήταν, αιώνια.»
Ξεψύχησε.
Η Γαλάζια την πήρε στα βάθη της. Την φύλαξε εκεί, για πάντα…
Σταύρος Παρχαρίδης (15-12-2020)
—
«Εικόνων Λέξεις»: Η νέα στήλη της «Κ» και Σ. Παρχαρίδη προκαλεί και προσκαλεί καλλιτέχνες & αναγνώστες.

.
Απαθανατίστε στέλνοντας μας μια εικόνα και με αφορμή την φωτογραφία σας θα γραφτεί μια ιστορία στην “Κ” από τον Σταύρο Παρχαρίδη που αργότερα θα εκδοθεί σε ένα βιβλίο, έτσι οι «κρυφές ιστορίες αδάμαστων εικόνων» θα γίνουν ο σιωπηλός μάρτυς των λέξεων που κρύβουν οι εικόνες. Δείτε σχετικά εδώ.
..
Ακολουθήστε μας στα social media
..