Μια ιστορία του Σταύρου Παρχαρίδη* εμπνευσμένη από την φωτογραφία του Δημήτρη Καρατζιά, Καλλιτεχνικού Διευθυντή πολυχώρου Vault, σκηνοθέτη, ηθοποιό. Τον ευχαριστούμε θερμά.
.
Επεισόδιο τρίτο: «Έλατο στην γυάλα»»…
Τα παγοπέδιλά του είχαν αφήσει τα χνάρια της ύπαρξης του στο φρέσκο χιόνι . Παγωμένος αέρας και πυκνό χιόνι παντού. Τώρα δυσκολευόταν ακόμη περισσότερο να περπατήσει, κάθε βήμα ήξερε πως ήταν ακόμη ένας χρόνος ζωής και αυτός είχε κάνει πολλά βήματα. Σταμάτησε και άνοιξε το μικρό σακίδιο που κρεμόταν στο στήθος του, έβγαλε το περιεχόμενό του. Το κοίταξε επίμονα για λίγο και μαζεύοντας ότι κουράγιο είχε ξεκίνησε ξανά. Ο χρόνος τελείωνε, σε λίγο θα ερχότανε Χριστούγεννα, έπρεπε να δείξει σε όλους πως αυτός είχε στα χέρια το πολυπόθητο πνεύμα των γιορτών, φυλακισμένο στην γυάλα της ματαιότητας: είχε αυτό, είχε τα πάντα.

Έκανε το επόμενο βήμα, έχασε την ισορροπία του, η γυάλα ξέφυγε από τα χέρια του και κατρακύλησε στην χαράδρα, που βρισκόταν ακριβώς μπροστά του, η πορεία της ήταν τρελή, όπως οι σκέψεις εκείνων που δεν έχουν τίποτα να πουν και απλά αλαλάζουν την γλώσσα της δύναμης, της στείρας λογικής, των αριθμών που δεν οδηγούν πουθενά, της αλήθειας, που έχει βάση το ψέμα. Όσο κι αν πάσχισε να την προλάβει δεν τα κατάφερε, η γυάλα χάθηκε στο αιώνιο λευκό της λήθης και δεν ήξερε κανείς τι θα απογίνει εκεί.
Τα φετινά Χριστούγεννα δεν θα ήταν όπως όλες τις άλλες χρονιές αυτό το λέγαν όλοι και όταν το πιστέψουν πολλοί του δίνουν δύναμη και συμβαίνει. Ο Δημήτρης δεν ήταν ένας από αυτούς πάντα του αρέσαν τα Χριστούγεννα έλεγε πως έβρισκε την αθωότητα της παιδικής του ηλικίας εκείνες τις μέρες. Τότε που κάναν παρέες και λέγαν τα κάλαντα από σπίτι σε σπίτι στην επαρχεία από όπου καταγόταν. Τώρα όλα αυτά έμοιαζαν μακρινά, αλλά είμαστε αυτό που ζήσαμε και αυτός τα είχε ζήσει όλα αυτά. Σκέφτηκε πως μια βόλτα στην πόλη θα του έκανε καλό.

Φέτος όμως η πόλη δεν έμοιαζε να είναι όπως άλλες φορές, τα μπαλκόνια ήταν πιο μουντά, πιο σκοτεινά. Ακόμη και τα λαμπιόνια, που κάποτε είχαν την τιμητική τους στα κάγκελα των διαμερισμάτων, φέτος ήταν λιγοστά. Οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν με το κεφάλι χαμηλωμένο λες και ντρεπόταν για κάτι, λες και ένοιωθαν ένοχοι για κάτι, λες και φοβόταν ο ένας τον άλλον. Τα έβλεπε όλα αυτά ο Δημήτρης και αναρωτιόταν τι είναι αυτό που έβαλε την ζωή όλων σε «γυάλα». Σίγουρα συνέβαιναν πολλά ασυνήθιστα τον τελευταίο καιρό, αλλά ήταν μόνο αυτό;
Χαμένος στις σκέψεις του, άφησε τα βήματά του να τον οδηγήσουν εκεί που η τύχη ήθελε. Έστριψε σε ένα στενό, μετά σε ένα άλλο και μετά σε ένα ακόμη, μικρότερο, που έβγαζε σε ένα αδιέξοδο. Στο τέλος του στενού είδε την βιτρίνα ενός μικρού μαγαζιού που έδειχνε γιορτινή κι ας ήταν πλακωμένη από την βαριά σκιά των οικοδομών. Η ταμπέλα έγραφε «Παλαιοπωλείον ο Χρόνος». Μπήκε μέσα, όλο το μαγαζί δεν ήταν παραπάνω από είκοσι τετραγωνικά. Παντού υπήρχαν πράγματα, ήταν αδύνατον να περπατήσει κανείς εκεί μέσα.

«Θα πάρεις κάτι ή ήρθες να μου πεις καλημέρα;» άκουσε μια φωνή, σε λίγο πίσω από ένα παλιό ρολόι πετάχτηκε ένα ψιλόλιγνος μεγάλης ηλικίας άντρας. «Θα πάρω» απάντησε σχεδόν άθελά του ο Δημήτρης και άπλωσε το χέρι έπιασε ότι υπήρχε μπροστά του. «Αυτό» είπε και το έδειξε στον παλαιοπώλη «πόσο κάνει;» ρώτησε και έβαλε το χέρι στην τσέπη να βγάλει χρήματα. «Ανάμεσα σε όλα όσα υπάρχουν εδώ μέσα εσύ διάλεξες το ‘’ Έλατο σε Γυάλα’’;» Ο Δημήτρης έκανε μια γκριμάτσα αντί για «ναι». «Εντάξει λοιπόν αν το θέλεις πολύ πάρ’ το, πάρ’ το για ένα κέρμα το πρώτο που θα βγάλεις από την τσέπη σου». Ο Δημήτρης έβαλε το χέρι στην τσέπη του μα όσο και να ψαχούλευε δεν έβρισκε κέρματα, το ίδιο και στην άλλη τσέπη «Δεν έχω δυστυχώς κέρματα, αυτά είναι αρκετά» είπε και πρότεινε ένα χαρτονόμισμα στον παλαιοπώλη. «Αυτό κάνει ένα κέρμα, δεν αγοράζεται με χαρτονόμισμα». «Τότε λυπάμαι, αλλά θα πρέπει να το αφήσω» απάντησε ο Δημήτρης και έκανε να ακουμπήσει την γυάλα στο ράφι. Ο γέροντας έξυσε με τον δείκτη το γένι του σαν να σκεπτόταν κάτι και αποφασιστικά είπε. «Στο χαρίζω». Ο Δημήτρης έκανε να μιλήσει ο παλαιοπώλης όμως τον πρόλαβε. «Το έχω αιώνες εδώ και κανείς δεν το διάλεξε. Σου ανήκει. Θέλω να μου κάνεις μια χάρη όμως» «Αν μπορώ». «Μπορείς. Το θέμα είναι αν θέλεις. Θέλεις;».
Ο Δημήτρης ακούμπησε το «ΕΛΑΤΟ ΣΕ ΓΥΑΛΑ» πάνω στο τραπέζι της κουζίνας ετοίμασε έναν καφέ και κοίταξε για αρκετή ώρα το απρόσμενο και περίεργο δώρο του παλαιοπώλη. «Την πάτησες μικρέ». Ακούστηκε μια φωνή η οποία συνέχισε να μιλά «Και μάλιστα την πάτησες για τα καλά.» Ο Δημήτρης κοίταξε τριγύρω του για να καταλάβει από που ερχόταν η φωνή. «Εγώ σου μιλάω ανόητε… εδώ… εεεε εδώ μέσα από την γυάλα… είμαι το έλατο». Ο Δημήτρης πετάχτηκε από την καρέκλα του. Δεν πίστευε στα αυτιά του. Έχω παραισθήσεις σκέφτηκε. Όμως η φωνή συνέχισε να του μιλά για ώρες, μέχρι που στο τέλος τον έπεισε πως δεν έχει πάθει κάποιο νευρικό κλονισμό.
Μίλησαν για ώρες. «Δηλαδή, θέλεις να μου πεις πως αν σε πάω εκεί όπου ανήκεις, θα γίνω ο πιο ισχυρός άνθρωπος στον κόσμο;». «Ακριβώς αρκεί να με φτάσεις εκεί άθικτο. Την τελευταία φορά δεν ήμουνα και τόσο τυχερός, έπεσα σε ατζαμή.». «Είσαι κάτι σαν το Τζίνι δηλαδή;» «Το τζίνι είναι μια φτηνή απομίμηση της αφεντιάς μου. Τρεις χάρες και σαχλαμάρες. Εγώ μπορώ να σε κάνω πανίσχυρο…λοιπόν το σκέφτεσαι ακόμα;» ο Δημήτρης δεν απάντησε «Δεν μου λες, πως νομίζεις ότι πέτυχαν αυτοί που πέτυχαν όσα πέτυχαν, πως κατάφεραν να μην αγκαλιάζει αδερφός τον αδερφό, μάνα το παιδί, παιδί τον πατέρα, πως κατάφεραν να σιωπήσουν οι μπάντες όλου του κόσμου, οι τενόροι να μην τραγουδούν, οι ηθοποιοί να μην παίζουν, οι ζωγράφοι να κλειδώσουν τα έργα τους στα ατελιέ, γιατί δεν έχουν που να τα δείξουν και σε ποιον. Για πες πως νομίζεις πως τα κατάφεραν; Έχουνε όλοι ένα Έλατο μέσα σε μια γυάλα». «Κάτι σαν και σένα δηλαδή;» ρώτησε ο Δημήτρης που δεν πίστευε πως έπιασε κουβέντα με ένα αντικείμενο. «Όχι σαν εμένα, εγώ βλέπεις είμαι Χριστουγεννιάτικο Έλατο και έχω την δύναμη που έχουν όλα τα άλλα έλατα μαζί. Εκείνα βλέπεις είναι απλά πνεύματα, εγώ είμαι το πνεύμα των Χριστουγέννων». Ακολούθησε μια μικρή σιωπή.

Τα παγοπέδιλά του είχαν αφήσει τα χνάρια της ύπαρξης του στο φρέσκο χιόνι . Παγωμένος αέρας και πυκνό χιόνι παντού. Τώρα δυσκολευόταν ακόμη περισσότερο να περπατήσει, κάθε βήμα ήξερε πως ήταν ακόμη ένας χρόνος ζωής και αυτός είχε κάνει πολλά βήματα. «Είμαι τόσο ανόητος που σε άκουσα, θα πεθάνω μόνος σε αυτήν την ερημιά» είπε στο Έλατο ο Δημήτρης κάνοντας με κόπο ακόμη ένα βήμα. «Ναι αλλά να θυμάσαι τι σου είπε ο παλαιοπώλης που πίστεψε με έχει δει πολλά, καλά που σου είπα να πάρεις παγοπέδιλα». «Και τι θέλεις τώρα να σου πω ευχαριστώ;» «Εξαρτάται από το πόσο πολύ θέλεις να γίνεις πανίσχυρος. Βγάλε με να δω που βρισκόμαστε και να με κρατάς καλά, εντάξει;» Ο Δημήτρης άνοιξε τον σάκο του και έβγαλε το γυάλινο βάζο. Τότε μέσα από το βάζο ακούστηκε μια κραυγή χαράς.
Στο υπόγειο κάστρο από πάγο, τα ράφια που ήταν φτιαγμένα από παγοκολόνες ήταν γεμάτα από βάζα που το κάθε ένα είχε μέσα του ένα έλατο.
«Είδες που σου έλεγα ότι θα τα καταφέρουμε» είπε το Ελατό και συνέχισε. « Τώρα ότι βλέπεις γύρω σου είναι δικό σου, είσαι ο μόνος θνητός με τα περισσότερα φυλακισμένα πνεύματα στον κόσμο. Μπορείς να είσαι περήφανος για τον εαυτό σου μπορεί να μην το καταλαβαίνεις αλλά κυβερνάς πια τον κόσμο» «Γιατί ο παλαιοπώλης ήθελε να σε φέρω εδώ; Γιατί σε χάρισε σε μένα;» «Ξεκούτιανε με τα χρόνια και πίστεψε πως εσύ είσαι κάτι το διαφορετικό. Λοιπόν πως νοιώθεις τώρα που είσαι παντοκράτορας; Αν υπήρχαν ξεκούραστοι ποιητές θα γράφανε ποιήματα για σένα, αλλά το πνεύμα τους είναι κλεισμένο εκεί, βλέπεις το έλατο που μοιάζει με πένα; Αυτό είναι το πνεύμα τους Σήκωσε με τώρα ψιλά να θαυμάσω την παντοδυναμία σου.» .«Το βλέπω». Είπε ο παντοκράτορας και σηκώνοντας το βάζο με το δεξί του χέρι ένα μειδίαμα ικανοποίησης, αυταρέσκειας και υπερηφάνειας, σκαρφάλωσε στο πρόσωπό του. Ναι ήταν ο θνητός που κυριάρχησε στο σύμπαν της σκέψης και της θέλησης όλων των άλλων. Ήταν αυτός που νίκησε τον χρόνο . «Το βλέπω» επανέλαβε και έσφιξε ακόμη περισσότερο το χέρι του γύρο από το βάζο που μέσα του ήταν το έλατο των Χριστουγέννων. Το έσφιξε τόσο γερά σαν να ήθελε να του πάρει και την τελευταία ανάσα. Ύστερα σήκωσε το βάζο ακόμη πιο ψηλά «Δες…δες την παντοδυναμία μου» ούρλιαξε γεμάτος σιγουριά για την δύναμή του. Μετά άνοιξε τα δάχτυλά του και άφησε το βάζο να πέσει, αυτό βρόντηξε με δύναμη στο παγωμένο δάπεδο και έγινε θρύψαλα. Την ίδια στιγμή όλα τα βάζα που υπήρχαν παντού έγιναν και αυτά θρύψαλα. Οι παγοκολόνες που στήριζαν τον παγωμένο θόλο άρχισαν να ραγίζουν το ίδιο και το πάτωμα από πάγο. Όλα άρχισαν να καταρρέουν τριγύρω. Εκεί, γιατί αλλού…

Οι παππούδες αγκάλιασαν τα εγγόνια τους. Οι γιατροί βγάλανε τις ποδιές τους. Οι μανάδες τύλιξαν τα κασκόλ στο λαιμό των παιδιών τους και τους έβαλαν στην χούφτα το τρίγωνο για να ψάλουν τα κάλαντα. Οι πένες των ποιητών άρχισαν να γράφουν. Τα σκαρπέλα των γλυπτών άρχισαν να σκαλίζουν την πέτρα το μάρμαρο, οι συγγραφείς έγραψαν απίστευτες ιστορίες τις οποίες έπαιξαν ηθοποιοί, τραγούδησαν πριμαντόνες και τενόροι. Οι νότες ισορροπήσαν ξανά στα πεντάγραμμα και οι μπάντες ακούστηκαν παντού. Οι φιλόσοφοι διαφώνησαν και οι ρήτορες αγόρευαν τις αλήθειες τις ζωής και οι μπαλαρίνες έκαναν το πλήθος να δακρύσει από συγκίνηση.
«Κύριε αν δεν έχετε κέρμα δεν πειράζει σας το κάνω δώρο αρκεί να μου κάνεις μια χάρη», «Τι χάρη;» ψέλλισε ο Δημήτρης που ένοιωθε να έχει πέσει σε λήθαργο για ώρα. «Μπορείς να κάνεις στην άκρη τα πιτσιρίκια θέλουν να πούνε τα κάλαντα».
«Καλήν ημέρα άρχοντες κι αν είν…κι αν είναι ορισμό σας….»
Περπάτησε για ώρες στους δρόμους και τα στενά της πόλης παντού τραγούδησε τα κάλαντα μια κυρία από ένα μπαλκόνι του πέταξε ένα κέρμα «Και του χρόνου με υγεία» του είπε. Ο Δημήτρης σταμάτησε και κοίταξε το βάζο έβγαλε το καπάκι από φελλό «Ήξερα πως θα τα καταφέρεις» άκουσε το έλατο να του λέει.
Πέταξε το γυάλινο βάζο και κράτησε για πάντα το έλατο.
—
Από μένα και το Θέατρο Μαίωτρον Χρόνια σας πολλά, με υγεία και του χρόνου όλοι μαζί! Δημήτρη σε ευχαριστώ για την υπέροχη φωτογραφία και την εμπιστοσύνη. Χρόνια Πολλά.
.
Σταύρος Παρχαρίδης (24-12-2020).
—
«Εικόνων Λέξεις»:
Η νέα στήλη της «Κ» και Σ. Παρχαρίδη προκαλεί και προσκαλεί καλλιτέχνες & αναγνώστες.

.
Απαθανατίστε στέλνοντας μας μια εικόνα και με αφορμή την φωτογραφία σας θα γραφτεί μια ιστορία στην “Κ” από τον Σταύρο Παρχαρίδη που αργότερα θα εκδοθεί σε ένα βιβλίο, έτσι οι «κρυφές ιστορίες αδάμαστων εικόνων» θα γίνουν ο σιωπηλός μάρτυς των λέξεων που κρύβουν οι εικόνες. Δείτε σχετικά εδώ.
*Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος άρθρου, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη.
Φωτογραφικό υλικό