Από τη στήλη «Drama for Life» της Δέσποινας Καλαϊτζίδου για την Κουλτουρόσουπα.
«Δεν κάνεις πια, σου λέω δεν κάνεις / άλλο πια, παπούτσι μαύρο / που μέσα του έζησα σαν πόδι», ξεκινάει το ποίημά της η ποιήτρια Σύλβια Πλαθ. Σε ένα ποίημα γεμάτο μεταφορές και εικόνες, όταν το πρωτοδιάβασα μου έκαναν εντύπωση τα άγρια συναισθήματα και οι εικόνες τρόμου της αφηγήτριας. «Μπαμπά, έπρεπε να σε σκοτώσω. Πέθανες και χρόνο πια δε βρίσκω», συνεχίζει. «Βαρύς σαν μάρμαρο, μια βαλίτσα γεμάτη Θεό». Διαβάζοντάς το, αναρωτήθηκα: ποια είναι αυτή η γυναίκα που ταυτόχρονα εκθειάζει αλλά και καταδικάζει τον πατέρα της, τον οποίο και έχασε όταν εκείνη ήταν μικρή;

Η Σύλβια Πλαθ συγκαταλέγεται στις εξομολογητικές ποιήτριες και θα δούμε πολλά βιογραφικά της στοιχεί αστο Daddy, όπως για παράδειγμα η γερμανική καταγωγή του πατέρα της, Όττο Πλαθ, και ο θάνατός του όταν η κόρη του ήταν οχτώ χρονών. Ακόμα και στον τρόπο που πέθανε ο πατέρας της αναφέρεται, όταν τον περιγράφει σαν «άγαλμα στοιχειωτικό με ένα μαύρο δάχτυλο στο πόδι», καθώς ο πατέρας της πέθανε από γάγγραινα. Προς το τέλος του ποιήματος, θα δούμε και την εμφάνιση του άντρα της, Τεντ Χιούζ, με τον οποίο ήταν παντρεμένη για επτά χρόνια, που αποκαλεί: «τον βρικόλακα που ‘λεγε πως ήσουν εσύ / Και μου έπινε το αίμα για ένα χρόνο ολόκληρο, / Κι αν θες να ξέρεις, για εφτά». Είναι πλέον γνωστό πως ο βραβευμένος ποιητής είχε εξωσυζυγική σχέση κι ότι την κακοποιούσε ακόμα και όσο εκείνη ήταν έγκυος και μάλιστα γνωρίζοντας πως η ίδια πάσχει από ψυχική ασθένεια. Η Πλαθ πήρε τη ζωή της το 1963. Ενδιαφέρον ίσως να προκαλεί ότι στον τάφο της ο Χιουζ επέμεινε να μπει το όνομά της ως «Sylvia Plath Hughes», κάτι που αργότερα οπαδοί της Πλαθ φρόντισαν να «ξύσουν» από τη μαρμάρινη πλάκα, ξανά και ξανά.

Πέραν όμως από τα βιογραφικά στοιχεία, το ποίημα περιέχει μια πολύ έντονη καταδικαστική γλώσσα ενάντια στο αρχέτυπο της εξουσιαστικής πατρικής φιγούρας. Αυτός είναι και ο λόγος που το προτείνω σαν μονόλογο ή σαν βάση για μονόλογο, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών έχουν υποστεί αυτόν τον χαρακτήρα στη ζωή τους, είτε σαν πατέρα, είτε σαν βρικόλακα-σύντροφο. «Every woman adoresa Fascist». «Κάθε γυναίκα λατρεύει έναν Φασίστα», γράφει, και μόλις το διάβασα ένιωσα μια αποστροφή. Όχι, δεν είναι έτσι, δεν μπορεί… Χρόνια μετά, διάβασα τις γραμμές αυτές αλλιώς. Η αφηγήτρια αναφέρεται κατά τη γνώμη μου στο σκοτεινό κομμάτι της Γυναίκας που θέλει την υποταγή, κομμάτι που υπάρχει και στον άντρα, βέβαια, αλλά στις γυναίκες έχει αναχθεί σχεδόν σαν δεύτερη φύση τους, τόσο από τη θρησκεία όσο και από την κοινωνία. Δεν είναι τυχαίο που η αφηγήτρια αναφέρεται στον πατέρα της με στοιχεία του τρίτου ράιχ και παρομοιάζει την ίδια με εβραία και τσιγγάνα. Αυτή η διαβολική πατρική φιγούρα ήθελε να την εξολοθρεύσει, ή τουλάχιστον αυτό έβλεπαν τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού, ή τα μάτια της μνήμης.

Το ποίημα αυτό πιστεύω ότι θα μπορούσε να γίνει κομμάτι μιας παράστασης με θέμα τον Πατέρα. Πόσο δυνατό είναι αυτό το πρότυπο! Και πόσος πόνος και θυμός υπάρχει στην αφηγήτρια γιατί πουθενά δεν μπόρεσε να βρει, όπως φαίνεται, τη στοργή που βιολογικά αποζητάει ένα παιδί από τον πατέρα του… Εγώ σας προτείνω μια μετάφραση που έγραψα πριν από χρόνια. Μπορεί να δείτε μια άλλη όψη του Πατέρα από εκείνη που γνωρίζετε, ή μπορεί να αναγνωρίσετε εικόνες και από την ίδια σας τη ζωή, είτε είστε γυναίκες είτε άντρες. Για τον οποιοδήποτε «μπαμπά» της ζωής σας, την αυθεντία, το θεό,τον άνθρωπο που κάποτε σας εξουσίαζε ή σας εξουσιάζει ακόμα.
Μπαμπά
Δεν κάνεις πια, σου λέω δεν κάνεις
άλλο πια, παπούτσι μαύρο
που μέσα του έζησα σαν πόδι
για τριάντα χρόνια, καημένο, λευκό
μόλις που τολμούσα να ανασάνω ή να φταρνιστώ
Μπαμπά, έπρεπε να σε σκοτώσω.
Πέθανες και χρόνο πια δε βρίσκω –
Βαρύς σαν μάρμαρο, μια βαλίτσα γεμάτη Θεό,
Άγαλμα στοιχειωτικό με ένα μαύρο δάχτυλο στο πόδι
Μεγάλο σαν φώκια στο Σαν Φρανσίσκο
Κι ένα κεφάλι στα νερά του φριχτού Ατλαντικού
Όπου χύνεται στο κυανό το πράσινο του φασολιού
Στα νερά έξω απ’ το όμορφο Νόσετ
έκανα προσευχή παλιά για να σε βρω
Ach, du.
Στη γλώσσα τη Γερμανική, την πόλη την Πολωνική
Ισοπεδωμένη από οδοστρωτήρα
πολέμων, πολέμων, πολέμων.
Μα το όνομα της πόλης απ’ τα κοινά.
Ο Πολωνός φίλος μου
Λέει πως υπάρχουν καμιά εικοσαριά
Κι έτσι δεν μπόρεσα ποτέ να ξεχωρίσω
Πού πάτησες το πόδι σου, τη ρίζα σου,
Ποτέ δεν μπορούσα να σου μιλήσω.
Η γλώσσα κολλημένη στο σαγόνι.
Κολλημένη σε μια συρματόπλεκτη παγίδα
Ich, ich, ich, ich,
Μετά βίας έβγαζα φωνή.
Νόμιζα πως κάθε Γερμανός ήσουν εσύ.
Και η γλώσσα αισχρή.
Μια ατμομηχανή, μια ατμομηχανή,
Να με ξαποστέλνει σαν Εβραία.
Μια Εβραία στο Νταχάου, Άουσβιτς, Μπέλσεν.
Άρχισα να μιλάω σαν Εβραία.
Νομίζω πως μπορεί να ‘μαι όντως Εβραία.
Τα χιόνια του Τυρόλου, η διάφανη μπύρα της Βιέννης
Δεν είναι και πολύ αγνά ή αληθινά.
Με μια τσιγγάνα πρόγονο και τη λοξή μου τύχη
Και την τράπουλα Ταρό, την τράπουλα Ταρό
Εβραία πως είμαι θαρρώ.
Πάντα σε φοβόμουν, εγώ,
Με τη Λουφτβάφε σου, τα ακαταλαβίστικά σου.
Το περιποιημένο σου μουστάκι
Και το Άριο μάτι, ανοιχτό θαλασσί.
Άρμα τεθωρακισμένο, άνθρωπος-Panzer ήσουν εσύ –
Δεν είσαι Θεός αλλά σβάστικα
Τόσο μαύρος που κανείς ουρανός δεν μπορεί να φανεί.
Κάθε γυναίκα λατρεύει έναν Φασίστα,
Την μπότα στο πρόσωπο, την κτηνώδη
Κτηνώδη καρδιά ενός κτήνους όπως εσύ.
Στέκεσαι μπροστά στον μαυροπίνακα, μπαμπά μου,
Στη φωτογραφία που έχω από σένα
Μια χαρακιά στο πιγούνι κι όχι στο πόδι
Μα όχι λιγότερο διαβολικός, όχι, καθόλου
Λιγότερο ο μαύρος άνδρας που
Δάγκωσε σκίζοντας στα δυο την όμορφη καρδιά μου.
Όταν σε θάψανε ήμουν δέκα χρονών
Στα είκοσι προσπάθησα να αυτοκτονήσω
Και να γυρίσω σε σένα πίσω, πίσω, πίσω.
Νόμιζα πως και στα κόκαλά σου μόνο μπορούσα να αρκεστώ.
Αλλά με τράβηξαν από το σάκο,
Και μ’ ένωσαν ξανά με κόλλα.
Και τότε ήξερα τι έπρεπε να κάνω.
Έφτιαξα κάποιον που σου μοιάζει σε όλα,
Έναν άνδρα στα μαύρα με ύφος Οαγώνμου
Και μια αγάπη για βίδα και τροχό.
Και είπα δέχομαι κι εγώ, κι εγώ.
Γι’ αυτό, μπαμπά, τελείωσα με σένα επιτέλους.
Το μαύρο τηλέφωνο ξηλώθηκε απ’ τη ρίζα
Και οι φωνές δεν τρυπώνουν πια απ’ την πρίζα.
Αφού σκότωσα έναν άνδρα, σκοτώνω και δυο –
Τον βρικόλακα που ‘λεγε πως ήσουν εσύ
Και μου έπινε το αίμα για ένα χρόνο ολόκληρο,
Κι αν θες να ξέρεις, για εφτά.
Μπαμπά, τώρα μπορείς να ξαπλώσεις άνετα.
Υπάρχει ένα παλούκι στη μαύρη σου χοντρή καρδιά
Και πατάνε πάνω σου τώρα και χορεύουνε όλοι μαζί.
Στο χωριό σου τα είχαν μαζεμένα.
Πάντα ήξεραν πως ήσουν εσύ.
Μπαμπά, μπαμπά, ρε μπάσταρδε, τελείωσα με σένα.
Σύλβια Πλαθ (1932-1963)

«Drama for Life»
Κάθε 5 και 25 του μηνός.
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media
..