«Εικόνων Λέξεις»
– Κάθε Κυριακή στο Kulturosupa.gr
.
.
Μια ιστορία του σκηνοθέτη και ηθοποιού Σταύρου Παρχαρίδη* εμπνευσμένη από φωτογραφίες που απέστειλε η συγγραφέας Ελένης Σταθοπούλου και του φωτογράφου Παναγιώτη Σταθόπουλου και ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της στήλης «Εικόνων Λέξεις» (για συμμετοχή, δείτε παρακάτω).
.
Επεισόδιο δέκατο έβδομο: «Ατενίζοντας τον χρόνο»
Όταν η πρώτη πέτρα ακούμπησε τη γη, για να γίνει θεμέλιο, που θα στέγαζε ζωές, όνειρα και ελπίδες, δεν φανταζόταν πως θα γινόταν σιωπηλός μάρτυρας μιας πορείας στην φθορά αλλά και την εξέλιξη, τη δημιουργία, τη ζωή.
«Πάντα ανοιχτά τα παραθύρια, ορθάνοιχτα να μπαίνει το φως του ήλιου, να βλέπεις την βροχή να απολαμβάνεις την σιωπηλή γιορτή του λευκού καθώς πέφτει το χιόνι. Ποτέ δεν πρέπει να ‘ναι τα παράθυρα σφαλιστά, είναι σαν να κλείνεις τα μάτια παιδιού, που προσπαθεί να περάσει αερογέφυρα πάνω από γκρεμό. Ακόμη και στον κίνδυνο, καλό είναι να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά και για το σπίτι, τα παράθυρα είναι τα «μάτια». Κλειστά παράθυρα για καιρό μόνο θάνατο, φόβο, εγκατάλειψη μπορεί να σημαίνουν. Τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο.»

Αυτά έλεγε στα λιανοπαίδια η γυναίκα, που ο χρόνος την σεβάστηκε, αν και για να τον θυμάται της άφησε κουσούρια. Ένα από αυτά ήταν πόδια βαριά, για να μην μπορεί εύκολα της σκάλες να κατέβει, έτσι στεκόταν με τις ώρες στο παραθύρι και αγνάντευε έξω. Καμιά φορά το βλέμμα της στεκόταν για ώρα στο ίδιο σημείο. Όλοι νόμιζαν πως ο χρόνος πείραξε και το μυαλό της. Εκείνη όμως απλά αγνάντευε, πότε τους περαστικούς, πότε την γειτονιά, πότε τα λέλουδα στην αυλή και όσο περνούσε ο καιρός πιότερο ατένιζε τον χρόνο. Όχι μόνο τον ατένιζε, μα έπιανε και κουβέντα μαζί του. Τον ρωτούσε πως τα καταφέρνει και ενώ όλα γύρω του μεγαλώνουν, αυτός μοιάζει πάντα νέος. Εκείνος πάλι παραπονιόταν για το πόσο πολύ μοναξιά και θλίψη νοιώθει καθότι παντοτινός, έχανε φίλους και ότι άλλο γνώριζε και συναντούσε στο διάβα του.
Μια μέρα η γυναίκα σκέφτηκε «Τι άραγε θα μείνει, όταν εγώ θα φύγω;». Ήταν τόσο δυνατή η σκέψη της που η πρώτη πέτρα στα θεμέλια του σπιτιού ένοιωσε αναταραχή. Έδωσε φωνή στο σπίτι και εκείνο με την σειρά του μίλησε στην κυρά. «Δεν φεύγεις ποτέ κυρά, αυτή είναι η αλήθεια. Μένεις για πάντα εδώ και γω μπορώ τούτο να στο πω με σιγουριά. Σε είδα να γεννιέσαι, άκουσα το πρώτο σου κλάμα, να θηλάζεις το μητρικό γάλα, το πρώτο σου χαμόγελο θαύμασα και το πρώτο σου γέλιο άκουσα. Σε θυμάμαι στο παραθύρι μου να στέκεις παιδούλα και να ατενίζεις όπως και τώρα. Τα σανίδια μου ένοιωσαν το ελαφρύ σου βάδισμα. καθώς έτρεχες στο παράθυρο, με την ελπίδα πως ο νιος που περνά, είναι αυτός που λαχταρούν τα μάτια σου να δουν. Είδα και άλλα πολλά, σαν φύγεις από δω πάλι εδώ θα είσαι.» Ένοιωσε ανακούφιση η κυρά και έδωσε μια υπόσχεση στο σπίτι. «Και να φύγω εδώ θα είμαι».
Δεν ήταν καλή για κανέναν η μέρα που η κυρά «άφησε» το σπίτι για πάντα. Δάκρυσαν όλοι, δάκρυσε και ο χρόνος που έχασε μια σπουδαία ύπαρξη από την στράτα του. Σκοτείνιασε για λίγο και το σπιτικό της, έκλεισαν βλέπεις τα παράθυρα για καιρό και τυφλό έμεινε το σπίτι. Βουβό και μόνο αφέθηκε στο πέρασμα του χρόνου και εκείνος ήθελε δεν ήθελε έκαμε την μόνη δουλειά που ήξερε να κάμει, έφερε την φθορά.
Στο πέρασμα του καιρού άλλαξαν όλα. Πιότερο χρώμα μπήκε παντού, νέες φωνές, νέες ανάσες πιο ξεκούραστες ζωντάνεψαν το σπίτι. Τα παράθυρα άνοιξαν και το σπιτικό ξαναβρήκε το φως του. Έγιναν γάμοι και βαφτίσια. Γλέντια για να γιορτάσουν τα ονόματα όσων έμεναν τώρα εκεί. Το σπίτι, που στην αρχή του είχε μαγαζιά, έγινε κέντρο διερχομένων, που έβρισκαν αυτό που έψαχναν στα ράφια του. Ο πλούτος γέμισε τα αμπάρια του. Αυτά με την σειρά τους έδωσαν τροφή σε μικρούς και μεγάλους. Τα παιδιά σπούδασαν και για να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα, έφυγαν από το σπίτι.

Έμειναν μόνο οι μεγάλοι. Χαιρόταν όλοι, χαιρόταν και η κυρά.
Μέχρι τη στιγμή που οι μεγάλοι έφυγαν και αυτοί με την σειρά τους. «Ποιον έχεις σύντροφο τώρα;» Ρώτησε το σπίτι την κυρά που ενώ έφυγε πριν πολλά χρόνια, ήταν ακόμη εκεί. «Την προσμονή» απάντησε εκείνη. «Και τι περιμένεις από εκείνη σαν φανεί;» Ρώτησε πάλι το σπίτι. «Να δω τα χαγιάτια γεμάτα κόσμο, να στέκουν και να καμαρώνουν περήφανα που πάνω τους πάτησαν τόσων γενεών πόδια. Να δω μάνα να ξαποσταίνει στην καρέκλα, που κάποτε ξαπόσταινα και γω. Εκεί κάτω στην κουζίνα με το μεγάλο τζάκι, που για χρόνια φιλοξενούσε το τσουκάλι, που έθρεψε κορμιά και μυαλά. Τέλος περιμένω να ανοίξουν και πάλι τα παραθύρια, να σταθώ μπροστά, όπως παλιά, να ατενίσω τον χρόνο που από ασπρόμαυρος έγινε στο πέρασμά του πολύχρωμος μα έμεινε ίδιος.» Δεν είπε τίποτε το σπίτι εκτός από λίγες κουβέντες «Το ίδιο θέλω και γω.» «Και ‘γω το ίδιο θέλω» ακούστηκε ο χρόνος. «Δεν κάνουν τα χρώματα την ζωή, αλλά οι άνθρωποι. Τους ξέρω, τους ζω από τότε που πρωτόπλαστοι βάδισαν ξυπόλητοι στο απαλό γρασίδι του παραδείσου και μετά στο σκληρό χώμα πέρα από αυτόν.» συμπλήρωσε. «Μα ξέρεις τι μου λείπει πιο πολύ; Να σταθείς στο παραθύρι κυρά και να ατενίζεις το πέρασμά μου, όχι για μένα τόσο, αλλά γιατί ξέρω πως όσο πιο πολύ το κάμεις, τόσο πιο πολύ ζωή έχεις και συ και το σπιτικό σου.» «Είναι αλήθεια κυρά όσα είπε μόλις τώρα ο χρόνος;» είπε το σπίτι. Τότε βρυχήθηκε από τα θεμέλια η πρώτη πέτρα. «Είναι, μα ίσως η κυρά δεν τα είπε όλα» «Σαν τι δεν είπα;» Απόρησε η κυρά «Δεν μας είπες γιατί στεκόσουν με τις ώρες στο παραθύρι.» «Για τη στιγμή στεκόμουν.» «Ποια στιγμή;» απόρησε με την σειρά της η πέτρα στο θεμέλιο. «Πες μας για την στιγμή που λες», ψέλλισε γεμάτος αγωνία ο χρόνος. «Είναι η στιγμή που αναρωτιέσαι τι είναι ο χρόνος και τι είμαστε εμείς μέσα στον χρόνο. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πως εμείς τελικά είμαστε αυτά που κάνουμε, αυτά που αφήνουμε πίσω. Είμαστε αυτά που είπαμε, αυτά που δώσαμε και αυτά που πήραμε.
.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς εμείς είμαστε ο χρόνος, εμείς είμαστε ακόμη και ο τόπος τι είναι ο τόπος χωρίς εμάς; Τι είναι ο χρόνος χωρίς την ύπαρξή μας. Άδειασε το σύμπαν από την ύπαρξή μας και θα πάψει να υπάρχει. Υπάρχει ο χρόνος γιατί υπάρχουμε, έχει σημασία ο χρόνος γιατί τον κάνουμε να έχει. Ο χρόνος τελικά δεν είναι τίποτα παραπάνω από εμάς. Οπότε σαν ατενίζεις τον χρόνο, ατενίζεις τον εαυτό σου. Αν σου αρέσει ο χρόνος που πέρασε, σου αρέσει και ο εαυτός σου. Αν πάλι δεν σου αρέσει, είσαι εσύ που δεν ικανοποιείσαι με αυτό που στον εαυτό σου βλέπεις. Να γιατί δεν θα φύγει κανείς από εδώ που είμαστε. Γιατί εμείς είμαστε το «εδώ», εμείς το «τώρα», εμείς είμαστε όμως και το «τότε», το «κάποτε» και σίγουρα αν δεν αφήσουμε κάτι πίσω μας γινόμαστε το «ποτέ». Τελικά την νεότητά σου χρόνε παντοτινέ, την χρωστάς σε μας τους πρόσκαιρους.»
Χαμογέλασε ο χρόνος σαν άκουσε αυτά που είπε, πριν φύγει για πάντα η κυρά.
Και η κυρά ατένισε για πάντα τον χρόνο.
Το σπίτι γέμισε φως.
Αυτά είπαν μόνο και βουβάθηκαν όλοι. Μέχρι κάποιο απόγευμα που ξανάρθαν ψυχές και άνοιξαν διάπλατα πόρτες, παράθυρα και είδε φως το σπιτικό. Παρόν και παρελθόν μαζί, φθορά και αφθαρσία πλάι-πλάι. Τα χαγιάτια ένοιωσαν πέλματα ξανά, το τρίξιμο από τα παλιά σανίδια έμοιαζε με μελωδία. Μέχρι και στο παραθύρι στάθηκε μια μικρή κυρά όμοια με την μεγάλη. Στάθηκε και φώναξε «Πάντα ανοιχτά τα παραθύρια, ορθάνοιχτα να μπαίνει το φως του ήλιου».
Γέμισε φως η ζωή, φως και μνήμες σαν αυτές που ο νους φέρνει ατενίζοντας τον χρόνο.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΡΧΑΡΙΔΗΣ 10-4-2021
Ελένη Σταθοπούλου και Παναγιώτη Σταθόπουλε σας ευχαριστώ για τις φωτογραφίες και την εμπιστοσύνη.
*Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος άρθρου, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη.

—
«Εικόνων Λέξεις»: Η εβδομαδιαία (κάθε Κυριακή) στήλη του Kulturosupa.gr και Σταύρου Παρχαρίδη προκαλεί και προσκαλεί καλλιτέχνες & αναγνώστες.

Απαθανατίστε στέλνοντας μας μια ή περισσότερες εικόνες και με αφορμή την φωτογραφία σας θα γραφτεί μια πρωτότυπη ιστορία στην “Κ” από τον Σταύρο Παρχαρίδη που αργότερα θα εκδοθεί σε βιβλίο, έτσι οι «κρυφές ιστορίες αδάμαστων εικόνων» θα γίνουν ο σιωπηλός μάρτυς των λέξεων που κρύβουν οι εικόνες. Δείτε σχετικά εδώ.
.
Φωτογραφικό υλικό