Συνεντεύξεις συγγραφέων στην «Κ» 2021/22
.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργάζεται ως φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση. Ταυτόχρονα γράφει λογοτεχνία για μικρούς και μεγάλους. Βιβλία της ήταν υποψήφια για το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας.
Το μυθιστόρημά της Θα σε σώσω ό,τι κι αν γίνει βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για Νέους του 2014, ενώ το μυθιστόρημα της, Ξυπόλυτοι ήρωες, με το Βραβείο Νεανικού Μυθιστορήματος από το ελληνικό τμήμα της IBBY το 2017. Ενώ φέτος καταπιάνεται στο παιδικό της βιβλίο Βραχοπόλεμος, από τις εκδόσεις Πατάκη, με την ναζιστική Κατοχή και Αντίσταση στην χώρα μας.
H συγγραφέας Αλεξάνδρα Μητσιάλη μιλά στην Μιλάντα Σαρικιαχίδου για την Κουλτουρόσουπα.

Σήμερα ο μέσος Έλληνας δοκιμάζεται ποικιλοτρόπως. Πιστεύετε ότι η Τέχνη και ειδικότερα η λογοτεχνία μπορεί να βοηθήσει;
Η τέχνη είναι ένας άλλος ορίζοντας. Μοιάζει με τη θάλασσα που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, που ταξιδεύει πάντα για άλλες στεριές. Μπορεί να σε γυρίζει πίσω σε άλλες εποχές, να σε προσγειώνει στο παρόν ή να κάνει μυθοπλαστικούς διασκελισμούς προς το μέλλον∙ μπορεί να βυθίζεται στο προσωπικό βίωμα ή να ασχολείται με συλλογικά γεγονότα, αλλά σε κάθε περίπτωση σου προσφέρει ένα βάθος που σε βοηθά να διευρύνεις την οπτική σου, να συναισθανθείς, να καταλάβεις, να ενδυναμωθείς. Άλλες φορές πάλι είναι ένα ταξίδι που απορροφά τους κραδασμούς της πραγματικότητας, που σε ανακουφίζει και σε παρηγορεί. Πάντα, όμως, είναι ένας μάρτυρας, μια πολύπλευρη καταγραφή της εποχής της. Το θέμα είναι οι άνθρωποι να έχουν πρόσβαση στην τέχνη. Να μπορούν να συναντιούνται στην καθημερινότητά τους με αυτήν. Να έχουν τον χρόνο, τα χρήματα, τη νοοτροπία.
Ο συγγραφέας είναι ένας πνευματικός άνθρωπος της εποχής του. Ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος ενός συγγραφέα στα σημερινά χρόνια;
Αυτός που ήταν πάντοτε. Να μιλά για τους ανθρώπους και τη ζωή τραβώντας τα πέπλα που καλύπτουν ή μυθοποιούν την πραγματικότητα. Να μιλά για όσα διακρίνει ή αφουγκράζεται κάτω από τις ανθρώπινες επιφάνειες, για όσα αποσιωπούνται από τις εξουσίες. Να δίνει φωνή στις σιωπές. Να δημιουργεί ομορφιά. Να χειρίζεται με θάρρος και επιδεξιότητα τον μεγεθυντικό φακό του.
Στην εποχή της τεχνολογίας, που όλοι χρησιμοποιούν τους υπολογιστές και ειδικά οι νέοι έχουν απομακρυνθεί από το βιβλίο, πώς θα μπορούσε η λογοτεχνία να ξανακερδίσει το χαμένο έδαφος;
Χρειάζονται συντονισμένες και σοβαρές κινήσεις για να συμβεί αυτό. Ένα πρόγραμμα πολιτικό το οποίο να συμπεριλαμβάνει θεσμούς συγκροτημένους και δραστήριους, που να κινούνται με όραμα και οικονομικούς πόρους προς αυτόν τον σκοπό. Χρειάζεται, για παράδειγμα, ένας κρατικός φορέας για το βιβλίο, όπως το ΕΚΕΒΙ, που να σχεδιάζει και να υλοποιεί σε εθνικό επίπεδο δράσεις για το βιβλίο, να στηρίζει τις πρωτοβουλίες των σχολείων και των εκπαιδευτικών σε σταθερή βάση, να προβάλει τους συγγραφείς και το έργο τους και να τους στηρίζει στο εξωτερικό. Χρειάζονται επίσης προγράμματα σπουδών στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση που να εντάσσουν οργανικά το εξωσχολικό βιβλίο -και όχι μόνο το λογοτεχνικό- στις εκπαιδευτικές διαδικασίες. Χρειάζεται η σοβαρή ευαισθητοποίηση των γονιών στο θέμα αυτό. Χρειάζεται η αναβάθμιση και η στήριξη γενικά του πολιτισμού, γιατί το βιβλίο συμπορεύεται με τις υπόλοιπες τέχνες αλλά με την κοινωνικοπολιτική ζωή. Το ενδιαφέρον για το βιβλίο δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητο από το ενδιαφέρον για το θέατρο, τον χορό, τον κινηματογράφο, τη μουσική, τη φωτογραφία, από την ποιότητα των τηλεοπτικών προγραμμάτων ή από την ποιότητα της πολιτικής ζωής. Συνήθως όλα αυτά πορεύονται από κοινού στους δρόμους μιας πολιτιστικής και κοινωνικής άνθησης ή μιας πολιτιστικής και κοινωνικής παρακμής.
Η τέχνη ξεκινάει από το εξώφυλλο ενός βιβλίου ή από το εσωτερικό του;
Η τέχνη ξεκινάει από το πρώτο βλέμμα, την πρώτη επαφή, την πρώτη εντύπωση. Γι’ αυτό το εξώφυλλο πρέπει να υποστηρίζει το περιεχόμενο ενός βιβλίου. Μια καλαίσθητη, φροντισμένη έκδοση με στοιχεία πρωτοτυπίας πάντα είναι σημαντική. Πόσο μάλλον στην εποχή όπου το «αμπαλάζ» είναι εκείνο που συχνά «αποφασίζει» για την επόμενη κίνηση.
Πως απαντάτε σε όσους κατατάσσουν τα βιβλία σε κατηγορίες όπως «ελαφριά» ή «γυναικεία» λογοτεχνία;
Ανήκω στην εποχή όπου τα «ελαφριά» δε θεωρούνταν λογοτεχνία. Έχω μεγαλώσει στον χωροχρόνο της κλασικής λογοτεχνίας και στο έδαφός της έχω διαμορφώσει κριτήρια. Γι’ αυτό θεωρώ πως η λογοτεχνία είναι πάντοτε «βαριά» ακόμα και στην ελαφράδα της, γιατί το «βάρος» της αποτιμάται όχι μόνο στα θέματα που πραγματεύεται, αλλά κυρίως στην τέχνη του λόγου, στους τρόπους με τους οποίους τα προσεγγίζει και τα αναδεικνύει. Με αυτή την έννοια υπάρχει εξ’ ορισμού στη λογοτεχνία κάτι όχι «βαρύ» αλλά κάτι βαρύτιμο. Όσο για τη διάκριση μεταξύ «γυναικείας» και «ανδρικής» κατά τη γνώμη μου δεν υφίσταται, όπως δεν υφίστανται γυναικεία και ανδρικά επαγγέλματα ή γυναικείες και ανδρικές δουλειές. Και σε αυτή την περίπτωση υπάρχει μόνο το λογοτεχνικό κριτήριο.

Κάθε μήνα εκδίδονται καινούργια μυθιστορήματα. Πώς θα ξεχωρίσει ο αναγνώστης το λογοτεχνικά άρτιο έργο;
Δύσκολο να ξεχωρίσει την ποιότητα. Συνήθως κινείται με γνώμονα τον/ την συγγραφέα∙ αν έχει διαβάσει προηγούμενα κάποιο βιβλίο και του άρεσε πολύ τον/την επιλέγει και πάλι. Άλλο κριτήριο είναι ο εκδοτικός οίκος, ο οποίος, αν έχει δώσει επανειλημμένα τα διαπιστευτήριά του, αποτελεί φερέγγυο οδηγό για μια επιλογή. Συχνά επίσης συμβουλευόμαστε φίλους και φίλες που τις αναγνωστικές τους επιλογές εμπιστευόμαστε, γιατί τις έχουμε δοκιμάσει. Κάποιες φορές καταφεύγουμε στο οπισθόφυλλο για να διευκρινίσουμε αν αυτό που μας τράβηξε το ενδιαφέρον στον τίτλο υποστηρίζεται από μια εξίσου ενδιαφέρουσα πλοκή. Τέλος ανοίγουμε μια τυχαία σελίδα του βιβλίου και διαβάζουμε δυο τρεις παραγράφους, για να διαπιστώσουμε αν ο τρόπος του συγγραφέα, ο ρυθμός της γραφής του, η γλώσσα του μας γοητεύουν. Πάντως η περιήγηση και ο προσανατολισμός μέσα σε τέτοιο πλήθος νέων βιβλίων είναι μια δύσκολη υπόθεση, που κατά κανόνα μας κρατά δύσπιστους ή σε απόσταση κυρίως από τους καινούριους συγγραφείς.
Ισχύει και σε σας πως προτιμάτε να διαβάζεται ξένους παρά Έλληνες συγγραφείς;
Διαβάζω συγγραφείς με κριτήριο το θέμα και τον τρόπο τους και όχι την εθνικότητά τους. Αλλά εκ των πραγμάτων οι ξένοι συγγραφείς προσφέρουν μια πολύ μεγάλη δυνατότητα επιλογής, γιατί αν τους προσθέσεις είναι πολύ περισσότεροι σε αριθμό. Κι έπειτα διαβάζοντας ξένους συγγραφείς γυρίζεις και γνωρίζεις τον κόσμο. Κάνεις μια τουρνέ χωρίς ταξιδιωτικό γραφείο και ναύλα, χωρίς να διακινδυνεύεις περιπέτειες, εκτός από αυτές που σκηνοθετείς εσύ με την αυθαιρεσία της πρόσληψής σου μέσα σε ασφαλές περιβάλλον.
Είναι αλήθεια ότι σε κάθε βιβλίο συναντούμε βιώματα και μηνύματα του συγγραφέα του;
Αναγκαστικά σε κάθε βιβλίο συναντούμε τον/την συγγραφέα του. Είναι αυτός που δημιουργεί την ιστορία, που χτίζει τους χαρακτήρες, που διαμορφώνει την πλοκή. Και το κάνει μέσα από το «βλέμμα» του, τις επιλογές του, τις συνειδητές ή ασυνείδητες προθέσεις του, τον δικό του κόσμο. Συνήθως μεταμφιεσμένος στα πρόσωπα των ιστοριών του ο συγγραφέας είναι αναπόφευκτα πανταχού παρών όχι όμως και τα πάντα πληρών. Γιατί, αν δεν κατορθώσει να βγάλει τους πρωταγωνιστές και τους δευτεραγωνιστές του από μέσα του, αν δεν τολμήσει να υπερβεί τις δικές του ταυτίσεις και να τους κάνει αυθύπαρκτους, ξεχωριστούς, πειστικούς «άλλους», δεν έχει καταφέρει τίποτα.
Μια φράση που σας αντιπροσώπευε κατά το παρελθόν και πλέον δε σας αντιπροσωπεύει.
Θα σας πω μία φράση που με αντιπροσωπεύει όλο και περισσότερο τελευταία. Είναι ο στίχος του Ελύτη «κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά». Δεν πρόκειται για ένα άλμα που συμπεριλαμβάνεται σε αγώνες στίβου ούτε είναι ένα από αυτά με τα οποία μπορείς να σπάσεις κάποιο ρεκόρ ή να κερδίσεις μετάλλιο. Είναι το άλμα της ζωντάνιας και της δημιουργικότητας, κατά τη διάρκεια του οποίου καμιά φορά μπορείς να νιώθεις κιόλας ότι πετάς πάνω από τους καθορισμούς της ζωής, ότι «δεν υπήρξε ο χρόνος κ’ η φθορά του» (Ρίτσος).

Πιστεύετε στα happy end; Τα συναντούμε στα βιβλία σας;
Δεν πιστεύω στα «happy end». Πιστεύω ότι κάθε ιστορία έχει το τέλος που της ταιριάζει. Άλλοτε αυτό το τέλος είναι δυσάρεστο για τα μυθιστορηματικά πρόσωπα αλλά και τον αναγνώστη κι άλλοτε είναι ευχάριστο. Νομίζω ότι σε κάθε ιστορία ενυπάρχει ένα είδος μυθοπλαστικού ντετερμινισμού. Με κάποιο τρόπο η πλοκή και τα πρόσωπα αποφασίζουν για το τέλος και το τέλος αυτό δεν είναι πάντοτε εκείνο που ο συγγραφέας είχε εξ’ αρχής αποφασίσει. Το μυθιστόρημα είναι ένας ζωντανός οργανισμός, ένας οργανισμός υπό διαμόρφωση και εν εξελίξει. Κατά τη διάρκεια της ζωής του πολλά μπορεί να συμβούν.
Όταν γράφετε έχετε στο μυαλό σας τους αναγνώστες;
Ναι, κάποια στιγμή, όταν αποφασίζω ότι η ιδέα μου αξίζει τον κόπο να γίνει βιβλίο, περνάνε από το μυαλό μου. Ποιους θα ενδιέφερε αυτό που σκέφτομαι; Ποιο θα είναι σε αυτή την περίπτωση το αναγνωστικό κοινό μου; Αλλά γρήγορα τους εγκαταλείπω. Θα πω αυτό που θέλω να πω, όπως θέλω να το πω, χωρίς προσαρμογές σε φανταστικές ή αναμενόμενες απαιτήσεις.
Πως γεννήθηκε η ιδέα για το παρόν βιβλίο σας; Τι ελπίζετε να αποκομίσει ο αναγνώστης διαβάζοντας το;
Από τους Ξυπόλυτους Ήρωες σκεφτόμουν να γράψω μια ιστορία της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου για μικρότερα παιδιά, που θα λειτουργούσε και ως μια γνωριμία με τον συγκεκριμένο χωροχρόνο και ως εισαγωγή στα μεγαλύτερα αναγνώσματα που τους περιμένουν. Ο Βραχοπόλεμος είναι μια τέτοια ιστορία, η οποία στηρίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός της ναζιστικής Κατοχής και της Αντίστασης στη χώρα μας.

..
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media