«Ό,τι έγραψα είναι ένα τραύλισμα νομίζω. Αυτό είναι για μένα η μουσική: το θείο τραγούδι που ένα αδέξιο παιδί το λέει κομπιάζοντας, έχοντας στην καρδιά την ακατόρθωτη μελωδία μιας λαχτάρας για τελειότητα από ένα πλάσμα που δεν την έχει (σ. 29)».
Ο δημοφιλής τραγουδοποιός αυτοβιογραφείται σε μια σπαρταριστή αφήγηση με το χάρισμα της προφορικότητας και της παραμυθένιας προσέγγισης. Από τα παιδικά και νεανικά χρόνια της Θεσσαλονίκης φτάνουμε στην Αθήνα των αρχών της δεκαετίας του 1960, μια εποχή όπου επιτυγχάνονταν υψηλά επιτεύγματα στις τέχνες, παρά τις ποικίλες πολιτικές αγκυλώσεις, όπου οι καλλιτέχνες ήταν πιο κοντά ο ένας στον άλλον δημιουργώντας ιστορικές συνεργασίες και όπου δίνονταν ευκαιρίες σε νέους με οράματα και ιδέες. Καταγράφονται όλες οι δυσκολίες αργότερα στην περίοδο της Δικτατορίας, οι περιπέτειες με τη λογοκρισία και όλη η πορεία στη «λονγκ πλέι» Μεταπολίτευση, αναλύονται η διαδικασία της δημιουργίας, η μαγική ένωση της μουσικής με τους στίχους και η γοητεία των τελευταίων. Η τέχνη τού να αναπνέεις με τις λέξεις και τις ιστορίες.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν αυτολογοκρίνεται. Χορτάτος και ολοκληρωμένος ανατρέχει στο παρελθόν, βλέπει τα λάθη που έχει κάνει, θυμάται τις βασικές επιρροές και τους δασκάλους που τον διαμόρφωσαν. Λέει ανέκδοτα της ζωής του, περιγράφει μυστικά του επαγγέλματος και το πώς γεννήθηκαν κάποιοι δίσκοι και τραγούδια, μιλάει ανοιχτά για την Αριστερά και την προσωπική του ζωή. Όλα αυτά με το χάρισμα του αιώνιου παραμυθά, αυτού που παρατηρεί και σχολιάζει τις αρετές και τα ελαττώματά μας.
«Δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει· ό,τι μάθαμε να μιλάμε το μάθαμε στα τέσσερα – πέντε χρόνια που κάναμε καφενείο στα νιάτα μας. Στο καφενείο κουβεντιάζονται τα πάντα, ιδέες, γυναίκες, έρωτες, ποδόσφαιρο, πολιτική… μαθαίνεις να σκέφτεσαι, να διατυπώνεις σωστά τα λόγια σου, να είσαι ευρηματικός, να σκαρώνεις ατάκες, να ’σαι γλαφυρός, γρήγορος και πειστικός. Αυτά κατάλαβα απ’ τα τέσσερα – πέντε χρόνια της θητείας μου στο καφενείο. Μετά παντρεύεσαι, και κόβονται όλα αυτά. Αλλά αυτοί οι άνθρωποι για τους οποίους μιλάμε τώρα, οι περισσότεροι ήταν γεροντοπαλίκαρα, οπότε τράβηξαν σαράντα – πενήντα χρόνια καφενείο. Είχαν γίνει πλέον πρυτάνεις, δεν τους έπιανες με τίποτα (σ. 105)».
Το «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» του Διονύση Σαββόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.