Γράφει ο μαέστρος Μιχαήλ Χατζηαναστασίου για την Κουλτουρόσουπα.
Η τέχνη πραγματώνεται μέσα από την επιλογή της μοναχικότητας ως άσκηση ζωής· αυτή η επιλογή δεν είναι ρομαντική νοσταλγία αλλά συστηματική πειθαρχία. Όταν ο δημιουργός αποσύρεται από την αλλοτρίωση της καθημερινότητας δεν αναζητά απλά απομόνωση, αλλά συνθήκες για βαθύτερη εργασία, για μια εσωτερική καθαρότητα που επιτρέπει την κλίμακα και την ακρίβεια της μορφής. Από τον Μιχαήλ Άγγελο στα εργαστήρια της Φλωρεντίας μέχρι τον Μπετόβεν που εργάστηκε εξαντλητικά μέσα στην ηχητική του αποξένωση, η ιστορία δείχνει πως η μοναχική αφοσίωση λειτουργεί ως απαραίτητη προϋπόθεση για έργα που μεταβάλλουν την αισθητική και την συλλογική αντίληψη.
Καθώς καταλαβαίνεις, η πειθαρχία στην μοναχικότητα και η σιωπή, αποτελούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις Δημιουργίας.

Η αντίληψη ότι «όλα τ’ άλλα είναι showbiz» αντανακλά μια διακριτή πραγματικότητα. Από τον 19ο αιώνα η τέχνη άρχισε να διαπλέκεται με αγοραία λογική: οι μηχανισμοί της αγοράς επιβάλλουν γρήγορη αναπαραγωγή, αισθητικές βεβαιότητες και παραγωγή ταυτόσημων προϊόντων. Το αποτέλεσμα είναι μια βιομηχανία εικόνων και ήχων που προτιμά την επανάληψη του επιτυχημένου από την επώδυνη ανακάλυψη. Η ιστορία του κινηματογράφου και της μουσικής, καθώς και η εξέλιξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, επιβεβαιώνουν πως τα συστήματα προώθησης και οι οικονομικοί δείκτες μετατρέπουν την τέχνη σε είδος προς κατανάλωση και όταν αυτό συμβαίνει, τότε οι αλγόριθμοι βαφτίζουν τα μετριότατα σε “πολιτιστικά μεγέθη” και οι αυτόκλητοι διανοούμενοι παρελαύνουν σαν διαφημιστικές μαριονέτες.

Υπάρχουν, φυσικά, παραδείγματα που φωτίζουν την αντίθεση: το Salon des Refusés του 1863 υπενθύμισε πως έργα που απορρίφθηκαν για λόγους ιδεολογίας ή μόδας μπορούν να αποδειχθούν κομβικά· ο Πολ Σεζάν, με τον επίμονο και μοναχικό του τρόπο, αναδόμησε τη ζωγραφική βάσει εσωτερικής επιμονής και όχι εμπορικής αναλογίας. Ο Κάφκα και η Έμιλυ Ντίκινσον, που εργάστηκαν απομακρυσμένα από δημόσια αναγνώριση, κατέστησαν μεταθανάτια θεμέλια της λογοτεχνίας, ενώ η περίπτωση του Καραβάτζιο δείχνει πώς η δημιουργική αφοσίωση συχνά συνοδεύεται από κοινωνική περιθωριοποίηση πριν την ιστορική αναγνώριση.
Η σιωπηλή επανάσταση – βλέπεις – ενός αντικομφορμιστή, βάλει και απειλεί απευθείας όλη αυτή την … Φρουτοπία της ψευτοδιανόησης μιας traffiking βιομηχανίας, που πριν αναγκαστεί να σε αποδεχτεί, θα σε χλευάσει και θα σε αμφισβητήσει, με σκοπό να σε αποδομήσει.

Παράλληλα, εμφανίζεται ένα συστημικό πρόβλημα: η δημιουργία «καλλιτεχνικών μεγεθών» ως προϊόντων. Όχι σπάνια, τα υποτιθέμενα μεγέθη ανακυκλώνονται μέσω μηχανισμών προώθησης, public relations και πολιτιστικής διανομής, παρά μέσω κριτικής βάθους. Το εκπαιδευτικό και το πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο, όταν είναι παροπλισμένο, παράγει ανθρώπους που λειτουργούν ως αντενδείξεις: αναστήματα κάτω του μετρίου που προβάλλονται ως εκπρόσωποι της «κουλτούρας». Η ιστορία γνωρίζει επίσης τα αντίθετα άκρα: την επιβολή αισθητικών προτύπων από πολιτικές εξουσίες, την ετεροκαθορισμένη παραγωγή έργων με καθαρά προπαγανδιστικό χαρακτήρα και την εξοστράκιση κάθε πρωτοτυπίας που δεν υπακούει στην οικονομική λογική.
Η πειθαρχημένη μοναχικότητα, σε αντίθεση προς αυτό, απαιτεί σεβασμό. Δεν είναι ατομικιστική αποστροφή αλλά συλλεκτική πράξη που αναστέλλει την επιθυμία για άμεση προβολή. Ο Michel de Montaigne, στον δοκιμιακό του στοχασμό, υπενθυμίζει την αξία της εσωτερικής εργασίας· η απομόνωση για εκείνον δεν ήταν φυγή αλλά μέθοδος αυτογνωσίας που ενίσχυε την επικοινωνία με τον κόσμο μέσω πιο στιβαρής σκέψης. Αντίστοιχα, η παράδοση των μοναχών-αντιγραφέων στο μεσαίωνα, που εργάστηκαν μακριά από δημόσια δόξα, διαφύλαξε κείμενα και τεχνικές που αργότερα ανατροφοδότησαν ολόκληρες πολιτισμικές παραδόσεις.
.jpg)
Η σύγχρονη «traffiking» κουλτούρα της βιομηχανικής παραγωγής ψυχαγωγίας επιτείνει αυτήν την κρίση. Η μαζική διάδοση περιεχομένου με βάση αλγόριθμους και βραχυπρόθεσμες μετρήσεις επιτυχίας εκτοπίζει τον χρόνο που χρειάζεται η τέχνη για να ωριμάσει. Η συνέπεια είναι η ανακύκλωση κοινών μυθοπλασιών επιπέδου Φρουτοπίας: εύπεπτες, χωρίς δομή και χωρίς αντοχή στο χρόνο. Όταν το σχολείο, το πανεπιστήμιο και οι πολιτικοί θεσμοί αδυνατούν να διαπαιδαγωγήσουν κριτική σκέψη, τότε το κενό συμπληρώνεται από ψευτοδιανοούμενους και «πολιτικά ατυχήματα» που αναγορεύονται σε δημόσιες φωνές χωρίς το απαιτούμενο θεωρητικό βάθος.
Αυτή η πραγματικότητα δεν καλύπτεται με νοσταλγία. Η υπεράσπιση της μοναχικότητας ως πειθαρχίας δεν είναι κλήση σε ελιτισμό αλλά σε ανανέωση θεσμών και πρακτικών που θα αναγνωρίζουν και θα υποστηρίζουν την ποιότητα. Η πολιτιστική πολιτική, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και μια νέα δημόσια σφαίρα που εκτιμά την αργή εργασία μπορούν να αναστρέψουν την τυποποίηση. Χρειάζονται υποτροφίες που επιτρέπουν χρόνο, θεσμοί που δεν μετρούν έργο αποκλειστικά με οικονομικούς δείκτες και μια κριτική κοινότητα ικανή να διακρίνει τη διάρκεια από την πρόσκαιρη λάμψη.
Στο τέλος, η επιλογή της μοναχικότητας είναι πράξη αντίστασης: όχι έναντι της δημοσιότητας καθαυτής, αλλά έναντι της καταναλωτικής λογικής που αλλοιώνει το νόημα της δημιουργίας. Κάθε φορά που επιλέγουμε την πειθαρχία της αργής εργασίας, προσφέρουμε στην κοινωνία τη δυνατότητα να αναγνωρίσει έργα με διάρκεια — και να απορρίψει το εύκολο και το πρόσκαιρο. Η αναγνώριση αυτής της πειθαρχίας απαιτεί προσωπική ευθύνη, θεσμικές μεταρρυθμίσεις και μια κοινή προσπάθεια να επαναφέρουμε το βάθος στην πολιτιστική μας ζωή.
Τούτο όμως δεν μπορεί να συμβεί, όταν η τέχνη εγκαταλείπει τη σιωπή της άσκησης και παραδίδεται στις αγορές, διότι αυτό που απομένει στο τέλος δεν είναι πολιτισμός — είναι προϊόν σε ράφι.
Δείτε όλα τα άρθρα του Μιχαήλ Χατζηαναστασίου με μια ματιά ΕΔΩ








