3ος κύκλος, σημείο 2ο
.jpg)
αυτός που έχει να χάσει μόνο φοβάται
την περιδίνητη μοίρα
αυτός που βρήκε τον θησαυρό τρέμει
της τυχαιότητας τις ασυναρτησίες
η νύχτα μοιάζει πιο επικίνδυνη
όταν δημιουργεί κάτι που πρέπει να προστατευθεί
και το βάρος της σπουδαιότητας ισοδυναμεί
με μια μικρή παράλυση
μπροστά σε τέτοια μεγαλεία οι υποκλίσεις είναι αταίριαστες, γελοίες
διακλαδώνεται το σπουδαίο προς τα παντού
και πρέπει να επιλέξει ο γήινος κατά πού θ’ ανθίσει
συχνά η βόμβα σκάει στα χέρια ενός υπαρξιακού τρομοκράτη
που μες την τύχη του δεν υπολόγισε
τα τερτίπια της ζωής και τα δεσμά της φύσης
που καθηλώνουν τους συνηθισμένους σε μια
χορογραφημένη δύσπνοια, με το σαρδόνιο γέλιο του χωροχρόνου για μελωδία
σε νύχτες με κουφάρια αστεριών επιδεικτικά κρεμασμένα σε άθλιους, κενούς ουρανούς

ο φόβος για πρώτη φορά μπορεί να γίνει σύμμαχος
το ξυπνητήρι από μια προσομοίωση ονείρου
να υπενθυμίζει τη μοίρα των θνητών πραγμάτων
αλλά κυρίως
τη μοίρα των απέθαντων, όταν χαρίζονται σε εκ πεποιθήσεως θνητούς
γιατί υπάρχει παρθενία ψυχική
παντελώς παραγνωρισμένη
όταν γεννιέται ένα σύμπαν από σκοτάδι, τόλμη και μαγκιά
και χάνεται η αθωότητα (μωρία) των παιδικών εποχών
για να ‘ρθει η άχρονη νιότη της ολοκλήρωσης
που κάποιος έχει αγαπήσει κι έχει αγαπηθεί
όταν ακόμη και το ρωμαλέο και πάνσοφο σκοτάδι υποκλίνεται
για να έρθει φως υπερφυσικό, πρωτόγνωρο
εκβάλλοντας από πηγές υπερκόσμιες
ακριβώς επειδή φτιάχτηκε από εγκόσμιες ταπεινότητες
πρώτα η σαρξ, ύστερα τα υπόλοιπα
και πώς αλλιώς;
τα μάτια θα κινούν τον κόσμο με κάθε ανοιγόκλεισμα
τα χείλη θα πούνε το ξόρκι που θα λύσει τα καταραμένα μάγια
τα χέρια θα ταιριάξουν στα πλευρά, ποτίζοντάς τα τη φροντίδα
που δικαιούνται
τα πάρθια βέλη της πραγματικότητας αποκρούονται
απ’ το απροσπέλαστο δέρμα που έχει πάρει τα χάδια που χρειάζεται
για να γίνει αιώνιο καταφύγιο των συνειδητά απεχόντων
απ’ την ταπείνωση της κανονικότητας
πόρρω απέχουν οι ηδονές τους
απ’ τα αντίστοιχα ψιχία μουδιάσματος που απελπισμένα ψάχνουν οι άλλοι
και ελάχιστοι κόσμοι παντοδύναμοι
κρύβονται ανάμεσα σε δύο σώματα
που αιωρούνται κάπου ανάμεσα στις γνωστές διαστάσεις
και στο άπειρο
.jpg)
.jpg)
ΠΗΓΕΣ:
* Εγγονόπουλος, Νίκος. «Το λίκνον ο Λύχνος» ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ, 1978.
* Χιόνης, Αργύρης. Η φωνή της σιωπής – Ποιήματα 1966- 2010, 2025.
.jpg)









