Γράφει ο μαέστρος Μιχαήλ Χατζηαναστασίου για την Κουλτουρόσουπα.

Ένα κοινό σημείο που χαρακτηρίζει τόσο την Τέχνη όσο και την προπαγάνδα, είναι ότι καμία από τις δύο δεν είναι υπόχρεη να σεβαστεί την αλήθεια.
Πρόκειται για μια επικίνδυνη συγγένεια, που συχνά κρύβεται πίσω από το φωτοστέφανο της δημιουργίας ή την αψεγάδιαστη μάσκα της πολιτικής νομιμότητας. Η Τέχνη, ως προϊόν ελευθερίας, έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί κόσμους που δεν υπήρξαν ποτέ· η προπαγάνδα, ως εργαλείο εξουσίας, έχει την εξίσου γοητευτική δυνατότητα να κατασκευάζει κόσμους που υποτίθεται ότι υπήρξαν, ή που πρέπει να υπάρξουν για να βολέψουν τον ισχυρό. Και στις δύο περιπτώσεις, η αλήθεια υποχωρεί σαν ανεπιθύμητος επισκέπτης, σιωπηλή, γελοιοποιημένη, περιττή.

Ας μην κοροϊδευόμαστε. Ο εν δυνάμει αμφισβητίας της Τέχνης –εκείνος που θα ρωτήσει «γιατί;» ή «προς τι;»– συχνά καταλήγει ως το μεζεδάκι στα τραπέζια των απύλωτων ρητορικών συρραφέων: κριτικοί, αρθρογράφοι, «θεωρητικοί» που μιλούν για τέχνη περισσότερο από όσο την κατανοούν. Η αμφισβήτηση, αντί να γεννήσει διάλογο, γίνεται αντικείμενο κανιβαλισμού. Αντιθέτως, ο προπαγανδιστής, αυτός ο επιδέξιος μάγειρας ψευδαισθήσεων, όχι μόνο δεν τρώγεται· συχνά αποθεώνεται. Χαίρει σεβασμού, αποδοχής, ακόμα και θαυμασμού, εφόσον το ψέμα του υπηρετεί μια «μεγάλη αφήγηση» ή βαφτίζεται «εθνικό συμφέρον».

Η επιστήμη της επικοινωνίας έχει αποδείξει επανειλημμένα ότι η ανθρώπινη ψυχολογία είναι φιλόξενη προς το ψέμα όταν αυτό είναι καλοχτενισμένο. Η προπαγάνδα πατά στην ανάγκη μας για ασφάλεια, για συλλογική ταυτότητα, για γρήγορες απαντήσεις σε περίπλοκα ερωτήματα. Ο άνθρωπος θέλει να ανήκει, όχι να αμφιβάλλει. Θέλει να χειροκροτεί, όχι να αναλύει. Έτσι, ο προπαγανδιστής γίνεται ο αγαπημένος δάσκαλος μιας κοινωνίας που τρέμει την κριτική σκέψη. Η Τέχνη, αντιθέτως, μπορεί να σοκάρει, να ενοχλήσει, να σπάσει τις συντεταγμένες μας· γι’ αυτό και η θέση της είναι συχνά πιο αμφίθυμη.
Φιλοσοφικά, εδώ αγγίζουμε το πρόβλημα της αλήθειας ως κατηγορίας. Από τον Πλάτωνα και τον μύθο του Σπηλαίου μέχρι τον Νίτσε που μίλησε για τις «ψευδαισθήσεις που ξεχάσαμε ότι είναι ψευδαισθήσεις», η αλήθεια δεν ήταν ποτέ ένα σταθερό και ακλόνητο δεδομένο. Η Τέχνη το γνωρίζει και το εκμεταλλεύεται: δημιουργεί μια ψευδαίσθηση που δεν διεκδικεί πιστοποιητικό γνησιότητας. Δεν μας πουλάει ψέμα· μας προσφέρει μια αφήγηση, μια εμπειρία. Η προπαγάνδα όμως κάνει το αντίθετο: πουλάει ψέμα με τη σφραγίδα του πραγματικού. Δεν σου λέει «ονειρέψου μαζί μου»· σου λέει «αυτό είναι το μόνο που υπάρχει».

Η διαφορά λοιπόν δεν είναι ποιοτική, αλλά ηθική. Η Τέχνη δεν έχει υποχρέωση να σεβαστεί την αλήθεια γιατί δεν παριστάνει πως είναι αλήθεια. Είναι το βασίλειο του «ως εάν», του «τι θα γινόταν αν». Η προπαγάνδα, αντίθετα, σφετερίζεται τον ρόλο του επιστήμονα, του ιστορικού, του δημοσιογράφου. Υποδύεται την αντικειμενικότητα ενώ είναι η πιο μεθοδευμένη υποκειμενικότητα. Γι’ αυτό και η ζημιά της είναι απείρως μεγαλύτερη: δεν καλλιεργεί φαντασία, αλλά ακρωτηριάζει κρίση.
Στην πραγματικότητα, και οι δύο μηχανισμοί –Τέχνη και προπαγάνδα– έχουν μια κοινή ρίζα: την αφήγηση. Ο άνθρωπος είναι όν που διψά για ιστορίες. Ζει μέσα σε συμβολικά πλαίσια, πλάθει εικόνες για να αντέξει το χάος. Ο καλλιτέχνης και ο προπαγανδιστής απλώς κινούνται σε διαφορετικές ηθικές συντεταγμένες. Ο πρώτος ανοίγει τον χώρο της αμφιβολίας, ο δεύτερος τον κλείνει. Ο πρώτος προκαλεί σκέψη, ο δεύτερος απαιτεί υπακοή.

Η επιστημονική ανάλυση της προπαγάνδας δείχνει ότι η επιτυχία της μετριέται όχι στο πόσο πείθει, αλλά στο πόσο εμποδίζει τη σκέψη. Όπως έγραφε ο Χάνα Άρεντ, το μεγαλύτερο έγκλημα της ολοκληρωτικής προπαγάνδας δεν είναι το ψεύδος, αλλά η καταστροφή της δυνατότητας να διακρίνουμε το ψεύδος από την αλήθεια. Όταν ο άνθρωπος παύει να πιστεύει ότι μπορεί να γνωρίσει το αληθές, παραδίδεται αμαχητί.

Κι εδώ έγκειται η ειρωνεία: η Τέχνη, που δεν χρωστάει τίποτα στην αλήθεια, μπορεί τελικά να την υπηρετήσει καλύτερα. Γιατί το ψέμα της είναι τίμιο: ξέρεις ότι μπαίνεις σε ένα θέατρο, σε μια ταινία, σε έναν πίνακα, όπου η πραγματικότητα ανασχηματίζεται. Αντίθετα, η προπαγάνδα –με το ένδυμα της «πραγματικότητας»– σε κλείνει σε ένα θέατρο χωρίς αυλαία, όπου δεν ξέρεις πότε τελειώνει η παράσταση και πότε αρχίζει η ζωή.

Όποιος λοιπόν πιστεύει ότι η Τέχνη και η προπαγάνδα είναι άκακα παιχνίδια της φαντασίας, πλανάται. Η πρώτη μπορεί να σε εκνευρίσει, να σε αναστατώσει, να σε κάνει να νιώσεις ότι έχασες το έδαφος κάτω από τα πόδια σου – αλλά στο τέλος σε επιστρέφει σε μια πιο βαθιά κατανόηση του εαυτού σου. Η δεύτερη σε απονεκρώνει. Και αν η αλήθεια δεν έχει υποχρέωση να κατοικεί ούτε στην Τέχνη ούτε στην προπαγάνδα, τότε εναπόκειται σε εμάς –τους αναγνώστες, τους πολίτες, τους σκεπτόμενους– να διαλέξουμε με ποιο ψέμα θα ζήσουμε: το τίμιο ή το δόλιο.





