Η Μιλάντα Σαρικιαχίδου διαβάζει και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Εξώφυλλο με ένα κλαδί ροδακινιάς αποτυπωμένο και τίτλος που αναφέρεται στο νερό, η πρώτη μου εντύπωση ήταν ότι αστόχησαν οι εμπλεκόμενοι. Διαψεύστηκα όμως, όλες οι αξίες, τα διδάγματα, τα στεγανά του μυθιστορήματος συνδέονται με τη ρήση του ήρωα, ότι στη ζωή πρέπει να είσαι ορμητικός όπως το ποτάμι, να κυλάς και να αλλάζεις, πότε να αλλοιώνεσαι και πότε να συγκροτείσαι.
Η Shelley Read, στο πρώτο της βιβλίο σε τυλίγει με μια όμορφη ιστορία και ανώτερη γραφή, άξια σύγκρισης με τις μεγάλες πένες του αμερικανικού μυθιστορήματος.
Πάμε λοιπόν!
Θα μεταφερθείς σε μια αγροικία, έναν φημισμένο οπωρώνα του Κολοράντο της δεκαετίας του 1949-1970. Θα βρεις τη δεκαεφτάχρονη Τόρι Νας, να μαγειρεύει, να πλένει, να φροντίζει το σπίτι και τους ενοίκους, τα ζώα, να μαζεύει ροδάκινα και να τα πουλά στον πάγκο, σαν μια καλοκουρδισμένη μηχανή. Το μοναδικό πλέον θηλυκό στην οικογένεια της, ακολουθεί όσα την προστάζουν ο πατέρας, ο αδερφός και ο σακάτης θείος της. ‘Ωσπου συναντά τον Γουίλσον Μουν. Η Τόρι, σπάει, αποτραβιέται στην άγρια φύση, μαζεύεται και επιστρέφει και πάλι για να ακολουθήσει τη ζωή, τη ζωή όπως τις τα φέρνει. Να κάνει το μοναδικό που γνωρίζει, να φροντίζει τα δέντρα της και να περιμένει….
Όχι δε θα αποκαλύψω άλλα, θέλω να νοιώσεις κι εσύ την ιστορία να ρέει και να εμφανίζονται φυσικά τα γεγονότα μπροστά σου. Αυτό που με κέρδισε και συγχαίρω τη συγγραφέα είναι η ικανότητα να δομήσει ένα βιβλίο στη πρωτοπρόσωπη αφήγηση, χωρίς να κουράσει. Ίσως γι αυτό το λόγο, το βιβλίο αυτό σε ηρεμεί, δε σε αποσυντονίζει με πολλούς διαλόγους, με ατέλειωτες περιγραφές, αναλύσεις, σκηνές τραγικής έντασης. Υπάρχει μια ησυχία στο βιβλίο, μια ησυχία που όμως σου μεταφέρει όλα τα συναισθήματα, τον πόνο, την προσμονή, την εξιλέωση.
Η Βικτόρια (Τόρι) σαν ηρωίδα μου έδωσε πολλά. Ένα μικρό κορίτσι με τόσα βάρη στη πλάτη, που όμως με αξιοπρέπεια τα αντιμετωπίζει. Ο έρωτας ήρθε σαν ηλιαχτίδα στη ζωή της (μια ζωή περιορισμένη στην Αιόλα και με καλά κουρδισμένο πρόγραμμα). Αυτοεξορίστηκε από τη πάτρια γη και απομονώθηκε στο άγριο δάσος, σε μια καλύβα. Οι εικόνες της φύσης ανά την εναλλαγή των εποχών εναρμονίζονται στη αφήγηση με τον πόνο της, την απώλεια, τον φόβο. Διαβάζεις για ένα πλάσμα που συρρικνώνεται, που η φύση την κατατρώει, την διώχνει από την αγκάλη της, την οδηγεί ξανά στην αγροικία. Εκεί όμως η Βικτόρια αφήνει τα βάρη κλειστά σε ένα μικρό κουτάκι στη ψυχή της και πορεύεται με αξιοπρέπεια. Μετακομίζει, μεταφυτεύει, αρχίζει να βάζει ανθρώπους στη ζωή της, μια φίλη, ένα γεωπόνο συμβουλάτορα, χωρίς όμως να αλλάζει η ίδια, παραμένει κλειστή, ο εαυτός της, στην ησυχία της.
Στον αντίποδα μια άλλη γυναίκα, με οικογένεια, με σύζυγο και σπιτικό, καταρρέει καθημερινά, σαν λουλούδι που δεν ανήκει σε αυτό τον κήπο. Και ρωτώ, μήπως πολλές φορές η ευτυχία σε βρίσκει στη μοναξιά; Μήπως για κάποιους ανθρώπους είναι ταιριαστό να ζουν στην ανάμνηση ενός έρωτα (κι ας ήταν σύντομος) παρά να κυνηγούν τον επόμενο;
Αν το «Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες» της Delia Owens σε κέρδισε, στο «Θα γίνω ποτάμι» θα βρεις περισσότερη τρυφερότητα, υπόγεια δυναμική που δε φωνάζει και έναν παλμό που λίγο πριν το ξεψύχισμα, αναγεννάται.
Βαθμολογία: 4,8 / 5
Μπορείτε να βρείτε το βιβλίο εδώ