Διάβασε και σχολιάζει η Μαρία Διαμαντοπούλου.
.
Πριν αρκετά χρόνια, ήταν της μοδός ένα best seller, με θέμα τη Σπιναλόγκα και τους χανσενικούς ασθενείς-κοινώς τους λεπρούς. Έσκισε, που λένε :έγινε τηλεοπτική σειρά, που έσκισε κι αυτή με τη σειρά της.
Εμένα, αν με ρωτάτε, δε μου άρεσε ποτέ. Παραήταν ρομαντικό για τα δικά μου γούστα, αλλά και για το θέμα που πραγματευόταν, εντελώς επιδερμικά. Γιατί τίποτα το ρομαντικό δεν έχει η αρρώστια. Και τίποτα δεν τελειώνει όταν ο ασθενής θεραπεύεται ή πεθαίνει. Πάντα η «αρρώστια», όποια και αν είναι αυτή, στιγματίζει και απομονώνει. Πόσες « λέπρες » υπάρχουν άραγε… Όχι μόνο μέσα σε σελίδες, αλλά κυριολεκτικά δίπλα μας και πόσες άραγε φοβόμαστε… Ποιός ζει τελικά μέσα σε «Καταραμένες Πολιτείες»; Οι όποιοι ασθενείς και διαφορετικοί ή εμείς;
Ας το πάρουμε από την αρχή: στο Καρλόβασι της υπέροχης Σάμου, βρίσκεται-λίγο έξω από τον οικισμό-ένα ερειπωμένο, επιβλητικό κτίριο: το Λεπροκομείο, μια «Καταραμένη Πολιτεία», όπως ονομάζονταν τα άσυλα λεπρών, που λειτουργούσε ως πρότυπη νοσηλευτική μονάδα, μέχρι την δεκαετία του 1950, όταν ανακαλύφθηκε η θεραπεία και ο εγκλεισμός ήταν (υποθετικά) περιττός. Με φόντο και αφορμή το κτίσμα αυτό, η Έλενα Χουσνή χτίζει μία μοναδική ιστορία, χωρίς φτιασίδια και ανάρμοστες ωραιοποιήσεις.
Το βιβλίο είναι –όπως οφείλει- γροθιά στο στομάχι. Γιατί, δυστυχώς ,οι πρώην ασθενείς, αλλά και οι οικογένειές τους δεν απαλλάχτηκαν ΠΟΤΕ από το στίγμα της λέπρας. Η κοινωνία δεν ξέχασε και συνέχισε να κυνηγάει τα «λεπρόπαιδα». Ακόμα και θεραπευμένος, ο λεπρός συνέχισε να θεωρείται απόβλητος και συνέχισε να δέχεται την απόρριψη και την απομόνωση. Αυτή είναι η διαφορά: η ιστορία των λεπρών ποτέ δεν είχε happyend.
Η υπόθεση είναι διττή και εξελίσσεται παράλληλα στο χρόνο: η παλιά ιστορία των έγκλειστων συμπλέκεται με τους σύγχρονους πρωταγωνιστές, δύο αντιπάλους στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης, που ερίζουν για την τύχη του παλιού Λεπροκομείου. Ο αντιδήμαρχος -που κοιτάει μόνο το χρήμα και το κέρδος -θέλει να το μετατρέψει σε ξενοδοχείο, ενώ ο μηχανικός θέλει ν’ αναδείξει την ιστορία του κτιρίου και των ανθρώπων του, λεπρών και μη. Με αφορμή, λοιπόν, τη διαμάχη αυτή, ξετυλίγεται η ζωή των έγκλειστων στο λεπροκομείο. Ιστορίες τραγικές και βαθιά ανθρώπινες, που στο τέλος του βιβλίου φτάνουν σε μια απρόσμενη και συγκλονιστική κορύφωση!
Το θέμα, όμως, είναι αλλού, τραγικά επίκαιρο μετά τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου: η απόρριψη και η απομόνωση του διαφορετικού, η κοινωνική υποκρισία και αναλγησία, η κρυμμένη σαπίλα πίσω από το «αποδεκτό» και το «πρέπον», οι αόρατοι άνθρωποι που υποκρινόμαστε πως δεν υπάρχουν, η υποτιθέμενη μας «ανωτερότητα». Υπάρχει η πραγματική γιατρειά; Η Αγάπη τελικά σώζει; Τελικά, μένουμε «έξω» ή «μέσα» σε μια απέραντη Καταραμένη Πολιτεία;
Διαβάστε το: Αν σας ενδιαφέρει μια καλοδουλεμένη ιστορία, ειλικρινής και ρεαλιστική, σχετικά με την κοινωνική διάκριση .Σκεφτείτε ότι όλα υπάρχουν και είναι δίπλα μας: το κτίριο, η ασθένεια και οι άνθρωποι (στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν εκεί ή θυμούνται το Λεπροκομείο και τους τροφίμους του.). Πολυεπίπεδο, χωρίς να χάνει τη μπάλα, όπως λένε, στοχεύει εκεί ακριβώς που χρειάζεται, χωρίς φιοριτούρες και άσκοπους μελοδραματισμούς.
Μη το διαβάσετε: Αν θέλετε να περάσετε ανώδυνα και απροβλημάτιστα την ώρα σας και να πείτε «αχ, μωρέ τους καημένους», ανακατεύοντας το περιεχόμενο της κατσαρόλας. Διαλέξτε κάτι άλλο: θα σας φανεί υπερβολικά βαρύ για τα γούστα σας και θα κάψετε και το φαγητό, αφού δεν είναι βιβλίο που θα το αφήσετε εύκολα. Δείτε τηλεόραση καλύτερα.
Βαθμολογία:
4/5
Χουσνή Έλενα, «Καταραμένες Πολιτείες»,σ.σ.384,εκδόσεις Κυφάντα,2018
Πληροφορίες για το βιβλίο θα βρείτε ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό