Θα σου πω τι έχω πάθει. Έχω βαρεθεί την υποκρισία, γίνομαι όλο και πιο καχύποπτος μόλο που θέλω να είμαι το αντίθετο, έτσι θέτω τα όρια μου προστατεύοντας με, από ένα άγνωστο εχθρό. Αλλά δεν έχω πάθει μόνο αυτό. Βασικά αν σου πω όσα ακριβώς έχω πάθει μπορεί να μου πεις, « έλα ρε μα και εγώ έχω πάθει το ίδιο», και τότε θα αισθανόμαστε λιγότερο μόνοι από αυτό που αρχικά νομίζαμε.
Έχω λοιπόν πάθει ένα οβρεντόουζ, πληροφοριών, ειδήσεων, παραστάσεων, δουλειών, ταξιδιών, κυκλοφοριών, βιβλίων, ταινιών και στο κεφάλι μου χορεύουν όλα τα πρέπει του περήφανου καταναλωτή. Και τότε λέω «να πάνε στο διάολο όλα» και τα αφήνω να πάνε στο διάολο αδιαφορώντας για το καθένα ξεχωριστά. Δεν θέλω να με νοιάζει το καθετί, προτιμώ να ξαπλώνω στον καναπέ και να κοιτάω το ταβάνι και να λέω «πω πω ένα ταβάνι» από το να τρέχω αδιαλείπτως σε όσα με εξαναγκάζει η σύγχρονη καθημερινότητα. Η ρουτίνα μου μπορεί να γίνει η ρουτίνα που έχω επιλέξει αν και είναι σχεδόν αδύνατο να αυτομολήσει κάποιος από τον σύγχρονο ανθρωπάκο.
Είναι αυτός που πέφτει ξαφνικά από τα σύννεφα μόλις κάτι πάει στραβά λέγοντας: «αν είναι δυνατόν, πρώτη φορά συμβαίνει κάτι τέτοιο» και είναι ο ίδιος που θα πει με την ίδια ευκολία: «τους ξέραμε όλους, τα ίδια κάνουν κάθε φορά, δεν αλλάζει η κατάσταση». Είναι ο ίδιος που θα ψάξει το εύκολο χρήμα, το πως θα βολέψει τον εαυτούλη του και τους δικούς του, αυτός που θα ψάξει το διορισμό στο δημόσιο, αυτός που δε θα κόψει απόδειξη, αυτός που θα κοιτάξει να πατήσει πάνω στον άλλο για να βγει λίγο πιο ψηλά. Οι γνωστοί Σκαριμπικοί εαυτούληδες. Και όλα αυτά μαζί με τα πρώτα με αηδιάζουν, με συνθλίβουν, με τραβούν μακριά από τις αντικειμενικές αλήθειες, την πολιτική, την κοινωνία, τις σχέσεις, την κουλτούρα, με τραβούν μακριά από οποιαδήποτε άλλη υποκρισία.

Ζούμε στην κοινωνία κουνούπι, όπου οι εκάστοτε κυβερνήσεις είναι το πελώριο και αδηφάγο κουνούπι που για 4 χρόνια σε ρουφάει από όλες σου τις γωνιές μέχρι να στομώσει. Οι πολιτικοί είναι ένα θέατρο φτιαγμένο από τα συντρίμμια της Τροίας, οι δημοσιογράφοι ταγμένοι, στρατευμένοι, δοσμένοι, οι πολίτες χαμένοι, ταυτισμένοι, αποχαυνωμένοι. Ξέχασα τι ήθελα να πω. Νιώθω να παίζω στο Μήνυμα του Αρ. Χιόνι. Μόνο εικασίες μπορώ να κάνω μα ποτέ δεν είμαι σίγουρος. Δεν ξέρω ποιος είμαι, από που προέρχομαι, που πάω και τι έχω να πω εκεί που πάω. «Να αυτοκτονήσω ή να κάνω καφέ», αναρωτιόταν ο Άλμπερτ Καμύ συμπυκνώνοντας το έργο του Μπέκετ, Περιμένοντας τον Γκοντό σε μια μόνο φράση.
Ένα έργο με ανούσιους διαλόγους, με χωρίς πλοκή, ένα έργο που δεν γίνεται τίποτε, ένα έργο που βαριέται που έγινε έργο. Ένας σατανικός Μπέκετ. Ένας σατανικός πολιτικός κόσμος. Ζούμε σε μια εποχή που τα με λόγια χτίζονται καριέρες, παλάτια, ζωές, πολίτες και κρεμαστές γέφυρες. Ένα ξύσιμο διαρκείας ίσως λυτρώνει περισσότερο από την ποίηση έγραφε ο Νίκος Καρούζος και εγώ προσπαθώ ακόμη να ζυγίζω τα πάντα. Εδώ τα γλυκά εκεί τα αλμυρά, άλλο η σκούπα και άλλο η σφουγγαρίστρα. Βάζω σε τάξη τα πάντα. Κορδώνομαι πως όλα λειτουργούν σωστά. Λίγο πριν πέσω βλέπω ένα όνειρο ότι πέφτω. Τελικά τρώω ένα καρβέλι ψωμί και λέω να μας έχει ο Θεός καλά. Με αυτά και με αυτά κάπως ηρεμώ. Ανοίγω την τηλεόραση στο τρία. Θα μου περάσει.