Γράφει για την Κουλτουρόσουπα.
.
Εσύ μαμά ξέρεις τί σημαίνει να έρχεται η Γιορτή της Μητέρας και το παιδί για πρώτη φορά στη ζωή του να μην έχει παραλήπτη για τις ευχές του;; Για πρώτη φορά να μπαίνει στο σπίτι σου και να το βρίσκει αδειανό;; Για πρώτη φορά να καλεί το τηλέφωνό σου και να μην απαντά κανείς;; Για πρώτη φορά τα λουλούδια που αγαπούσες αντί να στολίζουν το παραθύρι σου με το πλεκτό κουρτινάκι, να κείτονται στο ψυχρό μάρμαρο;; Ίσως τις επόμενες φορές, στις μελλοντικές γιορτές της μητέρας να είναι αλλιώς, το πέρασμα του χρόνου να κάνει την ιαματική δουλειά του όπως λένε, η καρδιά να ΄ναι πιο γαληνεμένη, η απώλεια πιο ανεκτή αφήνοντας στη μνήμη να φυλάξει όλα τα πολύτιμα… ίσως, δεν ξέρω… όμως η πρώτη φορά είναι αγκάθι σουβλερό που «επισημοποιεί» οριστικά και αμετάκλητα σε κλίμα «γιορτινό» τη νωπή ορφάνια σου…

Σου το είχα ξαναπεί μαμά στη γιορτή σου σε έναν καφέ που έμεινε στη μέση… εσύ γκρίνιαζες με το δίκιο σου για τις αρρώστιες που σε βρήκαν και σε κούρασαν όσο κι αν αγαπούσες με πάθος τη ζωή κι όταν σου θύμιζα τη δύναμή σου κι όλα τα όμορφα μελλούμενα που σε περίμεναν, εσύ απαντούσες αμέριμνα με την παροιμιώδη ψυχραιμία σου «ε δεν θα σκάσουμε κιόλας άμα πεθάνω σαν έρθει η ώρα μου! Μακάρι να πάρετε τα χρόνια μου κι όσα ωραία μ’ αξίωσε η ζωή!» Και τότε σου έλεγα ότι τα βάσανα που σε τυραννούν θα τα ξεπεράσεις με το μοναδικό σου «ταλέντο» για ζωή και ότι εμείς τα παιδιά σου σε θέλουμε κοντά μας γιατί είσαι η ρίζα μας… όσα κλαδιά ή παρακλάδια κι αν απλώσουμε, αυτό που μας κρατά στέρεους είναι η γερή ρίζα κι αν κοπεί θα κλονιστεί όλο το δένδρο…θυμάμαι μου πέταξες συγκινημένη αλλά δήθεν αδιάφορη ένα «έννοια σου, βλέπω εγώ τις δικές σας ρίζες… κι άνοιξε τώρα την τηλεόραση άρχισε το σήριαλ…»

Μα να που η ρίζα πριονίστηκε ύπουλα και κόπηκε οριστικά ένα κρύο χειμωνιάτικο μεσημέρι στο κρεβάτι ενός νοσοκομείου, σε μονάδα με απαγορευμένη είσοδο σε «συνοδούς»… έζησα από πριν τη θλιβερή, σοκαριστική κατάρρευση μιας μάνας όμορφης, δοτικής, γενναίας, χαρισματικής, περήφανης, γεμάτης αξιοπρέπεια που κέρδισε επάξια στο διάβα της το σεβασμό και την αγάπη όλων που την γνώρισαν έστω και λίγο, όμως δεν μπόρεσα να ζήσω τις τελευταίες ιερές μοναχικές στιγμές της… δεν θα μάθω ποτέ αν ήταν δραματικές, επώδυνες, γαλήνιες, αν ήθελε κάτι τελευταίο να πει για αποχαιρετισμό, αν ένιωθε την ανάγκη να κρατά κάποιο χέρι για το ταξίδι…Πρόλαβα μόνο μια μέρα πριν, σε μια «λαθραία» είσοδο στη μονάδα και διαισθανόμενη το μοιραίο, να της πω συντετριμμένη «να ξέρεις μαμά ότι σ’ αγαπώ πολύ» κι εκείνη να μου ψιθυρίσει με σβησμένη φωνή «κι εγώ παιδί μου» με τα γαλάζια μάτια της υγρά…Στιγμές καρφωμένες για πάντα σαν πύρινες πρόκες στο μέρος της καρδιάς…
Είχα πολλά ακόμα να σου πω μαμά πριν φύγεις… ξέρω ότι η ψυχή σου τα ακούει όσο μακριά κι αν βρίσκεται, αλλά ήθελα να βλέπω την αντίδραση στο άδολο βλέμμα σου, να αγγίζω το κουρασμένο σου χέρι, να ακούω τα απρόβλεπτα σχόλιά σου με εκείνα τα δικά σου τα νόστιμα που άλλαζαν τη διάθεση στη στιγμή… Ήθελα να σου πω για τελευταία φορά να τα πάρεις μαζί σου, πέρα από το λειψό «σ’ αγαπώ» στο κρεβάτι του πόνου, πόσο σε θαύμαζα για τα χαρίσματά σου, πόσο με επηρέασες άθελά σου, πόσο πρότυπο δύναμης υπήρξες για όλους κι ακόμα ότι έχω ξεχάσει προ πολλού τα καυγαδάκιαμας ή ότι έχω συγχωρήσει τα όποια λάθη σου που φοβάμαι μήπως επαναλάβω κι εγώ στα παιδιά μου καθώς σου μοιάζω… Ήθελα να σου ανοίξω διάπλατα την ψυχή μου για να δεις κάθε κρυφή γωνιά της και να καταλάβεις όσα δεν άφησα να φανούν ή δεν μπόρεσες να διακρίνεις στη σκιά… ήθελα να σου πω κρυμμένα παράπονα που ζητούσαν την παρηγοριά σου και πόσο λαχταρούσα πάνω από οτιδήποτε, τη δική σου επιβράβευση ως απόλυτη δικαίωση, γιατί κανενός άλλου ο έπαινος δεν είχε για μένα την αξία του δικού σου κι όταν με κόπο τον κέρδιζα ήταν σαν να μου χάριζαν ολάκερη τη γη με τ’ αστέρια μαζί…μπορεί πολλά να τα μοιράστηκα μαζί σου σκόρπια μέσα στα χρόνια, αλλά ήθελα την ύστατη στιγμή να στα προσφέρω σαν γλυκό κατευόδιο και σαν φόρο τιμής…

Είναι αλήθεια ότι ζούσαμε πολλά χρόνια χωριστά σε άλλη πόλη με σταθερό σύνδεσμο το τηλέφωνο κι ομολογώ ότι δεν περίμενα να μου λείπεις τόσο πολύ κάποιες «δύσκολες» στιγμές… μπορεί η δουλειά, η καθημερινότητα, ο περίγυρος να παραμερίζουν επιφανειακά το κενό, όμως έρχονται στιγμές που το μυαλό «σκαλώνει» σε κάτι δικό σου κι η ψυχή ανταριάζεται… μια φωτογραφία σου στο άλμπουμ, μια συνταγή με τα γράμματά σου, μια καρφίτσα που μου χάρισες, μια κουβέντα που είπες, μια πετσέτα που μυρίζει το μαλακτικό σου, ένα ρούχο που καρίκωσες, κάποιο τραγούδι αγαπημένο σου, τα κυκλάμινα που λάτρευες, τα κουλουράκια πορτοκαλιού που έφτιαχνες… άπειρα μικρά και καθημερινά που χωρίς να σε ρωτάνε κεντρίζουν απρόσμενα το νωπό τραύμα με επώδυνες σουβλιές… κι όταν έρχεται η μέρα του καθιερωμένου τηλεφώνου, ακόμα ξεχνιέμαι και λέω «να τελειώσω το μαγείρεμα για να πάρω τη μαμά με την ησυχία μου» καθώς μιλούσαμε με τις ώρες κι αμέσως μετά «… ποια μαμά;;; Πώς γίνεται να μη ξαναμιλήσω ποτέ μαζί της;;;» Κοιτώ το νούμερό σου στην ατζέντα και το χέρι αρνείται πεισματικά να τραβήξει τη μοιραία γραμμή διαγραφής κιούτεβέβαια θα το καταφέρει ποτέ…

.
Και τώρα, η πρώτη γιορτή της μητέρας χωρίς εσένα, με το τηλέφωνο βουβό και την απουσία σου να στοιχειώνει τούτη την Κυριακή… Ναι, θα δεχθώ ευχές από τα παιδιά μου, θα χαρώ την αγάπη τους, θα τα αγκαλιάσω, όμως εγώ έχασα τον αποδέκτη της αγάπης μου, ορφάνεψα απότομα κι οριστικά, η δική μου μαμά δεν απαντά πια στις ευχές και το κενό μέσα μου τούτη τη γιορτινή μέρα χάσκει πελώριο να με καταπιεί… Το μόνο που με παρηγορεί είναι η λυτρωμένη από τα βάσανα ψυχή σου που ξέρω ότι με ακούει γαληνεμένη κι ας μην απαντά, ξέρω ότι διαβάζει τούτες τις γραμμές συντροφιά με αγγέλους στον παράδεισο, ξέρω ότι εκεί που βουρκώνει στη στιγμή χωρατεύει κι είναι σαν να ακούω στ’ αυτιά μου τη φωνή σου «καλά τα γράφεις πολυλογού, αλλά τί να το κάνεις; Μια δουλειά να μη τυραννιέσαι, δεν αξιώθηκες! Μάλλιασε η γλώσσα μου αλλά πού εσύ, αγύριστο κεφάλι!» Αχ μαμά… Γερνάω μαμά… Μου λείπεις μαμά…
Αφιερωμένο στην αγαπημένη μου…
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛAσε όλες τις μάνες του κόσμου…