,
Τζορτζ Μπεστ. Ο άνθρωπος, ο αθλητής, o ήρωας. Γράφει ο ηθοποιός Λευτέρης Δημηρόπουλος.
Την περασμένη Δευτέρα, 25 Νοεμβρίου, συμπληρώθηκαν 8 ολόκληρα χρόνια από το θάνατο μιας από τις σπουδαιότερες μορφές στο χώρο του αθλητισμού. Ενός ανθρώπου που άφησε το στίγμα του στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, που άλλαξε τα δεδομένα του αθλήματος στη Μεγάλη Βρετανία, που δοξάστηκε όσο κανένας άλλος εντός κι εκτός γηπέδων. Κι όλα αυτά με μια καριέρα σύντομη, σε μια εποχή δύσκολη, με πολλούς δαίμονες και μια μεγάλη απαγορευμένη αγάπη, το ποτό.
Ο Τζορτζ Μπεστ, αυτή η «μεγαλοφυΐα» όπως τον χαρακτήριζε ο scouter Μπομπ Μπίσοπ στο τηλεγράφημα που έστειλε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ όταν τον πρωτοείδε να κλωτσάει τη μπάλα στα 15 του, άφησε την τελευταία του πνοή στις 25 Νοεμβρίου του 2005 στο νοσοκομείο Κρόμγουελ του Λονδίνου, σε ηλικία 59 ετών. Μαζί άφησε και μια τεράστια παρακαταθήκη για τους λάτρεις της στρογγυλής θεάς (και όχι μόνο), αλλά κι ένα ΓΙΑΤΙ, με ένα μεγάλο ερωτηματικό από πίσω.

Το να γεννιέσαι στη Βόρειο Ιρλανδία, πριν ακόμα καταλαγιάσουν τα πράγματα στο Μπέλφαστ, και να σε αποδέχεται τελικά ολόκληρη η Βρετανία ως τον καλύτερο ποδοσφαιριστή που πέρασε ποτέ από την ιστορία δεν είναι λίγο. Κάθε άλλο… Η πανευρωπαϊκή αναγνώριση και παραδοχή ήρθε απλά για να μεγαλώσει το χάσμα της διαφοράς του με τους υπόλοιπους που ακολουθούσαν. Όταν όμως ο Κρόιφ δηλώνει ότι «αυτό που είχε ήταν μοναδικό», ο Πελέ ότι «ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους ποδοσφαιριστές», ο Μαραντόνα ότι «ήταν το ίνδαλμα μου, οι μαγικές στιγμές του με ενέπνευσαν», ο Εουσέμπιο ότι «ήταν ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής στον κόσμο» και ο σερ Άλεξ Φέργκιουσον ότι «ήταν αναμφισβήτητα ο καλύτερος», τότε το όλο θέμα περνάει σε άλλο επίπεδο. Λέξεις όπως «κορυφαίος», «ταλαντούχος», «εξαιρετικός» δεν έχουν την απαραίτητη για την περίπτωση δυναμική να χαρακτηρίσουν. Φαντάζουν λίγες , φτωχές, για να περιγράψουν ένα είδος ρεαλιστικής, καθημερινής καλλιτεχνίας.


Είναι αυτό το μεταιχμιακό σημείο της ζωής όπου η τέχνη συναντά τον αθλητισμό. Ο άνθρωπος, ο αθλητής, γίνεται ήρωας. Όπως οι ήρωες των παιδικών μας χρόνων, που μένουν για πάντα ζωντανοί στις αναμνήσεις μας. Όπως οι ήρωες στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση και στο θέατρο που τόσο θαυμάσαμε κατά καιρούς όλοι μας. Ήρωας! Ναι! Ο Τζορτζ Μπεστ ήταν ένας ήρωας, ένας καλλιτέχνης του ποδοσφαίρου. Έδινε χρώμα στην ασπρόμαυρη τηλεόραση της εποχής! Απρόσμενος και απρόβλεπτος, όπως κάθε αναγνωρισμένος αρτίστας, έκανε πάντα μέσα στο γήπεδο το αδιανόητο, αυτό που δε θα μπορούσες ούτε καν να φανταστείς ότι γίνεται!
Αυτά μέσα στο γήπεδο. Έξω από αυτό, το ίδιο εκρηκτικός και ασυγκράτητος. Μοντέλο, επιχειρηματίας με ακριβά αυτοκίνητα και πολυτελή σπίτια και φυσικά με τις ωραιότερες γυναίκες πάντα δίπλα του. Τραγουδίστριες, ηθοποιοί, μοντέλα, Μις Κόσμος, τηλεπερσόνες της εποχής πέρασαν κατά καιρούς από το κρεβάτι του. Φόρεσε πρώτος λευκά παπούτσια στο γήπεδο και άφησε πρώτος τα μαλλιά του να μακρύνουν. Έγινε το πρώτο σύμβολο της εποχής. Κάπου εκεί ήρθε και το παρατσούκλι «το πέμπτο σκαθάρι». Κι όλα αυτά πριν καλά, καλά κλείσει τα 26 του χρόνια. Σε μια περίοδο που το star system δεν είχε καμία πρόσβαση στο χώρο του ποδόσφαιρου, που δεν υπήρχαν μάνατζερ για να σε καθοδηγήσουν και να σε προστατέψουν από σκοτεινά μονοπάτια. Ο απόλυτος σταρ… που όμως άρχισε σιγά σιγά να χάνει τον έλεγχο. Πώς να διαχειριστεί κανείς όλα αυτά…
Καμία γυναίκα δεν κατάφερε να μείνει ουσιαστικά, να στεριώσει κοντά του. Μόνος στη ζωή, μόνος και στο γήπεδο. Μόνη συντροφιά του το αγαπημένο του ποτό. Προδομένος από το μεγάλο αυτό πάθος έχανε πολλές φορές την αυτοσυγκέντρωση του δίνοντας έτσι δικαιώματα σε τύπο και ανταγωνιστές. Οδήγησε μεθυσμένος, έπαιξε σε αγώνες μεθυσμένος, υπέπεσε σε τηλεοπτικές γκάφες, καταδικάστηκε (τελικά όμως αθωώθηκε) για σεξουαλική παρενόχληση, έκλεψε πορτοφόλι από τσάντα σε διπλανό τραπέζι για να αγοράσει μια μπύρα… Θολωμένος από το αλκοόλ έφθειρε μέρος της λαμπερής εικόνας που ο ίδιος είχε δημιουργήσει. Δεν ξέπεσε όμως. Δεν πρόλαβε.. Ίσως γι’ αυτό, να φρόντισε η ίδια η ζωή…
‘Αν είχα γεννηθεί άσχημος κανείς δε θα μιλούσε για Πελέ’, είχε δηλώσει. Αλαζονεία; Ή μήπως πραγματικότητα; Δεν είμαι βέβαιος. Όμως είμαι απόλυτα σίγουρος ότι δεν αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγήν. Γιατί λειτουργούσε (εντός κι εκτός γηπέδων) πάντα με το συναίσθημα και ποτέ με τη λογική. ‘Όπως ζωγράφιζε ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ… όπως ερμήνευε ο Λόρενς Ολίβιε… όπως έγραφε ο Ευγένιος Ο’Νηλ… Δε μπορώ να εξηγήσω, δε μπορώ να ορίσω και να κατονομάσω.. Δεν πρέπει να βάλω ταμπέλες και να χαρακτηρίσω μια τέτοια ιερή διαδικασία… γιατί κινδυνεύω να την ισοπεδώσω, με αποτέλεσμα να μην απολαύσω ποτέ τους καρπούς της…
.

.
Υ.Γ. : Μήπως δεν είχε πάθη ο Μπάτμαν; Μήπως δεν είχε αδυναμίες ο Άιρονμαν; Φυσικά και είχαν… Δεν έπαψαν όμως να θεωρούνται ήρωες…
Φωτογραφικό υλικό