Πέρα από αυτό που βλέπεις
(Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη & Παρασκευή στην «Κ»)
Μια φυλακή είναι η σχέση ανάμεσα σε μια μητέρα και την κόρη της όταν και οι δύο υποχρεώνονται να κρατούν μυστικά προκειμένου να μην απογοητεύσουν η μία την άλλη. Σου θυμίζει κάτι από τη δική σου σχέση με τη μητέρα σου;
Γράφει η Νέλη Βυζαντιάδου για την Κουλτουρόσουπα.
Το ζέσταμα
Η αλήθεια είναι ότι κάθε φορά που πρόκειται να δω κάτι, που περιλαμβάνει τη σχέση μητέρας – κόρης, ανυπομονώ να πάρω νέα τροφή για σκέψη καθώς αυτή η σχέση είναι η πρωταρχική σχέση για όλους μας και παίζει σημαντικότατο ρόλο στην προσωπική μας εξέλιξη. Διαβάζοντας συνοπτικά την υπόθεση της παράστασης «Το ατσάλι» ήμουν σίγουρη ότι θα είχα να δω πολλά και να αναλύσω ακόμα περισσότερα.
Φτάνοντας στο θέατρο Αμαλία σκεφτόμουν τι να σημαίνει άραγε για μια κόρη να επισκέπτεται τη μητέρα της στη φυλακή. Με ποια συναισθήματα το επιχειρεί, τι σκέψεις κάνει και πώς διαμορφώνει τη στάση της απέναντι στη γυναίκα, που την έφερε στη ζωή;
Μπαίνοντας στην αίθουσα συνέχισα να αφήνομαι στις σκέψεις μου. Το ατσάλι είναι γνωστό για την ανθεκτικότητα που έχει. Σκληρό υλικό. Ήμουν πολύ περίεργη να δω ποιος ή ποιοι θα αποδεικνυόντουσαν ατσάλινοι, δηλαδή ανθεκτικοί και σε τι. Ακούγοντας το τρίτο κουδούνι να χτυπά, ήξερα πως ήταν ζήτημα ώρας να πάρω απαντήσεις.

Η δράση
Μια φυλακή είναι η ζωή για αυτούς που δεν καταφέρνουν να τη ζήσουν όπως την ονειρεύονται. Μια φυλακή είναι και η οικογένεια καταγωγής όταν αυτή δεν προσφέρει τις απαραίτητες και κατάλληλες ευκαιρίες στα μέλη της και κυρίως στα παιδιά της για να αναπτύξουν το δυναμικό τους και να φτάσουν στους στόχους τους. Μια φυλακή είναι κι ένας γάμος που χαρακτηρίζεται από ψέματα, εκβιασμούς και αποξένωση. Μια φυλακή είναι και η σχέση ανάμεσα σε μια μητέρα και την κόρη της όταν και οι δύο υποχρεώνονται να κρατούν μυστικά προκειμένου να μην απογοητεύσουν η μια την άλλη. Αυτά σκεφτόμουν όσο παρακολουθούσα τις πρώτες σκηνές του έργου.
Σκεφτόμουν όμως και κάτι άλλο. Πόσο άβολο είναι πραγματικά να προσπαθείς να ανοίξεις και στη συνέχεια να διατηρήσεις ζωντανή μια συζήτηση με έναν άνθρωπο, με τον οποίο δεν έχεις να πεις πολλά είτε γιατί δεν σε ενδιαφέρει να πεις πολλά είτε γιατί δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις. Κάτι τέτοιο συνέβη με τη Φαίη, την ισοβίτισσα μάνα, και την Τζόσυ, την κόρη της. Είχαν να βρεθούν 15 ολόκληρα χρόνια και το μόνο που μπορούσαν να μοιραστούν ήταν άχρηστες και ανούσιες πληροφορίες της καθημερινότητας. Είχαν να πουν τόσα πολλά κι εκείνες δεν ήξεραν τι να συζητήσουν. Κι όπως φαινόταν, η πιο αμήχανη από τις δύο ήταν η μητέρα. Ίσως γιατί κουβαλούσε μέσα της μια πολύ σκληρή αλήθεια, σκληρή σαν το ατσάλι. Μια αλήθεια που δεν τολμούσε να αποκαλύψει γιατί ήθελε να προστατέψει το παιδί της. Το παιδί της που στο μεταξύ είχε γίνει μια ενήλικη γυναίκα.
Κι όσο κι αν δοκίμαζε η Τζόσυ να μιλήσει για κάτι πιο σοβαρό, η μητέρα έμενε στα επιφανειακά αποφεύγοντας με κάθε τρόπο τα υπόλοιπα. Κι εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα κι άλλες μητέρες που αποφεύγουν να μιλούν για τα σοβαρά και τα ουσιαστικά προκειμένου να μην πυροδοτήσουν εντάσεις και να μη βρεθούν σε συγκρούσεις. Λες και το να συζητούν για οτιδήποτε άλλο πέρα από αυτό, που έχει σημασία, θα προστατέψει τη σχέση. Ποια σχέση δηλαδή; Τη σχέση που είχαν κάποτε με το παιδί τους. Τότε που το παιδί ήταν παιδί και δεν ήξερε να ξεχωρίζει το σοβαρό από το επιφανειακό. Κι όμως η αλήθεια είναι πως όταν οι άνθρωποι αισθάνονται ασφαλείς μέσα τους και μεταξύ τους, δε φοβούνται την επικοινωνία. Όσο πιο ασφαλείς νιώθουν, τόσο καλύτερα επικοινωνούν μεταξύ τους. Κι όσο καλύτερα επικοινωνούν μεταξύ τους, τόσο πιο ανοιχτά μιλούν για τα προβλήματα που εμφανίζονται μέσα στην οικογένεια. Κι όσο πιο ανοιχτά μιλούν για τα προβλήματα, τόσο ευκολότερα βρίσκουν λύσεις. Όταν όμως δε νιώθουν ασφαλείς, αποφεύγουν οποιαδήποτε ειλικρινή συζήτηση ή χρεώνουν άλλους προκειμένου να εξηγήσουν το πρόβλημα, που υπάρχει.

Η κόρη βέβαια επέμενε να μάθει. Ήθελε να μάθει και να θυμηθεί. Να θυμηθεί λεπτομέρειες από τον πατέρα της. Να μάθει τι έγινε ανάμεσα σε αυτόν και τη μητέρα της. Λες και μπορούσε να τον δει μόνο μέσα από τα μάτια της μητέρας της. Λες και η μνήμη της ήταν εξαρτημένη από τις αφηγήσεις της μητέρας της. Λες και αν δεν άκουγε τις ιστορίες από το στόμα της μητέρας της, δεν θα μπορούσε να ανακαλέσει τις δικές της ιστορίες. Έτσι όπως συμβαίνει με πολλά παιδιά που δεν προλαβαίνουν να γνωρίσουν καλά και τους δυο γονείς γιατί ο ένας παρεμβαίνει στη σχέση του παιδιού με τον άλλο γονιό. Κι αν αναρωτιέστε πώς ακριβώς παρεμβαίνει, η απάντηση είναι απλή. Παρεμβαίνει με το να επιτρέπει και να απαγορεύει. Παρεμβαίνει με το να περιγράφει και να δείχνει. Παρεμβαίνει με το να φωτίζει και να σκοταδοποιεί. Και σε όλα αυτά το παιδί ακολουθεί. Και συνεχίζει να ακολουθεί ακόμα κι όταν ενηλικιωθεί. Δεν είναι λίγοι οι ενήλικες, που συνεχίζουν να βλέπουν τον ένα τους γονιό μόνο μέσα από τα μάτια του άλλου γονιού. Δεν είναι λίγοι οι ενήλικες, που διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα γιατί αυτήν έμαθαν και αυτήν κουβαλούν μέσα τους.
Κι όσο η Φαίη, η μητέρα, έδειχνε εύθραυστη, τόσο έχανε την ικανότητα να επικοινωνήσει συναισθηματικά με την κόρη της. Δεν είναι ότι δεν την αγαπούσε. Δεν ήξερε όμως πώς να παραμείνει σκληρή σαν το ατσάλι μέσα της για να δώσει χώρο στις ανησυχίες, τους φόβους και τους προβληματισμούς της Τζόσυ. Αυτό που έκανε καλά ήταν να της ζητά. Να της ζητά να ζήσει τη ζωή της μέσα από αυτήν. Να της ζητά να δει το φως μέσα από το φως, που θα της έφερνε εκείνη με τα νιάτα της και τη ζωντάνια της. Να της ζητά να βάλει χρώμα στην άτονη ζωή της, βλέποντας την να φορά το κόκκινο φουστάνι.Κι η κόρη συμμορφωνόταν στις οδηγίες που άκουγε γιατί ήταν εκεί για να αναπληρώσει το χαμένο χρόνο. Αν αναπληρώνεται ποτέ ο χαμένος χρόνος σε μια σχέση, μονολογούσα μέσα μου. Κι αν είναι τελικά χρέος του παιδιού να κάνει τόσα βήματα για να πλησιάσει τη μητέρα του.

Κι ήταν εκεί που θυμήθηκα τον οικογενειακό θεραπευτή Minuchin και την περιγραφή που κάνει για το γονεοποιημένο παιδί, δηλαδή για το παιδί που θυσιάζει τις δικές του ανάγκες για να φροντίσει τις ανάγκες του γονιού του με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται να βάλει όρια, να μη μαθαίνει πώς να είναι σε μια υγιή σχέση και να μην έχει σχηματισμένη προσωπική ταυτότητα. Σύμφωνα με τον ίδιο υπάρχουν τρεις τύποι γονεοποιημένου παιδιού: το παιδί – γονέας, που αναλαμβάνει πρακτικές δουλειές μέσα στην οικογένεια προκειμένου να ξεκουράσει το γονιό και να φροντίσει τα μικρότερα αδέλφια όταν υπάρχουν. Είναι το παιδί που μαγειρεύει, βάζει πλυντήρια, σιδερώνει και καταπιάνεται με οτιδήποτε του αναθέτει ο γονιός του νιώθοντας μάλιστα σημαντικό και ξεχωριστό. Δεύτερος τύπος είναι το παιδί – σύζυγος, που παίρνει ουσιαστικά τη θέση του συντρόφου όταν οι γονείς δεν επικοινωνούν καλά μεταξύ τους και δε μοιράζονται έναν ευτυχισμένο γάμο. Τέλος έχουμε το παιδί – φίλος, που είναι το παιδί που μοιράζεται τον ελεύθερο χρόνο του με το γονιό του για να του κρατήσει παρέα και να κάνει πιο ενδιαφέρουσα τη ζωή του. Εμφανίζεται όταν ο ένας από τους δύο γονείς απουσιάζει παίρνοντας τη μορφή ενός καλού φίλου. Αυτό ήταν λοιπόν η Τζόσυ αφού αυτό της ζήτησε η μητέρα της. Ήταν η έμπιστη φίλη της μητέρας της, που προσπαθούσε να την παρηγορήσει εξιστορώντας της περιστατικά και σκηνές από τη δική της ζωή. Ήταν η φίλη, που άκουγε τα παράπονα της μητέρας της χωρίς να μπορεί να ακουμπήσει πάνω της ή να στηριχθεί στη δική της καθοδήγηση. Ήταν η φίλη, που πάλευε να ανεχτεί τα συναισθηματικά ξεσπάσματα της μητέρας αντί να ασχολείται με τις δικές της πληγές.
Λες και ο μόνος τρόπος για να βρει την ελευθερία της η μητέρα, ήταν να φυλακιστεί και η κόρη. Ή μήπως όχι; Αυτό αναρωτήθηκα όταν είδα την Τζόσυ να μπαίνει πίσω από τα κάγκελα. Και ξέρουμε καλά πως η χειρότερη φυλακή μπορεί να γίνει ο ίδιος μας ο εαυτός.

Το κλείσιμο
Φεύγοντας από το θέατρο μίλησα ελάχιστα με τη φίλη με την οποία είδα το έργο. Δεν ήθελα να πω και να ακούσω πολλά γιατί ήθελα να κρατήσω ατόφιο το υλικό μέσα μου ώστε να το αποτυπώσω στο χαρτί όσο πιο αυθόρμητα θα μπορούσα. Αυτό όμως που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν ότι κάθε μια μας έριξε τον προβολέα σε διαφορετικά σημεία. Εκείνη μίλησε για τις αλήθειες που κρατούσε μέσα της αυτή η μητέρα και που δεν ξεστόμισε ποτέ στην κόρη της με στόχο να την προστατέψει. Ίσως μάλιστα, σύμφωνα πάντα με τη φίλη μου, να μην αποκαθήλωσε τον πατέρα, δηλαδή τον άντρα που είχε δολοφονήσει, για να μπορέσει η Τζόσυ να τον κρατήσει μέσα της με όμορφα χρώματα. Εγώ από την άλλη μίλησα για μια τοξική και ακατάλληλη μητέρα, που ζούσε σχεδόν παρασιτικά εις βάρος της κόρης της και που έβαζε πάνω από όλα και όλους τον εαυτό της και τις ανάγκες της. Θυμήθηκα μάλιστα πως σε κάποια σκηνή του έργου η κόρη είχε πάει πίσω από τα σίδερα του κελιού και ακούστηκε πως η ζωή της είχε συνθλιβεί τόσο πολύ που κόντευε να γίνει μικρότερη από τη ζωή της Φαίη μέσα στο κελί.
Πάντως για την ιστορία να πω ότι η φίλη μου είναι μητέρα κι εγώ όχι. Κι αυτό εξηγεί πολλά. Κι όπως συμβαίνει με κάθε παρατηρητή, που είναι έξω από ένα σύστημα ρόλων, καταφέρνει να διακρίνει σχήματα και σκιές με μεγαλύτερη ευκολία.