Στο πλαίσιο της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων, η τήρηση συστημάτων βιντεοεπιτήρησης αποτελεί ίσως την ουσιωδέστερη επέμβαση στην προσωπικότητα και την ιδιωτικότητά τους
Η εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων βιντεοεπιτήρησης με τη λήψη ή και καταγραφή εικόνας ή και ήχου δια συλλογής, διατήρησης, αποθήκευσης, πρόσβασης και διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον χώρο εργασίας, συνιστά καταρχήν ένα από τα μέτρα που δύναται να λαμβάνει ο εργοδότης, προς αποτροπή πρόκλησης οικονομικής ζημίας του, λόγω ενδεχόμενων εγκληματικών ενεργειών (λ.χ. κλοπή στο κατάστημα που είναι εγκατεστημένα). Με δεδομένο όμως πως, παρά τους θεμιτούς σκοπούς για τους οποίους τα εν λόγω συστήματα εγκαθίστανται, πραγματοποιούν συλλογή και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των εργαζομένων (λ.χ. του προσώπου τους, των κινήσεών τους και της δραστηριότητάς τους εν γένει) και συνιστούν επέμβαση στα ατομικά δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής κατ’ άρθρο 9 του Συντάγματος, 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΧΘΔΕΕ) και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), καθώς και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων τους κατ’ άρθρο 9Α του Συντάγματος, 8 του ΧΘΔΕΕ και 8 της ΕΣΔΑ, εύλογα τίθενται φραγμοί στην ελευθερία του εργοδότη να προβαίνει σε σχετικές ενέργειες. Το εν λόγω ζήτημα απασχόλησε ακριβώς την πολύ πρόσφατη υπ’ αριθ. 337/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.
Τα πραγματικά περιστατικά και ο συλλογισμός του δικαστηρίου
Η υπόθεση που πραγματεύτηκε το δικαστήριο αφορά σε εργαζόμενο, ο οποίος προσλήφθηκε σε επιχείρηση παροχής υπηρεσιών εκτελωνισμού και διαδικτύου, προκειμένου να απασχοληθεί ως υπάλληλος με την ειδικότητα του γραφίστα, απασχολούμενος αρχικά στις φυσικές εγκαταστάσεις του εργοδότη και από το Μάρτιο του 2020, κατά την έναρξη δηλαδή των περιορισμών κυκλοφορίας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, με τηλεργασία. Από την έναρξη της εργασιακής του σύμβασης μέχρι και την τροπή του τρόπου απασχόλησής του σε τηλεργασία, απασχολούνταν υπό την παρακολούθηση κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, το οποίο είχε εγκατασταθεί χωρίς την προηγούμενη ενημέρωσή του και εστίαζε στη θέση εργασίας του, γεγονός για το οποίο διαμαρτυρήθηκε στην εναγόμενη εργοδότρια εταιρία, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Άσκησε επομένως αγωγή με αίτημα (μεταξύ άλλων) τη χρηματική αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητάς του λόγω της χρήσης του συστήματος βιντεοεπιτήρησης.
Κατά το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, σχηματίστηκε πλήρης δικανική πεποίθηση ως προς την ύπαρξη κάμερας, η οποία εστίαζε στη θέση εργασίας του ενάγοντος, ώστε να ελέγχεται η απόδοσή του και η αδιάλειπτη και απρόσκοπτη ενασχόλησή του με το αντικείμενο της εργασίας του στην εργοδότρια εταιρία. Εφόσον, σύμφωνα με τις παραδοχές του Δικαστηρίου, η τοποθέτηση τέτοιου κυκλώματος δεν εξυπηρετεί άλλον υπέρτερο σκοπό, δεν είναι επιτρεπτή εντός του χώρου εργασίας και παραβιάζει την αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας κατά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 1 του Γενικού Κανονισμού Προσωπικών Δεδομένων. Πράγματι, δεν αποδείχθηκε ότι η τοποθέτηση κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης αποτελεί τρόπο προστασίας των εργαζομένων λόγω της εγκληματικότητας της περιοχής, ούτε ότι θα μπορούσε να αποτρέψει από τυχόν εξωγενείς κινδύνους λόγω της επικινδυνότητάς της, όπως ισχυρίστηκε η εναγόμενη εταιρία. Γι’ αυτό το λόγο, έκανε δεκτό το σχετικό αίτημα, υποχρεώνοντας την εργοδότρια εταιρία να του καταβάλει το ποσό των 500 ευρώ νομιμοτόκως.
Σκέψεις επί της απόφασης
Στο πλαίσιο της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων, η τήρηση συστημάτων βιντεοεπιτήρησης αποτελεί ίσως την ουσιωδέστερη επέμβαση στην προσωπικότητα και την ιδιωτικότητά τους, γι’ αυτό και ο δικαστικός έλεγχος νομιμότητάς τους πρέπει να είναι αυστηρός. Έχει υποστηριχθεί σποραδικά δε, πως η χρήση καμερών στο χώρο εργασίας απαγορεύεται συλλήβδην, εφόσον δεν έχουν ενημερωθεί σχετικά οι εργαζόμενοι (ΜονΠρωτΑθ 236/2022, Αρμ. 2024, 582). Αντίστοιχο επιχείρημα θα μπορούσε να αντληθεί και από τη γραμματική ερμηνεία των άρθρων 5 παρ. 1 περ. α’ του ΓΚΠΔ σχετικά με την αρχή της διαφάνειας, όπως αυτή συγκεκριμενοποιείται στα άρθρα 12 επ. του ΓΚΠΔ ως προς την υποχρέωση ενημέρωσης των εργαζομένων. Ορθότερη φαίνεται να είναι ωστόσο η άποψη, σύμφωνα με την οποία εντοπίζεται εξαίρεση στην ανωτέρω απόλυτα διατυπωμένη θέση, με βάση το άρθρο 6 παρ. 1 περ. στ’, σύμφωνα με το οποίο «η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τους σκοπούς των έννομων συμφερόντων που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τρίτος, εκτός εάν έναντι των συμφερόντων αυτών υπερισχύει το συμφέρον ή τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες του υποκειμένου των δεδομένων που επιβάλλουν την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ιδίως εάν το υποκείμενο των δεδομένων είναι παιδί». Η εν λόγω διάταξη αξιώνει τη στάθμιση μεταξύ των αντιτιθέμενων συμφερόντων των μερών, του εργαζόμενου αφενός για σεβασμό της ιδιωτικής του σφαίρας και της αξιοπρέπειάς του, του εργοδότη αφετέρου για την ικανοποίηση μέσω της χρήσης των καμερών των εκάστοτε επιχειρηματικών του συμφερόντων. Μόνο εάν υπερισχύσουν τα εργοδοτικά συμφέροντα, θα κριθεί νόμιμη η τοποθέτηση συστήματος βιντεοεπιτήρησης στην επιχείρηση.
Επιστρατεύεται με λίγα λόγια η αρχή της αναλογικότητας, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο λόγος για τον οποίο ο εργοδότης επιλέγει να χρησιμοποιήσει κάμερες παρακολούθησης των εργαζομένων είναι πρόσφορος, δε μπορεί να ικανοποιηθεί με ηπιότερα για τα συμφέροντα των εργαζομένων μέτρα και δε συνεπάγεται για τους τελευταίους μεγαλύτερου βαθμού προσβολή, από την ωφέλεια που επιδιώκει ο εργοδότης να αποκομίσει. Τα σημεία εγκατάστασης δηλαδή των καμερών και ο τρόπος λήψης των δεδομένων πρέπει να προσδιορίζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε τα δεδομένα που συλλέγονται να μην είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού της επεξεργασίας και να μη θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των εργαζομένων που βρίσκονται στο χώρο που επιτηρείται και ιδίως να μην παραβιάζεται ο πυρήνας της ιδιωτικής τους ζωής.
Όπως γίνεται δεκτό σε υποστηριζόμενες θέσεις, η παρακολούθηση των εργαζομένων κρίνεται δικαιολογημένη, εάν υπαγορεύεται από ειδικές και εξαιρετικές περιστάσεις, όταν λ.χ. δικαιολογείται από τη φύση και τις συνθήκες εργασίας και είναι απαραίτητο για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων ή την προστασία κρίσιμων χώρων εργασίας, όπως στρατιωτικά εργοστάσια, τράπεζες, εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου. Έτσι, σε έναν «τυπικό» χώρο γραφείων επιχείρησης, η βιντεοεπιτήρηση πρέπει να περιορίζεται μόνο στους χώρους εισόδου και εξόδου, ενώ απαγορεύεται η επιτήρηση αιθουσών γραφείων ή διαδρόμων. Αντίστοιχο θεμιτό ενδιαφέρον πρέπει να γίνει δεκτό πως συντρέχει και σε περίπτωση που ο εργοδότης έχει βάσιμες υποψίες τέλεσης αδικημάτων, επομένως επιστρατεύει τη χρήση συστήματος βιντεοεπιτήρησης, προκειμένου να εντοπίσει τις παραβατικές πράξεις. Ακόμη και τότε όμως, αφενός ο βαθμός της βεβαιότητας του εργοδότη εξετάζεται με αυστηρότητα (δεν αρκεί απλή υποψία, αλλά θα πρέπει αυτή να είναι βάσιμη), αφετέρου τίθενται χρονικά και χωρικά όρια σε αυτή του τη δυνατότητα, αφού η δυνατότητα του αυτή για παρακολούθηση των εργαζομένων ασφαλώς δεν είναι απεριόριστη.
Τις ίδιες αξιολογήσεις φαίνεται να πραγματοποιεί και η εδώ σχολιαζόμενη απόφαση, με βάση την αρχή της αναλογικότητας και κατά στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των μερών, απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον ισχυρισμό της εναγόμενης εταιρίας περί τοποθέτησης του συστήματος των καμερών για λόγους καταπολέμησης της εγκληματικότητας. Τούτο είναι εύλογο, ιδιαίτερα στην προκειμένη περίπτωση που η κάμερα ήταν στραμμένη σε καθαυτή τη θέση εργασίας και όχι ενδεχομένως στην είσοδο και την έξοδο των εγκαταστάσεων. Συναφώς, αυτονόητο είναι και το ότι ο τομέας δραστηριότητας της εναγόμενης εταιρίας δεν υπάγεται σε κάποιον απ’ τους ως άνω αναφερόμενους τομείς που θα δικαιολογούσαν την τήρηση συστήματος βιντεοεπιτήρησης, λόγω της συνδρομής ειδικών και εξαιρετικών περιστάσεων, ούτε ασφαλώς εντάσσεται κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας σε τομείς δραστηριότητας οι οποίοι είναι επιρρεπής σε εγκληματικές πράξεις, όπως θα ήταν λ.χ. ένα σουπερμάρκετ.
Είναι δε κρίσιμο το γεγονός πως, ακόμη κι αν ήθελε κριθεί πως το εν λόγω σύστημα βιντεοεπιτήρησης τοποθετήθηκε πράγματι για λόγους προστασίας από εγκληματικές ενέργειες, δεν υπήρξε εντούτοις οιαδήποτε ενημέρωση του ενάγοντος αλλά και των λοιπών εργαζομένων ως προς αυτό. Πράγματι στο άρθρο 12 του ΓΚΠΔ καθιερώνεται υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας δεδομένων, να προβαίνει στην προσήκουσα ενημέρωση των εργαζομένων, προτού αυτοί εισέλθουν στην εμβέλεια του συστήματος βιντεοεπιτήρησης. Προς τούτο, πρέπει να αναρτώνται σε επαρκή αριθμό και σε εμφανή σημεία ευδιάκριτες πινακίδες, στις οποίες θα αναγράφεται το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου θα γίνεται η επεξεργασία, ο σκοπός, καθώς και το άτομο με το οποίο οι ενδιαφερόμενοι δύνανται να έλθουν σε επικοινωνία, ώστε να ασκήσουν τα δικαιώματα που παρέχονται από το Ν. 4624/2019 και τον Καν. 679/2016. Παράλειψη της ουσιώδους αυτής υποχρέωσης λαμβάνεται δεόντως υπόψη από το δικαστήριο κατά την επιχειρούμενη από αυτό στάθμιση. Συνεκτιμώντας όλα τα ανωτέρω, το δικαστήριο εύλογα δεν ανηύρε ένα θεμιτό σκοπό επεξεργασίας των δεδομένων του ενάγοντος, μέσω συστήματος βιντεοεπιτήρησης, καταλήγοντας στην κρίση πως τούτο είχε εγκατασταθεί αποκλειστικά για την αξιολόγηση της απόδοσής του, συντελώντας δηλαδή παράνομη επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων.
Μολονότι όμως ο συλλογισμός του δικαστηρίου περί του επιτρεπτού ή μη της παρακολούθησης του ενάγοντος βαίνει προς τη σωστή κατεύθυνση, εντούτοις η επιδίκαση του ποσού των 500,00 ευρώ ως αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, ουδόλως επαρκεί κατά την κρίση μας για την ικανοποίησή του. Ο δικαστής ενδεχομένως συνεκτίμησε στοιχεία, όπως λ.χ. το γεγονός πως το σύστημα βιντεοεπιτήρησης προέβαινε αποκλειστικά σε λήψη εικόνας, χωρίς να καταγράφει και ήχο (γεγονός που όμως δεν προκύπτει σαφώς από το αιτιολογικό της απόφασης), περιορίζοντας έτσι την έκταση προσβολής που υπέστη. Ωστόσο, το τελικώς επιδικασθέν πόσο, με βάση και τα λοιπά στοιχεία που προκύπτουν από το σώμα της εν θέματι απόφασης (τον τομέα δραστηριότητας της επιχείρησης και εάν αυτός δύναται κατ’ εξαίρεση να επιτρέψει την χρήση καμερών παρακολούθησης, τη διάρκεια της εν λόγω προσβολής και την ανυπαρξία προηγούμενης ενημέρωσης του ενάγοντος), δεν φαίνεται να επαρκεί για την αποκατάστασης της ηθικής βλάβης που υπέστη ο εργαζόμενος.
Πηγή: www.grammenoslegal.gr