Γράφει η Ελένη Γιαννακίδου για την Κουλτουρόσουπα (+photos)
Διαβάζοντας τα θέματα των φετινών πανελλαδικών εξετάσεων στα Νέα Ελληνικά που αφορούν την καλλιέργεια και ενίσχυση της Ιστορικής μνήμης και της Πολιτιστικής κληρονομιάς, σκέφτομαι πώς μπορούμε κι εμείς οι ενήλικες εκτός από τα Σχολειά, τα Ιστορικά βιβλία, τους Πολιτιστικούς συλλόγους και τα Πολιτιστικά δρώμενα, να ενδυναμώσουμε αλλά και να καλλιεργήσουμε το ενδιαφέρον των νέων – παιδιών μας ή φίλων μας – για το ιστορικό μας παρελθόν. Τι μπορώ δηλαδή εγώ ως γονιός να κάνω για να ενισχύσω αυτή την Ιστορική μνήμη και τα παιδιά μου να νιώσουν αυτή την ιστορική συνέχεια – κι ο νους μου τότε αυτόματα και συνειρμικά πηγαίνει σε ένα ταξίδι, ένα ταξίδι που πραγματοποίησα το προηγούμενο καλοκαίρι με την οικογένειά μου στην Νότια Πελοπόννησο, στα Κάστρα της Παλιάς Ελλάδας. Τα Κάστρα, πέρα από αμυντικά φρούρια ή Ακροπόλεις, πέρα από τόποι πολιτιστικής κληρονομιάς, υπήρξαν καταφύγια, τόποι εξορίας και φυλακής αλλά και τόποι περίθαλψης κι εγκατάστασης πονεμένων ανθρώπων-προσφύγων, που έχασαν οικογένεια, φίλους, περιουσίες, στους οποίους απαγορεύτηκε ο νόστος της επιστροφής, και χαράκτηκε στο μυαλό η μνήμη για τις Χαμένες Πατρίδες. Ένα τέτοιο κορίτσι προσφυγιάς υπήρξε κι η γιαγιά μου.

Η γιαγιά Βικτωρία δεν ήξερε γράμματα, 10 χρονών κυνηγημένη, όπως όλοι οι Έλληνες του Πόντου που είχαν σωθεί, έφτασε με την οικογένειά της στα παράλια και μπόρεσαν να περάσουν απέναντι στη Μητέρα-Ελλάδα. Η γιαγιά δεν ήξερε να διαβάζει, ήξερε όμως απ΄έξω τη Μυθολογία, την Ιστορία του Πόντου και της Ιωνίας, την Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας και την εκστρατεία του Μέγα Αλέξανδρου. Πολλές φορές τ απογεύματα, όταν ερχόταν σπίτι μας να κάνει παρέα τη μητέρα μου, με έβαζε να της διαβάζω τα σχολικά βιβλία της Ιστορίας και δάκρυζε…. Δεν πολύ καταλάβαινα τότε: «γιατί μια μεγάλη γυναίκα να κλαίει» αναρωτιόμουν… Η γιαγιά μου έκλαιγε για την Πατρίδα, για τον Τούρκο που τους κυνήγησε, για το κοριτσάκι της, την Τασούλα της, που έφυγε από τη ζωή νωρίς , για το ότι χήρεψε μικρή….
Σκεφτόταν όλα αυτά η γιαγιά κι έκλαιγε αλλά μετά αυτόματα τα μάτια της έλαμπαν «Λένγκω, μου έλεγε, όταν μπορέσεις, να πας στην Πύλο, να δεις εκεί ομορφιά, Παλιά Ελλάδα βλέπεις, να πας εκεί, να επισκεφτείς το Κάστρο». «Στην Πύλο, συνέχιζε, μας μετέφεραν από τη Μικρά Ασία το 1922. Εκεί, μας έβαλαν προσωρινά να μείνουμε, στο Κάστρο. Θυμάμαι, μου έλεγε η γιαγιά, να κατεβαίνουμε όλα τα παιδιά μαζί από τα τείχη του το λόφο κάτω στην πόλη και να πουλάμε τσαλιά. Οι ντόπιοι μάς φέρονταν καλά, μας έδιναν χρήματα, ρούχα, ψωμί, φαγητό. Πολλοί που πέθαναν, τους θάψαμε στο Κάστρο, δίπλα στη Εκκλησία. Να πας Λένγκω, μου ξανάλεγε, να πας στην Πύλο».
Και να που αξιώνομαι μεγάλη πια, και κάνω με τον άνδρα μου και τα παιδιά μας αυτό το ταξίδι. Φτάνουμε στην παραθαλάσσια Πύλο γύρω στις 11.00 το πρωί. Ο Αυγουστιάτικος ήλιος ψηλά στον ουρανό να λούζει την πόλη, ζέστη πολλή. Κατευθυνόμαστε στην Πλατεία, τεράστια με ένα μνημούρι αφιερωμένο στους τρεις Ναυάρχους και στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου, γύρω κανόνια και πανύψηλα πλατάνια που κάνουν σκιά στα τραπεζάκια των ζαχαροπλαστείων. Καθόμαστε να πιούμε χυμούς και να γλυκάνουμε τον ουρανίσκο μας με ντόπια γλυκά και παγωτά.
Ήρθε το μεσημέρι, ξεχαστήκαμε στη δροσιά των πλατανόφυλλων.. ”Το Κάστρο, λέω στον σύζυγό μου, να επισκεφτούμε το Κάστρο.» Τεράστιο δεσπόζει στην άκρη της Πόλης. Δεν βρίσκουμε την είσοδο. Πιο πέρα, ένας σταθμός Πυροσβεστικής , σταματάμε και ρωτάμε.
«Θα πάτε με ταυτοκίνητο, μας συμβουλεύουν, θα εντυπωσιαστείτε, είναι πολύ μεγάλο». Αλήθεια, φθάνουμε στην είσοδό του, στο Νιόκαστρο, όπως το λένε οι ντόπιοι, παίρνουμε τα εισιτήρια και παρατηρούμε το χώρο: μια τεράστια αυλή με πολλά κτίρια περιμετρικά της που τώρα στεγάζουν το Αρχαιολογικό Μουσείο, Μουσείο Ενάλιας Αρχαιολογίας, Μουσείο Δυτών, Μουσείο τοπικής ιστορίας… Στην αυλή υπάρχουν δέντρα, παγκάκια και ένα τζαμί που μετατράπηκε σε καθολική κι ορθόδοξη έπειτα εκκλησία, εντυπωσιακό κτίσμα με εμφανείς τις αλλαγές και τη χρήση του στις εκάστοτε Ιστορικές περιόδους. Γύρω από την αυλή, τείχη και περίβολος που μπορούν τα πιτσιρίκια μας να περπατήσουν και ν απολαύσουν τη θέα στο Πέλαγος και στη νήσο Σφακτηρία. Στους κάτω χώρους του Κάστρου υπάρχει αυλή πλαισιωμένη με αψιδωτές καμάρες και προμαχώνες, σε κάποιους τέτοιους χώρους εκτίθενται μεγάλοι Πίθοι κι Αμφορείς από Ναυάγια κι άλλοι χώροι αποτελούν χώρους αποθήκευσης και συντήρησης. Εντυπωσιάζομαι από το μέγεθός του.
Σκέφτομαι τη γιαγιά μου, μικρό κοριτσάκι μ όνειρα στοιβαγμένα και πόνο στην καρδιά, να κοιμάται μ άλλα παιδάκια σ ένα από τα κτίρια του Κάστρου, να παίζει κάτω από τα δέντρα, να περιμένει στην εκκλησία το συσσίτιο… Σε μια γωνία, κοντά στην εκκλησία υπάρχει ένα μνημείο, αφιερωμένο σ αυτούς που έζησαν και πέθαναν στο Κάστρο, εδώ είναι κι ο τάφος του αδερφού της γιαγιάς μου σκέφτομαι και προσκυνώ…
Φαντάζομαι στην Πατρίδα, εκεί στην περιοχή του Αντάπαζαρ, ψηλά στο λόφο, τη γιαγιά να βλέπει τη Μαύρη Θάλασσα, ενώ από δω, από το Κάστρο, ν αγναντεύει το Ιόνιο. Υποθέτω πως μέσα στο Κάστρο η γιαγιά αισθανόταν προστατευμένη, όχι για να αντιμετωπίσει τον εχθρό με τα κανόνια στις πολεμίστρες των τειχών, αλλά με τη θέληση να νικήσει η οικογένειά της τη φτώχεια, την πείνα και να ενσωματωθεί όπως τόσοι άλλοι ξεριζωμένοι Έλληνες στη νέα της πια πατρίδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Το άρθρο μου αυτό το αφιερώνω στη μνήμη της γιαγιάς μου που έζησε έως σχεδόν τα ενενήντα της χρόνια, που είδε παιδιά, εγγόνια και δισέγγονο, που με συμβούλευε να κάνω κάθετι που σκέφτομαι στη ζωή μου νοικοκυρεμένα κι εύμορφα! Στη γιαγιά μου, που ήρθε για μόνιμη εγκατάσταση, όπως χιλιάδες ξεριζωμένοι Έλληνες Πόντιοι και Μικρασιάτες, στη Μακεδονία, που δάκρυζε, όταν θυμόταν τα χωριά του Αντάπαζαρ, που στερήθηκε το σχολείο και την παιδική ανεμελιά αλλά που καμάρωνε που εγκαταστάθηκε σε χωριό της Βέροιας, κοντά στο τόπο του Μέγα Αλέξανδρου… Μαζί, τιμώ και σέβομαι όλα εκείνα σαν τη γιαγιά μου νέα παιδιά που έζησαν την προσφυγιά, που αναγκάστηκαν γρήγορα να μεγαλώσουν, να προσαρμοστούν στην ελληνική πραγματικότητα, να δημιουργήσουν αξιοπρεπή σπιτικά, να ανυψώσουν περισσότερο τον ελληνισμό δηλώνοντας συνεχώς την αγάπη τους για την πατρίδα, την περηφάνεια για την Ελλάδα!
Επίλογος
Μ αφορμή τις αφηγήσεις της γιαγιάς μου, σαν ήμουν μικρή, αλλά κι άλλων συγγενικών μου προσώπων που έζησαν σημαντικά ιστορικά γεγονότα που χαράκτηκαν στη μνήμη τους, έκανα αυτό και πολλά άλλα ταξίδια με τα παιδιά μου. Μέσα απ τις εικόνες, τα μνημεία και τα μέρη, βρέθηκα λίγο και γω στη θέση των προγόνων μου, συγκινήθηκα, έκλαψα, γέλασα, ένιωσα περιέργεια, ρώτησα και μίλησα με ντόπιους, συνέχισα με τη φαντασία μου τις ιστορίες τους, έκανα τις ανάλογες αναφορές και συγκρίσεις με το τώρα, συζήτησα με τα παιδιά μου. Νομίζω πως κάτι παραπάνω σκιρτά μέσα στην καρδιά των νέων για το Ιστορικό παρελθόν κάνοντας τέτοια ταξίδια, ένα κομμάτι επιπλέον του Ιστορικού παζλ συμπληρώνεται και νιώθω πως σκάει κι ο πρώτος καρπός της επιθυμίας να συνεχίσουν μόνοι τους πια, καθώς θα μεγαλώνουν, ν αναζητούν στοιχεία κι εικόνες, να δίνουν την αρμόζουσα βαρύτητα στο Ιστορικό παρελθόν, να διαβάζουν Ιστορικές πηγές, να ενημερώνονται, να μην ξεχνούν και να προσπαθούν να αυτοβελτιώνονται, διατηρώντας παραδόσεις και μνήμες, αφού οι ίδιοι θα χουν περάσει στη γενιά που θα ακούει πια τις δικές μας διηγήσεις.
.
ΕΛΕΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΙΔΟΥ: Facebook – Instagram
—
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media
..