Καλοκαίρι ήτανε. Το θυμάμαι καλά και πριν λίγες μέρες συνέβη αυτό καθώς και πολλά άλλα. Μέσα στη ντάλα, την κάψα και τον σίγουρο ιδρώτα του καλοκαιριού, είπα να κάμω το διάβα μου γιορτή και να περιφερθώ δήθεν ελεύθερος, προς τη βόρειο Ελλάδα. Το στόρι ήταν τουλάχιστον απλό. Βόλος και Πήλιο, Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική ή Πλαταμώνας και εσχάτως κάποιες μέρες στη Σερβία, στο φεστιβάλ χάλκινων τιτιβισμάτων, στη Guca.
Νοιώθω τυχερός, και μόνο στη σκέψη πως μπορώ να απολαύσω αυτά τα μερόνυχτα παρέα με φίλους, μα ας μην γίνομαι τόσο ευαίσθητος από τώρα. Στο Βόλο λοιπόν να πάω να δω ένα φίλο και μια φίλη. Μια φίλη και ένα φίλο και ποιος ξέρει τι άλλο. Ένα γρήγορο πέρασμα από το διαδίκτυο με βοήθησε στο να βγάλω τα πρώτα λαθεμένα μου συμπεράσματα. Ψάχνοντας για το πώς θα φτάσω στην Τσαγκαράδα ήταν σαν να γυρεύω το φάντασμα του Louis De Funes στα άχυρα. Ένα τηλέφωνο ξεδιάλυνε την ομίχλη που έκανε το μέλλον μου στα λεωφορεία θολό.
-Γεια σας μιαν ερώτηση να κάνω; Δεν πήρα απάντηση μα δε μάσησα. Το πρωινό των 9:30 για το Βόλο τι ώρα φτάνει;
-Το πρωινό των 9:00 φτάνει στις 13:00 στο Βόλο. Σώπασα για νομίζω δύο δεύτερα…
-Των 9:00 είπατε, ωραία και ανταπόκριση για Τσαγκαράδα υπάρχει;
-Στις 13:30 έχει.
-Σας ευχαριστώ.
Ωραία είπα και το έκλεισα. Τώρα τακτοποιώ το πρόγραμμα στο χαρτί, έχουμε και γράφουμε. 9:00 φεύγει, ξυπνάω στις 7:00. Μετά αναμένω στην καούρα του Βόλου μισή ώρα για να φτάσω τελικά Τσαγκαράδα στις 15:00 περίπου. Δηλαδή 15-7=8. 8 ώρες; Πω ρε πούστη μου. Σκατά. Τα σκέφτηκα πολλές φορές. Όχι τα δρομολόγια. Τα σκατά. Σε 5 ώρες κανονικά θα μπορούσα να ‘χω φτάσει. «Βαθιά ανάσα πήρες πασά μου;» μου είπα και την πήρα.

Όχι δε με πολυβοήθησε αυτό μα λειτουργεί υπέρ μου. Φούμαρα. Είναι όπως ακριβώς η γκλίτσα για το βοσκό. Δε βοηθάει σε τίποτα πέρα από να σκαλίζει το έδαφος και να θεωρεί ότι στέκεται σε ένα τρίτο πόδι. Η γκλίτσα λειτουργεί υποσυνείδητα στο βοσκό προσθέτοντας στυλ και ύφος. Βοηθάει επισυνάπτοντας στο τοπίο το άξιο και πρέπων-θαυμάσιο- βουκολικό σκηνικό που όλοι έχουμε δοκιμάσει με τα μάτια μας σε ταινίες του στυλ «μια βοσκοπούλα αγάπησα». Βεβαίως-βεβαίως αυτό το σκαλιστό ξύλο φαντάζει σταυρός όταν ανασηκώνει τα βόσκινα χέρια σε ανάταση. Τελικά η γκλίτσα είναι χρήσιμη όπως οι ανάσες, όχι οι μικρές και άχαρες όπως οι παιχνιδιάρικες πορδές του γυμνασίου μα οι μεγάλες άνω των 30.
Μ’ όλα ταύτα, την πήρα και αφού ετοίμασα τη στρούγκα των ρούχων μου στο σακίδιο συνέχισα και έβαλα να δω στο κουτί Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι προσπάθειες των αθλητών με άγχωσαν. Μα καλά όλοι αυτοί οι γυμνασμένοι μουσκουλάδες πως τα βγάζουν πέρα; Όλη την ώρα τρέχουν μπρός-πίσω-δεξιά-αριστερά, πετάνε, σέρνονται, φωνάζουν, ρίχνουν μπουνιές, κλωτσάνε, στάζουν, σκύβουν και ξανά από την αρχή να τρέχουν χωρίς σταματημό. Με τη γλώσσα έξω, με τη γλώσσα μέσα, με τη σαλιασμένη τους γλώσσα σε κάθε δυνατή θέση. Να τρέχουν, να τρέχουν και εγώ να αγχώνομαι που αυτοί τρέχουν ενώ εγώ έχω απλώσει την αρίδα μου σε ένα μικρό καναπέ που δε συμβαίνει τίποτε πέρα από το να κάθομαι βλέποντας σε ένα κομμάτι γυαλί ανθρώπινες σκιές να τρέχουν. Και η νύχτα έσβησε. Ήρθαν τα’ άστρα κάτω και ενώ δεν τα ‘βλεπα -μα ήξερα ότι ήταν εκεί- κοιμήθηκα. Στα αφράτα μου σεντόνια. Στα μαξιλάρια του καλοκαιρινού ιδρώτα. Δίπλα στα πόστερ του Miles Davis και του Django Reinhardt.

Καλοκαίρι ήτανε και το πρωί ξύπνησα σωστά. Στις 7:00 ήμουν απίκο να καθορίζω την τελευταία θέση των πραγμάτων μου. Αρματώθηκα για τα καλά και έσυρα το δέρμα μου έξω στα πίσινα λιβάδια. Στο μετρό να εναλλάσσω τρένα που μετασχηματίζονταν σε λεωφορεία και να φτάνω σχεδόν κουρασμένος με μια κλασική πίεση στο στέρνο, στο μυαλό και στην ψυχή.
Ο κόσμος κουβάρια. Οι όρθιοι και οι ξαπλωμένοι. Οι γελαστοί και οι θλιμμένοι. Μεγάλοι-μικροί, κάποιοι μικρότεροι από τους τελευταίους και πάλι όρθιοι. Ο κόσμος, ναι, κουβάρια. Βρήκα αυτό που αρχικά γύρευα, τα εκδοτήρια. Μπρος μου στον γκισέ μια κοπέλα που ούτε που θυμάμαι πως ήταν. Έφτασε η σειρά μου και είπα διστακτικά.
-Ένα εισιτήριο για τον 9:00
-Δεν υπάρχουν κενές θέσεις για τον 9:00, είπε και με έπιασε αδιάβαστο. Θέλετε να βγάλετε με τον 10:30;
- Όχι ευχαριστώ, απάντησα.
-Αφήστε μου το όνομά σας μήπως υπάρξουν ακυρωμένες κρατήσεις και να ‘στε εδώ στις 8:40, είπε.
Αυτό έκανα και όταν γύρισα να βγω έξω από το κέλυφος των εκδοτηρίων είδα μια γραμμή σαρανταποδαρούσας πίσω μου να κρατάει νερά και να περιμένει με περίσσια υπομονή. Κάπνισα ξαλαφρωμένος ξέροντας ότι θα ζήσω άλλη μια μέρα στην Αθήνα, όπως και έγινε. Παρέα με τους τοίχους, τη μουσική και φυσικά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπως και έγινε. Αλητεία.
Η μέρα δύσκολα κύλησε, είδα κοπέλες με κελεμπίες να τρέχουν. Είδα δυο δαίμονες κινέζους να χτυπάνε το μπαλάκι όπως ο ψαράς το χταπόδι. Είδα τα μακαρόνια που έφτιαξα να έχουν ένα περίεργο χρώμα και νοστάλγησα τη μάνα μου. Κάπου εκεί μεταξύ ηλίθιου ξύπνιου και ασήμαντου ξύπνιου μου ‘ρθε στη θύμηση το χτεσινό όνειρο που παρακολούθησα σε πρώτη προβολή.
Ήμουν σε ένα λεωφορείο και δεν κρατιόμουν. Ήθελα να αφοδεύσω. Από το πολύ κράτημα μου έφυγε μια κουτσουλιά που κανένας δεν την είδε (έστεκα περήφανος). Για κακή μου τύχη όμως μπήκε στη φάση ο εισπράκτορας και από τα δυο βήματα, αφού πρώτα οσφρήστικε το γεγονός, με σφύριξε οφσάιντ. Άσχημη τροπή πήρε το ματς και θυμάμαι ότι κοκκίνισα πριν να ξυπνήσω. Το απόγευμα βρήκα τα θάρρητα που μέρες τώρα μου λείπανε.
-Γεια σας, ένα εισιτήριο θέλω να κλείσω για το Βόλο αύριο με τον 9:00.
-Τον 9:00 είναι όλο κλεισμένο κύριε. Έχει στις 10:30 και το πρωινό στις 7:00. Κομμάτια να γίνει είπα μέσα μου
-Τότε ένα με τον 7:00 παρακαλώ.
Ένοιωσα υπερήφανος για το τηλεφώνημα που έκανα, είμαι τυχερός, νομίζω το ‘πα. Έσφιξα τα δόντια και αμέσως ένας πονοκέφαλος με επισκέφτηκε. Έκανα δυο ή τρία άλλα τηλεφωνήματα για να συζητήσω το θέμα και αυτοί που με περίμεναν είπα να πάω κι ας με περίμεναν ακόμη. Ένοιωσα ευφορία και μια γλυκιά γεύση ψητού ζυγουριού. Είπα ότι ο ύπνος θρέφει την αγωνία. Είναι φίλος, είναι ο μόνος φίλος εδώ στα κουφάρια από τσιμέντο.
Την τρίτη μέρα ξύπνησα πάλι. Νωρίς ήτανε, γύρω στις 5:00 και ακόμη δεν είχα απομαγνητιστεί από την έλξη του σιδερένιου μου κρεβατιού. Άρχισα να ενθαρρύνω τον εαυτό μου, «πάμε μικρέ», του έλεγα και αμέσως ήρθε στο μυαλό μου η προσπάθεια των ποδοσφαιριστών που αν και κουρασμένοι από το ατελείωτο τρεχαντήρι κάνουν μια ύστατη κούρσα στο 89’ λεπτό του αγώνα. Σήκωσα τα βάρη του κρύου. Ανάπαυσα τη φωτογραφική μου μηχανή στον αριστερό ώμο και πήγα. Στάσεις, κόσμος, στάσεις, κόσμος και η Αθήνα ξυπνούσε από τα τζιτζίκια των περιχώρων.
Έφτασα μπροστά στον γκισέ για δεύτερη συνεχόμενη μέρα. Όλα μου φαινόντουσαν ίδια. Ένοιωσα σαν να ήμουν στη δουλειά. Κοίταξα τον εκ φαντασία μου συνάδερφο. Με κοίταξε πίσω. Ήμουν δειλός. Αυτός όχι. Το καλημέρα βγήκε από το στόμα μου σαν μια προσευχή ξεματιάσματος. Είχα ήδη ιδρώσει. Η καρδιά έκανε πολλά τικ, τακ και ο κούκος θα ‘βγαινε οσονούπω. Δεν είχα κότσια. Θα έπεφτα, ο Βαγγέλης με επισκέφτηκε. Κάτι σαν εικόνα και παράδειγμα προς συμμόρφωση. Δεν είσαι μόνος, μου είχε πει πριν λίγες μέρες και εγώ τον πίστεψα.
-Παρακαλώ, είπε ο ελαφρύς από μαλλιά και ρούχα γκισεδιάρης.
-Χμμμ, έκανα εγώ ο ελαφρύς από μαλλιά και από όρεξη ταξιδιώτης.
- Τι ώρα έχει για Βόλο;.
-Τώρα στις 7:00 είπε και ανησύχησα, σχεδόν δεν το περίμενα.
-Και… εισιτήρια έχει;
-Υπάρχουν κάποιες περιορισμένες θέσεις, είπε.
Ήμουν σε δύσκολη θέση. Ο κυνηγός με είχε στριμώξει για τα καλά. Παντού γύρω μου δόκανα και ξόβεργες. Παρακάτω ένα ζευγάρι σκυλιά σαλιώνανε το χώμα τρέχοντας προς τα εμέ ενώ τα δίκαννα των φίλων του κυνηγιού σημάδευαν τον υπόλοιπο κενό χώρο. Όχι, διαφυγή δεν είχα .Ο υπάλληλος που τώρα φορούσε τα γυαλιά του με κοίταξε μες τα μάτια. Είχε κάτι καστανά μεγάλα και εγώ κάτι πράσινα μικρά. Η σιωπή μου ήταν ορατή. Σχεδόν μια παράγραφος από αποσιωπητικά.
-Λοιπόν, είπε και πήρε ένα στυλό bic χτυπώντας τον πάνω στο λευκό πάγκο.
-Να έλεγα και ακόμη ίσως λέω να πάω ως το Βόλο μα το σκέφτομαι ακόμη. Τον είδα να σαστίζει για λίγο. Σούφρωσε το μέτωπό του ενώ ρούφηξε τα περιεχόμενα της μύτης του προς τα έσω. Ξέρετε είμαι σε δίλλημα για το τι θα κάνω, έχω το μυαλό μου μπερδεμένο μήπως έχετε καμιά ιδέα; Είπα τόσο αυθόρμητα που μου ήρθε να με φιλήσω.
-Πόσο είσαι; Με ρώτησε, 32,είπα, εσείς; 35 είπε και ανακουφιστικά προς στιγμήν.
-Πολύ παιδεύεις το μυαλό σου και αυτό δεν είναι καλό. Είναι σαν να παίζεις μπάσκετ κάνοντας και τις δυο ομάδες, το σκέφτηκα από μέσα μου και είπα, πάλι από μέσα μου, πως πάντα ήμουν καλός στις προσποιήσεις.
-Αν θες να πας γιατί δε βγάζεις απλά ένα εισιτήριο;
-Φοβάμαι, είπα σταθερά με την ακρίβεια ενός ρελέ.
-Μα τι φοβάσαι. Το ταξίδι;
-Όχι, όχι μόνο αυτό τουλάχιστον. Φοβάμαι όσα υπάρχουν μέσα και έξω από αυτό. Δεν απόρησε πολύ και αυτή του η αντίδραση πολύ μ’ άρεσε.
-Για κοίτα γύρω σου, είπε. Κοίτα τον κόσμο που όλο πάει, αυτοί τι νομίζεις δε φοβούνται; Μόνο εσύ έχεις αυτές τις σκέψεις; Απλά μερικοί το παίρνουν χαλαρά. Είναι η ώρα των διακοπών, για διακοπές δεν πας;
-Ναι
-Ε, τότε; Αφέσου, στα γαμημένα 32 είσαι και συγνώμη για την έκφραση. Ένα ταξίδι είναι μονάχα. Σταμάτησε για λίγο και αφού κοίταξε γύρω του είπε: «Πάμε έξω να κάνουμε ένα τσιγάρο να τα πούμε; Δεν βλέπω κάποιον ακόμη να με χρειάζεται».
-Ναι είπα για δεύτερη συνεχόμενη φορά.
Βγήκε από τον γκισέ και στην πρώτη πόρτα αριστερά ανάψαμε τον καπνό μέσα σε ένα κυλινδρικό τσιγαρόχαρτο. Με κοίταξε μέσα στην πρώτη του ρουφηξιά. Με ρώτησε πως νοιώθω. Του είπα κουρασμένος.
-Δουλειά δε γίνεται έτσι.
-Εσύ τι λες να κάνω είπα με ένα στυλ κάπως μαγκιόρικο.
-Να κάνεις αυτό που θέλεις. Μη νοιώθεις καμιά υποχρέωση παρά μονάχα στα θέλω σου.
Προσπάθησα να σκεφτώ τα θέλω μου. Σκέφτηκα ένα αυτοκίνητο για πρώτη φορά ίσως στη ζωή μου, μια fender stratocaster και κάποια πεταλάκια που μου λείπουν. Σκέφτηκα ένα σπίτι όλο δικό μου με στούντιο και μια βιβλιοθήκη με πολλά βιβλία τέχνης, μια συλλογή με όλες τις περιπέτειες του Λοχαγού Μαρκ και ένα σίγουρο εισόδημα.
-Θα το κάνω είπα πετώντας κάτω το τσιγάρο μου κι ενώ η ώρα έδειχνε 6:20. Σε ευχαριστώ Πασά μου-ευχαρίστησα- και τον χτύπησα φιλικά στην τριχωτή του πλάτη. Έφυγα χωρίς να περιμένω απάντηση. Έφυγα και δε γύρισα να κοιτάξω πίσω. Πήρα το δρόμο για το σπίτι νοιώθοντας ξαλαφρωμένος για το υπέροχο νοητό ταξίδι ως το βόλο.
Ήτανε καλοκαίρι και αφού το πήρα είδηση έβγαλα ένα εισιτήριο για Θεσσαλονίκη με το αυριανό τρένο. Ένοιωσα το ίδιο και άναψα τους ολυμπιακούς αγώνες στους 37 βαθμούς. Έκανα μια αποτίμηση του τριημέρου και ένοιωσα πάλι περίεργα. Δεν είχα πονοκέφαλο και αυτό σίγουρα ήταν προς τιμή μου. Ο ήλιος ήταν εκεί. Τ’ αστέρια ήρθαν και ο ήλιος ήταν εκεί. Το ίδιο και αυτοί που με περίμεναν μα εγώ δεν πήγα.
Φωτογραφικό υλικό