Ένα από τα πιο σύντομα ανέκδοτα στο χώρο της ελληνικής εκπαίδευσης, είναι το θέμα της «αξιολόγησης». Εδώ και πολλά χρόνια παραμένει ένα «καυτό» ζήτημα για την εκάστοτε Κυβέρνηση, το οποίο συνήθως καταλήγει να γίνει το «μήλο της έριδος» ανάμεσα σε αυτήν, τους Συνδικαλιστές, τους εκπαιδευτικούς και την κοινή γνώμη. Μέχρι στιγμής, φαινομενικά το «μήλο» κερδίζουν οι Συνδικαλιστές/εκπαιδευτικοί αφήνοντας όμως ένα τεράστιο κενό ως προς τη λύση του θέματος, διογκώνοντας αντιλήψεις παρωχημένες που διαιωνίζονται από όλες τις πλευρές.
Ας κάνουμε όμως μία σύντομη ιστορική αναδρομή για να ανιχνεύσουμε πού βρίσκονται τα «αγκάθια» που έκαναν τόσο απεχθή την αξιολόγηση. Το «κακό» ξεκίνησε με τον Επιθεωρητή, που υπήρξε θεσμοθετημένο όργανο του Υπουργείου Παιδείας με σκοπό την εποπτεία, αξιολόγηση του έργου του εκπαιδευτικού προσωπικού, από το 1830 μέχρι το 1984 οπότε αντικαταστάθηκε από το θεσμό του Σχολικού Συμβούλου. Η αξιολόγηση πραγματοποιούνταν με παρακολούθηση διδασκαλιών των εκπαιδευτικών από τους επιθεωρητές και ακολουθούσε η σύνταξη κάποιας σχετικής έκθεσης. Το μοντέλο αυτό βασιζόταν στο δημόσιο διοικητικό έλεγχο και δεν ελάμβανε υπόψη του τις ιδιαιτερότητες των εκπαιδευτικών μονάδων, των μαθητών και των εκπαιδευτικών. Σκοπός αυτής της αξιολόγησης ήταν να διαπιστωθεί ο βαθμός που τηρούνταν το τυπικό πλαίσιο κανόνων και δεν έμπαινε στην ουσία της διδασκαλίας ως πολυδιάστατου μηχανισμού αλληλεπίδρασης εκπαιδευτικού – μαθητή. Τα πράγματα χειροτέρεψαν κατά την περίοδο της Δικτατορίας, όταν εποπτεύονταν επίσης και η ηθικότητα και ακμαιότητα του ηθικού και εθνικού φρονήματος δασκάλων και μαθητών.
Όσο «ξεπερασμένα» και να φαίνονται αυτά σε κάποιους, για πολλούς παραμένει μία συλλογιστική η οποία σκορπά τον τρόμο στους εκπαιδευτικούς κύκλους, «χρωματίζει» κομματικά τον καθένα ανάλογα με την άποψή του, καθιστώντας τον ανοιχτό, ελεύθερο διάλογο σχεδόν αδύνατο θάβοντάς τον κάτω από ηχηρά συνθήματα. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι μόνοι που ΔΕΝ πρέπει να φοβούνται την αξιολόγηση είναι οι εκπαιδευτικοί! Αυτοί που θα έπρεπε να φοβούνται, είναι όσοι «τρέφονται» από αυτήν!
Πραγματικά, τι μπορεί να φοβηθεί ο μέσος εκπαιδευτικός που εκτός από τα 4 χρόνια φοίτησής του σε ΑΕΙ, μπορεί να έχει ένα Μεταπτυχιακό τίτλο και μία σειρά από δεκάδες επιμορφωτικά σεμινάρια που παρακολουθεί συνεχώς; Σεμινάρια που τον καλούν να εντάξει στο μάθημά του από escaperooms (δωμάτια διαφυγής) μέχρι καλές τέχνες. Πόσο καλά ενημερωμένη είναι η «κοινή γνώμη», που αρέσκεται να «πυροβολεί» τους εκπαιδευτικούς, για τα κριτήρια αξιολόγησης και τις συνθήκες που δουλεύει ένας εκπαιδευτικός; Ακόμη και για τον ίδιο τον Σύμβουλο Εκπαίδευσης δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια που να χαρακτηρίζει ως μη ικανοποιητικό, ικανοποιητικό, πολύ καλό, εξαιρετικό έναν Εκπαιδευτικό, σύμφωνα με την 4βαθμη κλίμακα που εξέδωσε του Υπουργείο Παιδείας. Γιατί, κάτι που πολλοί επίσης αγνοούν είναι ότι πολλοί εκπαιδευτικοί ειδικοτήτων πρέπει να πηγαίνουν σε 2, 3 και 4 σχολεία κάθε χρονιά. Είναι αυτονόητο ότι δεν μπορεί να κριθεί με τα ίδια μέτρα και σταθμά κάποιος που έχει ένα τμήμα 25 μαθητών με κάποιον που έχει δεκάδες τμήματα με εκατοντάδες μαθητές. Και μιλώντας για ειδικότητες, σκεφτείτε το διδακτικό και παιδαγωγικό εύρος που πρέπει να καλύψει ένας Καθ. Αγγλικών που διδάσκει σε μαθητές έως 18 ετών ξεκινώντας πλέον από τα νήπια!
Παράλληλα, τι έχει να φοβηθεί ένα σχολείο που στο πλαίσιο της εσωτερικής του αξιολόγησης του δίνεται η ευκαιρία να γνωστοποιήσει τις ελλείψεις που έχει ώστε αυτές να εξαλειφθούν; Γιατί ο κυρίαρχος στόχος της αξιολόγησης είναι η βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης και η βελτίωση αυτή πρέπει να σχεδιάζεται από την Πολιτεία με δημόσιο διάλογο και συγκεκριμένη στρατηγική. Πόσοι γνωρίζουν τι γίνεται στα σχολεία της επαρχίας; Απαρχαιωμένοι υπολογιστές, ίντερνετ που σέρνεται (εάν υπάρχει), χαλασμένα φωτοτυπικά που η τεχνική υπηρεσία του Δήμου απλά «γράφει» επισκέψεις στο χώρο χωρίς αποτέλεσμα, μη συντηρημένα κουφώματα κι ένα σωρό λειτουργικά προβλήματα που θα καταστίσουν την ώρα της αξιολόγησης υπεύθυνο τον Εκπαιδευτικό που δεν κάνει «ικανοποιητικά» τη δουλειά του και όχι δυστυχώς τον αρμόδιο φορέα ή/και το Υπουργείο. Εκτός αν βέβαια, ο στόχος που τίθεται εδώ είναι στο πλαίσιο της «αυτονομίας» που επιδιώκεται για τις σχολικές μονάδες, ωθώντας αυτές να ψάχνουν χορηγούς για τη συντήρησή τους και τους γονείς να επιλέγουν με ανάλογα κριτήρια μία σχολική μονάδα. Αυτό είναι ένα από τα «σκοτεινά» σημεία της αξιολόγησης που σίγουρα δεν εμπεριέχει έναν εθνικό στόχο ποιοτικής, δημόσιας εκπαίδευσης.
Τα παραπάνω παραδείγματα είναι μόνο λίγα δείγματα, όχι της μη αναγκαιότητας της αξιολόγησης, αλλά της άμεσης ανάγκης αυτή να τεθεί σωστά, γιατί αλλιώς θα αλλοιωθεί με κίνδυνο όντως να προσομοιάζει τον επιθεωρητισμό και φυσικά να είναι αναποτελεσματική. Θα πρέπει να (έχουν) τεθεί οι στόχοι που αυτή γίνεται, οι οποίοι σίγουρα δεν είναι άλλοι από τη βελτίωση της εκπαίδευσης, η οποία πρέπει να παραμείνει δημόσια με ίσες ευκαιρίες για όλους τους μαθητές από την «καλή περιοχή» της πρωτεύουσας μέχρι το πιο απομακρυσμένο χωριό. Η πράξη δυστυχώς αποδεικνύεται παραδοσιακά αποτυχημένη καθώς δεν τίθεται το σωστό πλαίσιο, όπως το να υπάρχει όχι μόνο αξιολόγηση από επάνω προς τα κάτω αλλά και αντίστροφα, δηλαδή και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί να αξιολογούν τους αξιολογητές τους και όλη την εκπαιδευτική διαδικασία με συνέπεια να έρχονται στην επιφάνεια τα κενά του Υπουργείου Παιδείας. Όσο το θέμα της αξιολόγησης στην εκπαίδευση δεν αντιμετωπίζεται από την πολιτεία και τον εκπαιδευτικό κόσμο ως επιστημονικό και παιδαγωγικό αλλά πολιτικό και συντεχνιακό, και δεν είναι σαφές πώς θα χρησιμοποιηθούν τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας πρακτικά, η αξιολόγηση θα είναι πάντα καταδικασμένη να αποτυγχάνει ακόμη κι αν εφαρμοστεί.
Φωτογραφικό υλικό