Γράφει ο μουσικοσυνθέτης Γιώργος Ανδρέου.
Έχει άραγε ανάγκη της μελοποίησης η Ποίηση; Χρειάζεται κι άλλη μουσική εκτός από τη δική της, την αυθεντική, της είναι απαραίτητη μια επιπλέον ρυθμολογία που να “ερμηνεύει” τον εσωτερικό της βηματισμό; Εξίσου, χρειάζεται η Μουσική την Ποίηση (κι όχι απλά τον πολύτιμο στη σαφήνεια του, ρυθμολογικά συνεπή και ιδιοφυή στη φορμαλιστική του λιτότητα Στίχο των τραγουδιών) – την Ποίηση, όταν και όποτε επιθυμεί να «μιλήσει» μέσω της γλώσσας του Λόγου και δεν αρκείται στη δική της, απρόσβλητη από νοηματικές απλουστεύσεις, ερμηνευτικές χαλιναγωγήσεις κι εννοιολογικές κυριολεξίες, μεταφορική γλώσσα των ήχων;
Η θετική απάντηση αδικεί την αυτονομία και την αυτάρκεια των δύο Μουσών, η αρνητική όμως παραβλέπει την ανάγκη συνάντησης και συνύπαρξης των μεταφυσικών ορίων των δύο Τεχνών (Ποίησης και Μουσικής) σ’ ένα πεδίο κοινό, μιας συνάντησης που έχει συντελεστεί στον παγκόσμιο Πολιτισμό κι έχει γεννήσει παιδιά σπουδαία. Θυμάμαι ένα σχόλιο του Σεφέρη – επισημαίνει πως η Ποίηση γράφεται για να διαβάζεται φωναχτά, για ν’ ακούγεται δηλαδή. Σκέφτομαι πως αυτό είναι το κοινό πεδίο, η καταλυτική εμπειρία του “ακούειν”, εμπειρία που η Μουσική καθιστά ανεπανάληπτη και ανεξίτηλη στη συνείδηση του αφοσιωμένου ακροατή της. Και τί “ακούμε” σε μια συνάντηση Ποίησης και Μουσικής, αν όχι τα όρια των σχέσεων συνείδησης (Λόγος) και υποσυνειδήτου (Ήχος), μ’ αυτήν την σειρά κι αντίστροφα στις επαγωγές τους; Κανείς δογματισμός δεν βρίσκει στέρεο έδαφος για το “ναι”, το “όχι”, τη δεοντολογία μιας απόπειρας μελοποίησης ενός ποιήματος. Πολλά τα λαμπρά παραδείγματα ευτυχισμένης συνύπαρξης των δύο Τεχνών, κι άπειρα εκείνα της καταβαράθρωσης της ανυπεράσπιστης Ποίησης (ανυπεράσπιστης επειδή το Ποίημα προηγείται, προϋπάρχει της μελοποίησης) στο χάος των “προσαρμογών”, της “ερμηνείας”, της αποτυχημένης απόπειρας υποταγής του Ποιήματος σε τεχνοκρατικές,“εξομαλυντικές” φορμαλιστικές μεθοδεύσεις με υποτιθέμενα “μουσικά” κριτήρια. Ωστόσο πως να παραβλέψει κανείς την καθοριστική χειρονομία του Μπετόβεν, που στην κορυφαία του μουσική πραγμάτωση, τη συγκλονιστική Ενάτη συμφωνία, επιλέγει να μελοποιήσει την «Ωδή στην πανανθρώπινη χαρά» του Σίλερ, για να οριοθετήσει δια παντός το μέγα δίδαγμα της συμπληρωματικής και παραπληρωματικής αλληλοσύνδεσης κι αλληλεπίδρασης των Τεχνών.
/
Εμείς οι συνθέτες οφείλουμε να έχουμε πάντα κατά νου πως η Ποίηση μας φιλοξενεί, λαμπρύνει στοργικά τις προσεγγίσεις μας, αποκαλύπτει μυστικά, τρυφερά μας καθοδηγεί, μας εμπνέει. Δεν επιτρέπει όμως, πάνω στο σώμα της, αυθαίρετες “συμμετρικές” οπτικές, ισοπεδωτικούς εγωϊσμούς και ναρκισσιστικά πειράματα. Όντας εξ ορισμού “ασύμμετρη”, επιθυμεί να είναι ερωτικό υποκείμενο, αίτιο κι όχι αφορμή, σημαίνον κι όχι εκ συμπτώσεως σημαινόμενο. Από τη μικρή μου εμπειρία της διαδικασίας μελοποίησης ποιημάτων σκέφτομαι πως εάν επέτυχα στο ελάχιστο να αφουγκραστώ” την δόνηση του βηματισμού της ποιητικής γραφής, είναι επειδή προσπάθησα «ήσυχα κι απλά» να ανταποκριθώ στο μέγα γεγονός της Ποίησης που είναι, πάνω απ’ όλα, τόπος κοινός, πατρίδα και καταγωγή της ανθρωπότητας, γλώσσα, κείμενο, μνήμη, ιστορία. “Πάντα ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής” και πάντα προσηλωμένη «εις τους αιώνας των αιώνων» η ακοή του Ανθρώπου εκεί όπου ο Θάνατος, ο δυσοίωνος κλόουν, ο μαύρος άγγελος, στα μαρμαρένια αλώνια απ’ την αρχή του Χρόνου πολεμά το δίδυμό του αδελφό, εκείνον με το βλέμμα το τρελό και την παραληρηματική σωματικότητα, το μαστροχαλαστή και τον αντάρτη, τον Έρωτα, το σκύλο που γαυγίζει τ’ αστέρια. Είναι η Ποίηση ο σκύλος που γαυγίζει τ’ αστέρια, είναι η Μουσική ο σκύλος που γαυγίζει τ’ αστέρια, είναι η θνητή μας φύση κι η αθάνατη καταγωγή μας που γαυγίζουν τ’ αστέρια: Είμαστε εμείς που τραγουδάμε.
Έγραψα αυτό το κείμενο σε ένα συνέδριο της ΕΣΗΕΑ αφιερωμένο στην Ποίηση. Επειδή πολλή συζήτηση γίνεται για το “δικαίωμα” της μελοποίησης ποιημάτων. Επειδή είμαστε λαός που έχει τραγουδήσει την Ποίηση σε τραγούδια λαμπρά, γραμμένα από τους καλύτερους μουσικούς μας. Εξίσου όλη η εκκλησιαστική ποίηση (στο βυζαντινό Μέλος) κι όλη η Δημοτική μας Παράδοση στηρίζονται στην σύνδεση λόγου και μουσικής. Και το Λαϊκό μας τραγούδι έχει δώσει λαμπρά δείγματα ποιητικής επιρροής του στα “στιχάκια” του, που δεν είναι καθόλου “απλοϊκά” ή “ελαφρά” ή κατώτερης λογοτεχνικής αξίας. Με δυό λόγια, όλα έχουν συμβεί, από την εποχή του Ομήρου ως τις μέρες μας – λόγια και μουσικές, ποιήματα και τραγούδια. Αν η συνάντηση Ποίησης και Μουσικής πετυχαίνει, παράγονται “παιδιά” λαμπρά – αν όχι, την περιμένει η λήθη που περιγράφει ο Γκάτσος στην “Αθανασία”, το υπέροχο (σκληρό αλλά δίκαιο) τραγούδι του σε μουσική Χατζιδάκι.
Καλή και δημιουργική χρονιά εύχομαι. Και να αφουγκραζόμαστε τους νέους μας – όχι άλλες προσβλητικές αναφορές σε “χαμένη γενιά”. Καμιά γενιά δεν έχουμε την πολυτέλεια να την χαρακτηρίζουμε “χαμένη”, με αυθάδεια αυτάρεσκη κι επιπολαιότητα εγκληματική.
Φωτογραφικό υλικό