Γράφει ο μουσικοσυνθέτης Γιώργος Ανδρέου.
Λένε πως ήσουν έγχρωμος. Πως έλαμπες στο Αττικό φως. Πως δεν υπήρξε άλλο σχήμα σαν το σχήμα σου, άλλη αναλογία σαν τη δική σου, τόσο αρμονική, αβίαστα συμφιλιωμένη με το μεσόγειο ανθρώπινο μέτρο. Λένε πως, αν μια μηχανή του χρόνου είχε τη δυνατότητα να μας ταξιδέψει πίσω, στο Χρυσό σου Αιώνα, η θέα σου θα μας έκοβε μιλιά κι ανάσα. Μπορεί. Συγχώρεσε με, εμένα μου αρέσεις έτσι όπως είσαι τώρα.
Με το τραύμα της βόμβας του Μοροζίνη, με τα ξεθωριασμένα από τις βαφές τους φαιά, σχεδόν διάφανα μάρμαρα, με τα σίδερα από τις απόπειρες αναστήλωσης και συντήρησης οξειδωμένα στο σώμα σου, με κομμάτια και θρύψαλα της παλιάς σου αρτιότητας διάσπαρτα, με προσφιλή σου μέλη εξόριστα στην Εσπερία. Αυτό το σχήμα σου, το πληγωμένο, το φθαρμένο, το σοφό- αφού έμαθε πια η Ιθάκες τί σημαίνουν, είναι που μου φέρνει στα μάτια δάκρυα. Εσύ που άντεξες σεισμούς υποχθόνιους και βάναυσα συλλήθηκες από ανθρώπινο χέρι, εσύ που ενδύθηκες όλων των θρησκειών τα σχήματα, κι όμως ήσουν και δεν ήσουν ναός της Αθηνάς, της Παναγίας, του Αλλάχ - αφού υπήρξες πάντα πληρέστερος των εκδοχών σου μέσα στην άμμο των αιώνων. Κι είναι ακριβώς αυτό το μοναδικό σημερινό σου ίχνος, ένα μαρμάρινο σύννεφο, που αντικρύζω καθώς ανεβαίνω στον Ιερό Βράχο, ίχνος που παρηγορητικά συμμαχεί με τα βαθύτερα της ύπαρξης: Επιχειρούμε να ζήσουμε – πεζοπορούμε ασθμαίνοντας την έρημο του Χρόνου, πληρώνοντας το μερίδιο μας στον πόνο και την ευχαρίστηση, την πληρότητα και το κενό, ενώ η Σφίγγα ανέκφραστη περιμένει να λύσουμε το γρίφο της – και στη σκέψη και μόνο του αναπόφευκτου θανάτου που μας καρτερεί στο τέλος του δρόμου, προσδοκούμε τη συμβολική αθανασία που εσύ Παρθενώνα μαρτυρείς, εσύ που κτίστηκες άβατο θεάς παρθένου κι υψώθηκες μνημείο των παθών του ανθρώπου, σύμβολο τρωτό και γι’ αυτό, τέλειο.

Τώρα που σιγά-σιγά ξεκινάει η έντονη τουριστική κίνηση, θυμήθηκα ένα κείμενο μου που δεν δημοσιεύθηκε αλλά διαβάστηκε στο ραδιόφωνο του ΣΚΑ'Ι', σε ένα αφιέρωμα στο εξαίσιο Μνημείο.