Είναι ΕΠΕΙΓΟΝ να αγαπήσετε και να αγαπηθείτε!!! Από τον Οδηγό ΕυΖωή(ι)ας! της Ζωής Οικονόμου.
Μη φοβάστε τόσο πολύ το θάνατο, όσο μια ανεπαρκή ζωή.
Bertolt Brecht
Διαβάζοντας τυχαία σε μια εφημερίδα την παραπάνω φράση του Μπρέχτ μου ήρθε στο μυαλό ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Λάιτμαν, ‘’Τα όνειρα του Αινστάιν’’. Άφησα πάνω στο γραφείο με τη ζεστή κούπα με τον καφέ και έτρεξα στη βιβλιοθήκη μου για να βρω ακριβώς το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο.
«Υποθέστε ότι οι άνθρωποι ζουν για πάντα. Κατά κάποιον περίεργο τρόπο, ο πληθυσμός κάθε πόλης χωρίζεται στα δύο: στους Υστερινούς και τους Τωρινούς. Οι Υστερινοί ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει λόγος να βιαστούν να ξεκινήσουν μαθήματα στο πανεπιστήμιο, να μάθουν μια δεύτερη γλώσσα, να διαβάσουν Βολταίρο ή Νεύτωνα. να διεκδικήσουν προαγωγή στη δουλειά τους, να ερωτευτούν, να κάνουν οικογένεια. Για όλα αυτά τα πράγματα τους περιμένει απεριόριστος χρόνος. Μέσα στην αιωνιότητα, είναι δυνατό να επιτευχθούν τα πάντα. Κατά συνέπεια, τα πάντα μπορούν να περιμένουν. Άλλωστε, οι βιαστικές αποφάσεις εγκυμονούν σφάλματα. Ποιος μπορεί να διαφωνήσει με τη λογική τους;
Τους υστερινούς τους αναγνωρίζει κανείς σε κάθε κατάστημα και σε κάθε χώρο περιπάτου. Περπατούν με ήρεμο βηματισμό και φορούν φαρδιά, άνετα ρούχα. Απολαμβάνουν να διαβάζουν οποιοδήποτε περιοδικό βρεθεί ανοιχτό μπροστά τους, ή ν’ αλλάζουν τη διαρρύθμιση των επίπλων στα σπίτια τους, ή να αφήνονται σε μια συζήτηση, με τον ίδιο τρόπο που ένα φύλλο πέφτει από το δέντρο. Οι Υστερινοί κάθονται στα καφέ, πίνουν τσάι και συζητούν για τις δυνατότητες της ζωής».
«Οι τωρινοί παρατηρούν ότι, αφού η ζωή τους θα είναι απεριόριστη, θα μπορέσουν να κάνουν ό,τι βάλουν με το νου τους. Θα επιλέξουν άπειρα επαγγέλματα, θα παντρευτούν άπειρες φορές, θα αλλάζουν την πολιτική τους τοποθέτηση επ’ άπειρον. Ο κάθε άνθρωπος θα γίνει δικηγόρος, οικοδόμος, συγγραφέας, λογιστής, ζωγράφος, γιατρός, αγρότης. Οι Τωρινοί διαβάζουν συνεχώς καινούργια βιβλία, μαθαίνουν καινούργιες τέχνες, καινούργιες γλώσσες. Για να γευτούν τις άπειρες αποχρώσεις της ζωής, ξεκινούν από νωρίς και ουδέποτε ανακόπτουν τον ρυθμό τους. Και ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη λογική τους;
Τους τωρινούς τους διακρίνει κανείς εύκολα. Είναι οι ιδιοκτήτες των καφέ, οι καθηγητές των πανεπιστημίων, οι γιατροί και οι νοσοκόμες, οι πολιτικοί, οι άνθρωποι που κουνούν νευρικά τα πόδια τους όποτε κάθονται σε καρέκλα. Περνούν μέσα από διαδοχικές ζωές, αγχωμένοι μήπως τους ξεφύγει τίποτε».
«Οι τωρινοί και οι υστερινοί έχουν ένα κοινό σημείο. Η απεριόριστη ζωή τους συνοδεύεται από απεριόριστο αριθμό συγγενών. Οι παππούδες δεν πεθαίνουν ποτέ, το ίδιο και οι προπαππούδες, οι θείες των θείων, οι θείοι των θείων, οι θείες των θείων των θείων, κ.ο.κ. Ολόκληρο το γενεαλογικό δέντρο είναι ζωντανό και δίνει συμβουλές. Οι γιοι δεν ξεφεύγουν ποτέ από τη σκιά των πατεράδων, ούτε οι κόρες από τη σκιά των μανάδων. Κανείς και ποτέ δεν κόβει τα δεσμά».
«Αυτό είναι το τίμημα της αθανασίας. Ουδείς είναι ολοκληρωμένος. Ουδείς είναι ελεύθερος. Με το πέρασμα του χρόνου, ορισμένοι αποφάσισαν ότι ο μόνος τρόπος για να ζήσουν είναι να πεθάνουν. Με τον θάνατο, άντρες και γυναίκες αποτινάζουν το βάρος του παρελθόντος. Οι λιγοστές αυτές υπάρξεις, με τους αγαπημένους τους συγγενείς να παρακολουθούν, βυθίζονται στα νερά της λίμνης της Κωνσταντίας ή ρίχνονται στο κενό από το Μόντε Δέμα, τερματίζοντας την απεριόριστη ζωή τους. Έτσι το άπειρο κατανικήθηκε από το πεπερασμένο, εκατομμύρια φθινόπωρα κατέληξαν στην ανυπαρξία φθινοπώρων, εκατομμύρια χιονισμένες μέρες κατέληξαν σε ανυπαρξία χιονιού, εκατομμύρια νουθεσίες κατέληξαν στο τίποτε».
Όπως είπε λοιπόν και ο Eric-Emmanuel Schmit ‘’Το μόνο πράγμα που μας διδάσκει ο θάνατος είναι πως είναι επείγον να αγαπήσουμε. ‘’
Να αγαπάτε και να ζείτε κάθε στιγμή τη ζωή σας Kulturosupakia μου. Να τη ζείτε όπως μας έχει διδάξει ο Ναζίμ Χικμέτ στο ποίημα ‘’Για τη ζωή’’.
Για τη ζωή
Η ζωή δεν είναι παίξε- γέλασε
πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά,
όπως, να πούμε, κάνει ο σκίουρος,
δίχως απ' όξω κι από πέρα να προσμένεις τίποτα.
Δεν θα 'χεις άλλο πάρεξ μοναχά να ζεις.
Η ζωή δεν είναι παίξε- γέλασε
πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
τόσο μα τόσο σοβαρά
που έτσι, να πούμε, ακουμπισμένος σ' έναν τοίχο με τα χέρια σου δεμένα
ή μέσα στ' αργαστήρι
με λευκή μπλούζα και μεγάλα ματογυάλια
θε να πεθάνεις για να ζήσουν οι ανθρώποι
οι ανθρώποι που ποτέ δεν θα 'χεις δει το πρόσωπό τους.
Και θα πεθάνεις ξέροντας καλά
πως τίποτα πιο ωραίο, τίποτα πιο αληθινό
απ' τη ζωή δεν είναι.
Πρέπει να τηνε πάρεις σοβαρά
τόσο μα τόσο σοβαρά
που θα φυτεύεις, σα να πούμε, ελιές ακόμα στα εβδομήντα σου
όχι καθόλου για να μείνουν στα παιδιά σου.
Μα έτσι γιατί τον θάνατο δε θα τονε πιστεύεις
όσο κι αν τον φοβάσαι
μα έτσι γιατί η ζωή θε να βαραίνει πιότερο στη ζυγαριά.
Η δική σας,
Ζωούλα