Έννοιες που τις έχουμε αλλιώς στο κεφάλι μας και ίσως να θέλουν να μας ψιθυρίσουν κάτι διαφορετικό…
Γράφει ο Μανώλης Ιωαννίδης για την Κουλτουρόσουπα.
Α
αγραμματοσύνη, η: νοητικό φρούριο απ’ όπου ο κάτοικος εκτοξεύει ό,τι βρίσκει πρόχειρο προς πάσα κατεύθυνση, αφού συχνά νιώθει επαπειλούμενος και υπό διωγμό- απόρθητο όσο κι ανεπιθύμητο, γύρω του ανθίζει καθετί τοξικό και σαρκοφάγο, υπό την επιμελή και συνεπή φροντίδα του φίλαυτου, επαναστάτη, ξύπνιου αγράμματου/ δεν περιορίζεται επ’ ουδενί με την απόκτηση κρατικά αναγνωρισμένων πτυχίων ή την συσσώρευση υλικού πλούτου, μα δεν αποτελεί και κίνδυνο αφού αποτελεί απαράλλαχτο συστατικό του γενετικού κώδικα καθολικής της ανθρώπινης σέκτας
Β
βλοσυρότητα, η: βάρος της πραγματικότητας, παρενέργεια της οξυμένης επίγνωσης- αν κανείς βλέπει τον κόσμο με αισιοδοξία και γυαλάκια που δείχνουν τα πάντα όμορφα και ροζ, να πάει να κοιταχτεί κάπου που δεν κάνει αντίλαλο των απόψεών του ή ν’ αγοράσει άλλο ζευγάρι μάτια/ να μην συγχέεται με την ηλίθια σοβαροφάνεια που δε θα είναι ποτέ outoffashion γιατί όλοι οι μέτριοι μπορούν να την στηρίξουν
Γ
γκρίνια, η: αυτοσχέδια σωσίβια λέμβος των αιωνίως μίζερων και απογοητευμένων, που ενώ το κολύμπι στον ωκεανό της μιζέριας τους έχει φθείρει (σχεδόν όσο έχει φθείρει εμάς η χροιά της γκαρίδας τους) δε θέλουν με τίποτα να κολυμπήσουν απ’ τη μέση του πουθενά γιατί τους χρωστάει(;) κάποιος(;) κάτι(;)- προνόμιο των νοητικών εφήβων να ‘ναι μες τη μίρλα μιας και τα ώτα τους έχουν υπερευαισθησία στις συχνότητες του κακού και του άραχνου/ στις σπάνιες, σπάνιες περιπτώσεις που το ποτήρι είναι μισογεμάτο είναι αυτοί που παραπονιούνται για την υγρασία και τους λογαριασμούς νερού
Δ
διάβολος, ο: αποδιοπομπαίος άλλος για να μείνουν των φρονίμων τα παιδιά και φρόνιμα και παιδιά– αν δεχτούμε ότι η ιστορία γράφεται από τους νικητές, θα ‘χε ενδιαφέρον μια προσωπογραφία-αφιέρωμα στο έργο και την πολιτεία του εν λόγω αντιφρονούντα- κατά προτίμηση στην ΕΡΤ-3, σε αυτές τις εκπομπές που συνεντευξιαστής και συνεντευξιαζόμενος συμμετέχουν στο εκάστοτε Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Νανουρίσματος με αξιώσεις για μετάλλιο
δύναμη, η: επιτυχία του να μπορείς και να θες να λυγίζεις για να μη συνθλίβεσαι σε χίλια κομμάτια- περηφάνια με την οποία διασχίζεις τα απόνερα αυτού του βόθρου έχοντας την αυτογνωσία ότι θα λερωθείς αλλά τουλάχιστον θα πεις ότι προς τα κάπου έβαλες πλώρη κι εσύ, σ’ αντίθεση με τους ανθρώπους με ψυχοσύνθεση κλαριού, που υπακούει στα καπρίτσια οποιοδήποτε ανέμου και καταλήγει να ποδοπατιέται αενάως, περήφανο κιόλας που έχει γευτεί τις σόλες τόσων και τόσων…

Arnold Böcklin, Self-Portrait with Death Playing the Fiddle, 1872.
Ε
ενσυναίσθηση, η: ικανότητα να μπαίνουμε στα παπούτσια αυτών που τα παπούτσια τους μοιάζουν με τα δικά μας και να τους παρηγορούμε, να εντάσσουμε σε θεωρητικό πλαίσιο την κακοδαιμονία τους και να στήνουμε νοητικά συλλαλητήρια υπέρ τους… σε αντίθεση με αυτών που τα παπούτσια τους βρωμάνε και είναι σε λάθος νούμερο για μας και δεν μας αφήνουν να κάνουμε σπριντ στα συμπεράσματα και τις βεβαιότητες που επιθυμούμε, οπότε δε μπαίνουμε καν στον κόπο
εξανθρωπισμός, ο: διαδικασία με την οποία κρύβεται το γυμνό όρθιο θηλαστικό πίσω απ’ τα ρευματικά του δάχτυλα, τα οποία συνήθως χρησιμοποιεί είτε για να καταδείξει χαιρέκακα σαν ηθικός Υπερτιμωρός κακοραμμένης χολιγουντιανής ταινίας ή να μετρήσει και να υπολογίσει σαν αξιολύπητος αλλοτινός τοκογλύφος το κέρδος του πίσω από κάθε κίνηση σε αστραπιαία ταχύτητα
Ζ
ζαβλάκωμα, το: υποσυνείδητα υπολογισμένη εναλλακτική της αυτοκτονίας (όταν γίνεται με επίγνωση και/ή απόγνωση) ή φυσική, δημιουργική απορρόφηση του φύσει βλάκα (όταν γίνεται λόγο πνευματικής προδιάθεσης)- όταν προτιμάς να βλέπεις παράσιτα στην τιβί απ’ το να την γυρίσεις σε οποιοδήποτε άλλο κανάλι γιατί ξες ότι όλο και για κάποιου το σταυρό θα πρέπει να ξαγρυπνήσεις πάλι
ζήλεια, η: υγιέστατη κατάσταση που μπορεί κανείς να την δηλητηριάσει βάζοντας την κατάλληλη ποσότητα φθόνου και μισαλλοδοξίας- καμπανάκι που σημάνει πιθανή ανεπάρκεια του μικρόκοσμού και που ζητά επανεξέταση είτε της κατάστασης ή των αξιών μας, γι’ αυτό και προσπαθούμε να πνίξουμε τον ήχο με ανόητες ιαχές
Η
ημερομίσθιο, το: (κατά κανόνα) τιναγμένα ψίχουλα, επαρκώς επανατοποθετημένα, παρουσιασμένα έτσι ώστε να κάνουν τον δέκτη να ευφραίνεται και να ευγνωμονεί, για να μην τραβά το λουρί του
Θ
θαλερότητα, η: νίκη της ψυχολογίας επί της βιολογίας με πειστικό σκορ, σε ματς που πολλοί στήνουν και… καταφέρνουν πάλι να χάσουν- απόφαση και ροπή που καθιστά το ζωντανό σε ζωντανό, με τέτοιο τρόπο που η δική του ισοδυναμεί με δέκα αλλονών που ακολουθούν συνταγές από μάγειρες που σερβίρουν τα ίδια γλυκανάλατα εκτρώματα
θανατοποινίτης, ο: τρόφιμος ιδιόκτητης φυλακής σε μορφή καθημερινότητας όπου περνά τη ζωή του μη κάνοντας τίποτα αλλά απ’ το να περιμένει να πεθάνει- γενναίο πνεύμα που επειδή κρυώνει απ’ το αδιάφορο και ψυχρό συμπάν αποφάσισε να κλειστεί σε μια μόνιμη αχρωμία γιατί δε μπορεί να διαχειριστεί τις περιορισμένες (γι’ αυτό) επιλογές τούτης της ζωής κι αναμένει καρτερικά την ημερομηνία λήξης/ έγκλημά του: η ανικανότητά του να ζήσει, τιμωρία του: ότι θα ζήσει πολύ
Dirck van Baburen, Young Man Singing, 1622.
Ι
ιερό, το: ανεξέλεγκτη και αδιαμφισβήτητη έννοια που κάθε νοήμων όρθιο πρέπει να αμφισβητεί κυρίως λόγω του ότι δεν ξέρει τίποτα για την προέλευσή του
Κ
καλλιτέχνης, ο: διαμεσολαβητής του φωτός που δεν ακρωτηριάζει το σκοτάδι- συγγραφέας σε γλώσσα εξερευνημένη αλλά με τέτοια γραφή ώστε να φαίνεται άθικτη και νέα- επιδέξιος χορευτής ρυθμών που φαινόταν να μη βγάζουν νόημα/ όχι ο επιτηδευμένα αυτοαναφορικός, γλοιωδώς φίλαυτος και αθεράπευτα φαντασμένος που σκάβει λάκκους και χουχουλιάζει μέσα τους μονάχος, μόνο και μόνο για να δικαιολογήσει απεγνωσμένα τον στερημένο του εγωισμό
κριτικός, ο: διαβασμένος θεωρητικός, με αψεγάδιαστη γνώση πάνω στο αντικείμενό του και πένα πιο κοφτερή απ’ οποιοδήποτε σπαθί, με υπερενεργητικό μυαλό που κάνει αξιοζήλευτες συνδέσεις και … που παρόλα αυτά καταλήγει αηδιαστικός αυλοκόλακας γελοίων δονκιχωτισμών, γιατί μικρό τον χτυπούσαν στο σχολείο
Λ
λιθοβολία, η: αγαπημένο άθλημα των απογυμνωμένων από κοινωνικές συμβάσεις κτηνών της ιντερνετικής σφαίρας, που δείχνει πως η ηλιθιότητα φτάνει σε διαγαλαξιακά επίπεδα βάθους όταν μαζεύεται όχλος από ανεγκέφαλα playmobile, που ανακηρύσσει εαυτόν σε Ιερά Εξέταση ηθών και πράξεων- ο ίδιος ο Χριστός να τους έπιανε και να τους έλεγε για αναμάρτητους και πράσινα άλογα, αυτοί θα τον πετροβολούσαν κι εκείνον… αφού πρώτα έβρισκαν το κατάλληλο χασταγκ
Μ
μοιρολόι, το: σκοπός που σιγοτραγουδάει όποιος για κακή του τύχη πάσχει από ενσυναίσθηση ή ευαισθησία και καταλαβαίνει το πεπερασμένο των δυνάμεών του απέναντι στις στρατιές τις αδικίας και του κακού, που ελέγχουν και θα ελέγχουν τις τύχες του κόσμου γιατί κατά βάθος είναι απίστευτο βολικό
Giorgione, Self portrait as David, 1509-1510.
Ν
νταηλίκι, το: κρυφός (και φανερός, ορισμένες φορές) καημός και βαθιά ανάγκη ανασφαλών και απολύτως αξιολησμόνητων ανθρώπων, που δεν έχουν κανένα άλλο μέσο για να επιδείξουν τον αδιάφορο ψυχισμό τους, παρά την επιβολή και την βία και που το μόνο είδος διαλόγου που μπορεί να κατανοήσει το πρωτόγονο τους ομοίωμα για εγκέφαλο που διαθέτουν, είναι οι βρισιές και οι κραυγές
Ξ
ξεμώραμα, το: νοητική κατρακύλα από τα σκαλοπάτια της διαύγειας που δεν ξεκινάει στα βιολογικά γεράματα αλλά στα ψυχολογικά- ευτυχώς μερικοί δεν διασχίζουν και μεγάλη απόσταση γιατί δη σκάλα τους δεν έφτανε ψηλά
Ο
όραμα, το: ονείρωξη των εκάστοτε υποψηφίων (ιδίως σε περίοδο προεκλογικού αμόκ) την οποία πρέπει το εκλογικό σώμα να καθαρίζει απ’ τα σεντόνια τα υπόλοιπα περίπου τέσσερα χρόνια- νεφέλη την οποία κυνηγάει ο κάθε εκ του ασφαλούς αλλοπαρμένος και καταλήγει να καταβρέχει τις ζωές των υπολοίπων
Π
παρακμή, η: αναπόφευκτη φθορά των πραγμάτων, που αντί να ειδωθεί ως η φυσική πορεία των επιγείων, ώστε να γιορταστεί η επίσης αναπόφευκτη ακμή, αντιμετωπίζεται σαν κατάντια
Ρ
ρακοσυλλέκτης, ο: ο αφιερωμένος στην συναισθηματική επαιτεία, αυτός που έχει για δικούς του λόγους άδεια συναισθηματικά αποθέματα και βασίζεται στα σκουπίδια των άλλων για την επιβίωσή του- αυτός που βολεύεται με τα ψυχολογικά αποφάγια των άλλων και δεν έχει αξιώσεις για τίποτα άλλο παρά αυτό που έχουν άχρηστο και του πετάνε, για να τον έχουν ήσυχο, σε μια γωνία, να παίζει το ρόλο του- τα ωραία του ρούχα και οι ωραίες του σχέσεις, τακτοποιημένα και ώριμα όπως νομίζει, είναι αυτά που εκκρίνουν μια δυσωδία που αντιλαμβάνεται αλλά δε μπορεί να ανιχνεύσει την προέλευσή της
Arnold Böcklin, Self-Portrait with Death Playing the Fiddle, 1872.
Σ
σωτηρία, η: παραίτηση απ’ οποιαδήποτε υψηλόπνοη έννοια που γράφεται με το πρώτο γράμμα κεφαλαίο, με την φιλόδοξη ιδέα να ευτυχήσεις με υλικά που προέρχονται απ’ αυτόν τον πλανήτη
Τ
τρέλα, η: αυθεντικότητα σε στεροειδή, πάθος και δημιουργικότητα με ειλικρίνεια κι όχι απ’ το ράφι με τα ευπώλητα, άρνηση όχι για χάρη της άρνησης αλλά επειδή υπάρχουν πράγματα εκεί έξω που αξίζουν να βιωθούν κι ας έχεις κάνεις λίγο πατινάζ παραπάνω με τα μούτρα στο παγοδρόμιο της ανθρώπινης επικοινωνίας- συνείδηση των περιορισμών και των δυνατοτήτων του εξευγενισμένου αγρίου και βασισμένα σ’ αυτά απόφαση για ζωντάνια μέχρι καταστροφής
Υ
υστεροβουλία, η: μελωδία γύρω από την οποία είναι γραμμένες οι μισές συμφωνίες των πολιτισμένων, εξανθρωπισμένων θηλαστικών (οι άλλες μισές μείνανε ανολοκλήρωτες γιατί ο συνθέτης δεν ήξερε πώς να συνεχίσει χωρίς αυτή)- το συμπαντικό βαρύκεντρο του καθενός, λειτουργεί ακριβώς όπως η βαρύτητα στον υλικό κόσμο: έλκει τα πάντα, χωρίς να είναι ορατή αλλά σε αντίθεση με την βαρύτητα, η άνθρωποι δεν αποδέχονται την δύναμή της… οπότε περιμένουμε κάνα μήλο να σκάσει στην κούτρα κάποιου άλλου Νεύτωνα, μήπως και ξυπνήσουμε
Φ
φιλάνθρωπος, ο: φιλόζωος
φιλόζωος, ο: μισάνθρωπος
Χ
χρήμα, το: ευτυχία- όποιος λέει το αντίθετο ανήκει είτε στην κατηγορία του αιθεροβάμονος ηλιθίου ή σε αυτήν του κακεντρεχούς παλιοτόμαρου- ευτυχείς για την αυτοάνοση κατάστασή τους οι πρώτοι, αξιοθρήνητοι για την καταδικασμένα-ριζωμένη-σε-αυτή-τη-γη σκέψη τους, οι δεύτεροι/ το χρήμα ουδείς εμίσησε, όστις έχει σώας τας φρένας ενιγουέι
Ψ
ψυχανάλυση, η: στέκι τόσο της ψυχολογίας όσο και της λογοτεχνίας όπου με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (και μετά από κάμποσες επισκέψεις που χρυσοπληρώνεις) σε κάνει να πιστέψεις ότι σχεδόν όλα σου τα προβλήματα έχουν να κάνουν με τον φθόνο του πέους– κι εξωγήινοι να κατέβουν από άλλη διάσταση, από φθόνο του πέους πάσχουν, απλώς δεν το ξέρουν
Ω
ωμότητα, η: ηλίθια έλλειψη τακτ και ευαισθησίας που έχει ανακηρυχθεί σε κοινό συνάλλαγμα ανάμεσα σε εμπόρους που επαίρονται για την αυθεντικότητα και την αδέσμευτη ποιότητα του εμπορεύματός τους, μη κατανοώντας ότι σ’ ένα κόσμο που είναι βαφτισμένος στο όνομα της βίας και της ισχύος, απλώς ρίχνουν τη γελοία και νοθευμένη βενζίνη τους στην φωτιά που μας σιγοψήνει όλους

Peter Paul Reubens, Two Satyrs, 1618-1619.
Λεξικό Ομαλών Ανωμαλιών
.
*Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος άρθρου, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη*
—
..
Ακολουθήστε μας στα social media
..