…
άλυτο,
αστείο,
βρασμός,
ζάναξ,
ηθική,
μαύρο (χιούμορ),
μίσος,
λέξεις που συμπληρώνουν την παρακάτω αλφάβητο ενός μικρού λεξικού φιλοδοξώντας να προκαλέσει πικρά μειδιάματα και δεύτερες σκέψεις με θέμα Ελαφρότητα (Α-Μ ).
Γράφει ο Μανώλης Ιωαννίδης για την Κουλτουρόσουπα.
Α
άλυτο, το: απώτερη/ενδότερη πραγματικότητα της ζωής που δύναται κανείς να κάνει υποφερτή, αν την αντιμετωπίζει με ελαφρότητα και συνείδηση (και) της αστειότητάς της– το να περιδιαβαίνεις έναν επικίνδυνο χωματόδρομο που ‘χει στροφές, ζαλάδα και κακουχίες με ένα ποδήλατο με κόρνα που κάνει αστείους ήχους
απρόσμενο, το: βάση της Κωμωδίας ούλης, όπου πας από το άλφα στο βήτα για να καταλήξεις στο σαράντα έξι, κάνοντας όλη τη διαδρομή να φαίνεται απολύτως λογική και βάσιμη- ευχάριστη ανακάλυψη ασυνέχειας που δίνει μια καλαίσθητα φάλτσα νότα σε μια συμφωνία στην οποία δε συμφωνήσαμε
αστείο, το: νόμιμο ναρκωτικό το οποίο η φύση μας χάρισε απλόχερα, αν δει κανείς καλά- αμφιβόλου ποιότητας, αδιευκρίνιστης καταβολής, ανεξιχνίαστων προθέσεων, το να μπορεί να βαράει ο καθένας απ’ αυτό και να κάνει την πραγματικότητά του λίγο πιο χρωματιστή, συγκαταλέγεται στα θετικά της ανθρώπινης ύπαρξης
Β
βολή, η: αδέσποτη που ρίχνουμε στην πραγματικότητα με την ελπίδα ότι θα προσγειωθεί και θα ξαποστάσουμε απ’ το κυνήγι της ευτυχίας μ’ ένα μουσικό διάλειμμα ξεγνοιασιάς
βρασμός, ο: κατάσταση που προκαλείται σε αυτούς που οι γονείς τους δεν τους έλεγαν ποτέ όχι και από κακομαθημένα παιδιά γίνανε ανυπόφοροι ενήλικες που δεν μπορούν να ανεχτούν ότι ένα αστείο δεν είναι για τους γευστικούς τους κάλυκες
Γ
γέλιο, το: σωματική εκδήλωση της πνευματικής απόδρασης απ’ την πραγματικότητα με το ρεζίλεμά της/μας- η φυσική του πρόκληση λειτουργεί και σαν υπενθύμιση ότι έχει και καλά το να είσαι ζωντανός

Geritt van Honthorst, Merry Violinist, 1624.
Δ
δειλία, η: το να μην τολμά κανείς να βλέπει την αστεία πλευρά των πραγμάτων ή να αποφεύγει να το κάνει επειδή δε συμπεριφέρονται έτσι τα καθωσπρέπει ανώτερα θηλαστικά- πισθάγκωνο δέσιμο με τις χειροπέδες του κυνισμού προς αποφυγήν της ματαίωσης μιας πιθανής κατραπακιάς μιας πιο αλαφροΐσκιωτης ζωής
δυσανεξία, η: σκλήρυνση κατά της πλάκας
Ε
ελαφρότητα, η: ζευγάρι από γυαλιά που κάθε νοήμων άνθρωπος πρέπει να φέρει μαζί του για να μην τυφλωθεί από τις υπεριώδεις ακτίνες της πραγματικότητας- εναλλακτικό ρόφημα απέναντι σε αυτό της σοβαροφάνειας, στο οποίο είναι εξαρτημένοι πολλοί (παρενέργειες: βαρετή προσωπικότητα, κακοτακτοποιημένα απωθημένα) ή αυτό της επιθετικότητας (παρενέργειες: ύποπτη ευερεθιστότητα και σύνδρομο Επαναστάτη χωρίς Αστεία)
ευστοχία, η: ικανότητα να σκοράρεις απέναντι στα κακώς κείμενα της ζωής–στατιστικό που κάθε εαυτόν-σεβούμενος αστειάτορας ελέγχει και προνοεί για τα υψηλά στατιστικά του σε τούτη την μείζονος σημασία κατηγορία ειδάλλως επιλαμβάνονται οι φίλοι του
Ζ
ζάναξ, τα: εναλλακτική της ελαφρότητας και της ξεγνοιασιάς
Abraham Bloemaert, Boy with rumbling pot, 1625-1630.
Η
ηθική, η: τομέας αδράνειας της ανθρώπινης δραστηριότητας όπου ο τοξοβόλος-αστειάτορας στοχεύει τα δηλητηριώδη του βέλη… μήπως και τη βελτιώσει
Θ
θάρρος, το: το να ξέρεις ότι έχει απέραντο σκοτάδι από πάνω σου και να ψάχνεις κάπου για λίγο φως, μόνο και μόνο για να διασκεδάσεις τον εαυτό σου με τα σκιές που θα κάνεις με τα χέρια σου
Ι
ίαση, η: ταπεινή αλλά μεγαλοπρεπής προσφορά της ελαφρότητας όταν τα περισσότερα τριγύρω μοιάζουν να ζυγίζουν τόνους

Jan Steen, The Happy Family, 1668.
Κ
καταδίκη, η: μοίρα οποιουδήποτε αμφιλεγόμενοι αστεϊσμού που κακώς ή καλώς κατευθύνεται όπου δεν το κάνει η εποχή- πνευματική επίκριση που στις καλές τις εκδοχές αποπλέει από την ωφέλιμη κριτική και προσαράζει στον αναστοχασμό και την διόρθωση, ενώ στα κακέκτυπα που κυκλοφορούν φαίνεται να ονειρεύεται αόρατα κάγκελα παντού (για όσους δεν τα λένε όπως πρέπει…)
Λ
λόγος, ο: Όπου δε πίπτει λόγος, πίπτει χιούμορ, τάδε έφη κάποιος σοφότατος που θα παραμείνει ανώνυμος
Μ
μαύρο (χιούμορ), το: φθηνό και προσβάσιμο πάρκο για πατινάζ όπου άλλους βλέπεις να πετυχαίνουν επικίνδυνες πιρουέτες και απαγορευτικά ζογκλερικά και άλλους να συγκρούονται μεταξύ τους και να τσουλάνε με τα μάγουλά τους προς την έξοδο-cancel
μίσος, το: φυσικός εχθρός του αστείου και της ελαφρότητας, αιώνιος ανταγωνιστής της χαράς και της ξεγνοιασιάς… εκτός κι αν πρόκειται για έννοιες όπως η ζωή, η τύχη, η ελεύθερη αγορά και τα φασολάκια
Ν
νταής, ο: κακοραμμένο κουστούμι μικρομέγαλων που αντί για ελαφρότητα ψάχνουν καβγάδες και εναντίωση επειδή οι γονείς τους μικρούς αντί για αγκαλιές τους δίνανε επικρίσεις και διφορούμενα (στην καλύτερη) σχόλια- ιδιότητα που δεν επιλέγει απ’ το μενού επιλογών της ζωής, αυτός που νιώθει καλά με τον εαυτό του και δεν έχει ανάγκη την καθίζηση και την κύλιση σε έλη και βόθρους της ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας, μήπως και πετύχει κάποιου είδους ελαφρότητα και απομάκρυνση απ’ τα βαρέα και καθημερινά, γιατί ξέρει να μιλάει και να αστειεύεται, όχι να γαβγίζει και να ρεύεται
Ξ
ξιπασιά, η: πατερίτσα που ανεμίζουν στον αέρα οι καθωσπρέπει καθηγητές της ζωής, μήπως τρομάξουν τους υπόλοιπους και τους πείσουν να ξαποστείλουν την ελαφρότητά τους και γίνουν και αυτοί καθωσπρέπει- αρετή που δεν κουβαλάνε στην καμπούρα τους οι απανταχού αλαφροΐσκιωτοι γιατί μπορούν και γελάνε με αυτή
Ο
όπλο, το: χιούμορ, ειρωνεία, κριτική σκέψη- μερικά απ’ τα όπλα απέναντι σε έναν μακελειό που αν και μοιάζει ανηλεές, αυτός που είναι αποφασισμένος να μην πνιγεί στο αίμα (αλλά ούτε και να μείνει βολικά καθαρός), ξέρει πώς να χρησιμοποιεί και που να στρέφει
Π
πανικός, ο: χείμαρρος που κατακλύζει το άτομο όταν βαράει πολλές δόσεις πραγματικότητας μαζεμένες και δεν υπάρχει λίγη ανεμελιά τριγύρω να το συνεφέρει- εύκολη, ακόμη και επιθυμητή διαχείριση των ανελέητων χτυπημάτων της πραγματικότητας, όπου το άτομο πηγαίνει στη γωνία του ρινγκ και προσπαθεί να κρεμαστεί απ’ τα σκοινιά… μήπως και γλιτώσει απ’ το βρωμόξυλο της πραγματικότητας
Ρ
ρήξη, η: άλμα από μικρό ή μεγάλο γκρεμό, με την ασυνέχεια να γκρεμίζει τον άλτη στο έρεβος του παιχνιδιού, του χάους και της λαβυρινθώδους εκπλήρωσης
Σ
σήψη, η: αποσύνθεση του ψυχολογικού κόσμου ενός υποψηφίου θανόντα όταν η πολεοδομία του μυαλού του έχει πλάσει έτσι τον κόσμο στον οποίο ζει όπου υπάρχουν μόνο λεωφόροι, φανάρια, ουρανοξύστες και φασαρία, ενώ απουσιάζουν οι παιχνιδότοποι, οι χώροι αναψυχής και τα πρατήρια ντοπαμίνης- επικίνδυνη συνήθεια, αυτάρεσκη ασχολία, συνέπεια της μεμψιμοιρίας, του κυνισμού και της κακίας που είναι τα πιο ανθεκτικά φυτά σε κάθε εποχή
στάση, η: τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει κανείς τα τεκταινόμενα- άλλοτε καμπουριαστά, άλλοτε γονυπετώς, αυτός που αρνείται να μπανιαρίζεται στις ντουζιέρες με χημικά που αφαιρούν κάθε αίσθηση χρώματος και μελωδίας, είναι αυτός που κοιτάει την διάγνωση της σκολίωσής του και μετά χορογραφεί για ανθρώπους με λόρδωση
Τ
τραγικό, ο: το αστείο με σκούρα ρούχα- συνειδητή όσο και επιτηδευμένη επιλογή του να τα βλέπεις όλα λες και είσαι πρωταγωνιστής σε κάποια αρχαία τραγωδία, κακογραμμένη και με όλους τους ήρωες μονοδιάστατους, μιας και η θέαση των πραγμάτων από λίγο διαφορετική γωνία μπορεί να σε στραβολαιμιάσει
Υ
υπερβολή, η: αλατοπίπερο της ελαφριάς ύπαρξης, αρκεί να μη μπερδεύεσαι στη δοσολογία- όταν παίζεις με τα σχήματα της πραγματικότητας, τα παραμορφώνεις, τα λυγίζεις και τα κοροϊδεύεις, όχι για να αρνηθείς την φύση τους και να προσπαθήσεις να φτιάξεις μαϊμού δικά σου, αλλά για να γιορτάσεις το πραγματικό παιχνίδι σου μαζί τους και την εξοικείωσή σου μαζί τους (αλλά όχι απαλλοτρίωση)
.
υπνηλία, η: ροπή προς την παρηγοριά της ξεκούρασης όταν λείπει απ’ το σπιτικό σου το τρελό παιδί που θα ‘πρεπε να υιοθετήσεις και όλα είναι ήσυχα, βαριά και ίδια- φυσική κατάσταση όπου ο κύκλος του μηδέν γίνεται χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς μια θηλιά και το να τη λύσει και να την κάνει ένα, φαντάζει πολύ κοπιώδες και αλλοτινό
Φ
φευγαλέο, το: έκφανση του ανάλαφρου, του ξέγνοιαστου- τσίμπημα από μια φιλική μέλισσα που προκαλεί ένα παροδικό πρήξιμο χαράς, χωρίς μακροπρόθεσμα απότοκα
Χ
χειρισμός, ο: τρόπος με τον οποίο σερφάρεις στα κύματα του εχθρικού και απαράλλαχτου πελάγους, προσπαθώντας να διασκεδάσεις με λίγες φιγούρες και ακροβατικά… προτού βρεις τη σανίδα σου καπέλο- ικανότητα αποφυγής τόσο της μυωπίας όσο και της ολοκληρωτικής τύφλωσης, χωρίς να αφήσεις τα μάτια σου απαίδευτα ή παιδικά απέναντι στα τέρατα της πραγματικότητας
Ψ
ψώρα, η: ασθένεια που αποφεύγεται όπως και η ελαφρότητα και η αθώα χαρά, από τους μεγάλους και καθωσπρέπει, μισθοφόρους της στενομυαλιάς
Ω
ωχρός, ο: απόχρωση που δεν παίρνει ο νους των ανάλαφρων πλασμάτων γιατί δεν χωράει στην γεμάτη από αποχρώσεις παλέτα τους
Λεξικό Ομαλών Ανωμαλιών
.
.
*Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος άρθρου, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη*
—
..
Ακολουθήστε μας στα social media
..