Γράφει ο μαέστρος Μιχαήλ Χατζηαναστασίου για την Κουλτουρόσουπα.
Ξεχύθηκαν τα μιλιούνια στις Παναγιές του κόσμου, με λαδωμένα χαρτάκια στα χέρια, γόνατα γδαρμένα απ’ τις υποσχέσεις και τάματα καρφιτσωμένα σαν κρεμαστάρια σε ξένο κορμί. Στα γκισέ των Εκκλησιών συνωστισμός· ουρά για ένα θαύμα με το κιλό, ένα «να μου κάτσει», ένα «να μου φύγει το βάρος», ένα ρουσφέτι που να μοιάζει θεϊκό για να μην κριθεί ανθρώπινο. Κι όλο σκύβεις, σκύβεις λίγο ακόμα, να χωρέσει η κεφαλή κάτω απ’ το εικονισματάκι, λες και ο Θεός ψάχνει πελάτες κι όχι ανθρώπους.
Πότε θα σταματήσουμε επιτέλους να ντύνουμε το φόβο μας με λιβάνι και να τον βαφτίζουμε κατάνυξη; Ως πότε θα παρακαλάμε να μας λυπηθούν οι ουρανοί επειδή βαριόμαστε να ιδρώσουμε τη γη;
Απ’ τους Θεούς, μονάχα δύναμη οφείλεις να ζητάς.
Όχι χάρη· χάρη ζητά ο υπόχρεος. Όχι παράθυρο· παράθυρο ψάχνει ο παραβάτης. Δύναμη να αγαπήσεις όταν το εγώ σου ουρλιάζει, δύναμη να αγαπηθείς χωρίς να γίνεις χαλί, δύναμη να πολεμήσεις για όλα αυτά που απλόχερα σου χάρισε η Φύση: το σώμα που απαιτεί φροντίδα, τον νου που απαιτεί κόπο, την κοινότητα που απαιτεί συμμετοχή. Η προσευχή δεν είναι αίτηση στο ταμείο· είναι ανάσα πριν τη μάχη. Και η μάχη δεν είναι με τον διπλανό σου — είναι με την ακηδία που φωλιάζει μέσα σου και θρέφεται με ένα … «έλα μωρέ, θα κάνει η Παναγιά το θαύμα της».
Ζητιανολόγοι και Απελεύθεροι.
Απελεύθεροι στα χαρτιά, δούλοι στις συνήθειες. Ελεύθεροι να πράξουμε, δεμένοι με τα κουμπιά πανικού: φυλαχτά, χαϊμαλιά, τάματα που θυμίζουν «σου δίνω—μου δίνεις».
Μα ο βωμός δεν είναι ανταλλακτήριο. Να τολμήσεις τη μάχη σημαίνει να σηκώσεις το βάρος που θες να απιθώσεις σε ξένη πλάτη — είτε του γείτονα είτε του Θεού. Να σπάσεις τον κύκλο της μεμψιμοιρίας που σε βολεύει: «δεν φταίω εγώ, φταίνε οι καιροί». Οι καιροί πάντα «φταίνε». Εσύ τι κάνεις; Κρύβεσαι πίσω από κεριά, επειδή φοβάσαι τα κάρβουνα της ευθύνης;
«Να λατρεύεις τον Θεό που σε δημιούργησε κι όχι τον Θεό που εσύ δημιούργησες». Αυτό είναι το σταυροδρόμι. Ο πρώτος Θεός —άκτιστος, άναρχος, ανείπωτος— δεν μπαίνει σε κουμπαράδες ευσεβείας. Είναι η πνοή που σε θέλει όρθιο, ο Λόγος που ζητά νόημα, η Φύση που απαιτεί συνέργεια. Ο δεύτερος, ο δικός σου χειροποίητος, είναι ο Θεός της βολής: κατ’ εικόνα των φόβων σου, καθ’ ομοίωση των δικαιολογιών σου. Αυτόν τον θρέφεις με κεριά για να σου επιτρέπει να μην αλλάζεις. Να τον γκρεμίσεις! Γιατί κάθε φορά που προσκυνάς το είδωλό σου, κλέβεις δευτερόλεπτα από την αληθινή σου ζωή και τα ρίχνεις στον κάλαθο των «αν».
Τι να κάνεις λοιπόν; Άφησε το κερί και πιάσε το φτυάρι· φύτεψε ένα δέντρο, όχι για να σε θυμούνται, αλλά για να ανασάνεις. Άφησε το τάμα και πιάσε το τηλέφωνο· ζήτα συγγνώμη εκεί που χρέωσες άλλους να κουβαλήσουν το δικό σου φορτίο.
Άφησε το «μακάρι» και πιάσε το «σήμερα».
Αγάπη δεν είναι ν’ ανάβεις μια φλόγα μπροστά σε εικόνες, είναι να ανάβεις μια φλόγα μέσα σου που να ζεσταίνει όσους κρυώνουν. Πίστη δεν είναι να περιμένεις να γίνει θαύμα· είναι να γίνεσαι εσύ το μικρό, κουρασμένο, καθημερινό θαύμα: να δουλεύεις τίμια, να λες αλήθεια, να υπερασπίζεσαι τον αδύναμο, να μην ξεπουλάς τον λόγο σου για μια εξυπηρέτηση.
Κι όταν λυγίζεις —γιατί θα λυγίσεις— ζήτα δύναμη. Όχι να αλλάξουν οι νόμοι, αλλά να σταθείς σύμφωνα μ’ αυτούς. Όχι να σωπάσει ο κόσμος, αλλά να καταλαγιάσει το μέσα σου ώστε να τον ακούσεις. Ο Θεός που σε έπλασε σε θέλει συμμέτοχο, όχι πελάτη. Ο θεός που έπλασες σε θέλει υποτακτικό, όχι άνθρωπο. Διάλεξε πλευρά. Γιατί στο τέλος της ημέρας, ωρέ, ένα πράγμα θα κριθεί: αν έζησες γονατιστός περιμένοντας ρουσφέτια ή όρθιος ζητώντας —και δίνοντας— δύναμη. Ο Θεός που σε δημιούργησε σε θέλει όρθιο· ο θεός που εσύ δημιούργησες σε θέλει γονατιστό.
Δείτε όλα τα άρθρα του Μιχαήλ Χατζηαναστασίου με μια ματιά ΕΔΩ