Ζούμε σε μια περίοδο βαθιάς πολιτικής κρίσης, όπου η συνολική εικόνα του δημόσιου βίου κατακλύζεται από παρακμή, αποσύνθεση και θεσμική απαξίωση. Από τη μια πλευρά, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη βρίσκεται αντιμέτωπη όχι μόνο με τις προκλήσεις της διακυβέρνησης, αλλά και με εσωτερικές βολές που ξεπερνούν τα όρια της πολιτικής αντιπαράθεσης και αγγίζουν τον ευτελισμό. Η επίθεση που δέχεται ο πρωθυπουργός από πρόσωπα όπως ο Αντώνης Σαμαράς και ο Κώστας Καραμανλής, από πολιτικούς δηλαδή με περιορισμένη απήχηση και ανύπαρκτο συγκριτικό ηθικό και πολιτικό εκτόπισμα, υποδηλώνει κάτι πολύ πιο ανησυχητικό από μια απλή διαφωνία.
Από την άλλη πλευρά, η αντιπολίτευση προσφέρει ένα εξίσου θλιβερό θέαμα. Πολιτικοί σχηματισμοί και ηγεσίες διαγκωνίζονται σε μια κούρσα αθλιότητας, παραλογισμού και αναξιοπιστίας, εκφέροντας δημόσιο λόγο που όχι μόνο δεν πείθει, αλλά προκαλεί ντροπή και απέχθεια. Αντί να ασκούν υπεύθυνο, εποικοδομητικό έλεγχο, βυθίζονται σε τερατολογίες, ψεύδη και ρητορική χλεύης, επιχειρώντας να καλύψουν την ουρανομήκη ανεπάρκειά τους πίσω από έναν τοξικό θόρυβο χωρίς περιεχόμενο, μετατρέποντας το Κοινοβούλιο σε μια αρένα προσωπικών αντεγκλήσεων, χυδαίου λόγου, ανευθυνότητας και τεράστιου ηθικού ελλείμματος. Η εικόνα που διαμορφώνεται είναι αυτή μιας αντιπολίτευσης απολύτως ανίκανης, που λειτουργεί όχι ως εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης αλλά ως καθρέφτης μιας χώρας σε κρίση ταυτότητας.
Ωστόσο, ακόμη και αν η προσωπικότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη στέκει, σε επίπεδο πολιτικής, κοινωνικής, μορφωτικής συγκρότησης, ψυχραιμίας και ευρωπαϊκής εμβέλειας, πολύ πάνω από το υπόλοιπο πολιτικό προσωπικό, τόσο που κάθε σύγκριση μαζί του να φαντάζει είτε ειρωνική είτε προσβλητική, αυτό δεν αρκεί για να αντιστραφεί το συνολικό αδιέξοδο. Η σύγκριση με τον σημερινό πρωθυπουργό, είτε αρέσει είτε όχι, είναι άτοπη: δεν πρόκειται για απόσταση, αλλά για διαφορετικό επίπεδο. Η σύνθεση της σημερινής Βουλής αντανακλά ένα εθνικά επώδυνο γεγονός: την αποτυχία της κοινωνίας να αποκτήσει στοιχειώδη δημοκρατική και ηθική ευθύνη. Όταν οι ψηφοφόροι επιλέγουν πρόσωπα και κόμματα που είτε προσβάλλουν τη νοημοσύνη είτε ευτελίζουν τον δημόσιο διάλογο τότε η ευθύνη μετατοπίζεται από την ηγεσία προς τη βάση.
Έχουμε καταστεί μια κοινωνία εθισμένη στην επιφάνεια, στη δημαγωγία, στην απενοχοποιημένη ανευθυνότητα. Αντί για επίγνωση, καλλιεργείται μια ψευδής αυτοεικόνα — μια αυταπάτη περί συλλογικής ανωτερότητας, ενώ στην πραγματικότητα κυριαρχούν η αδιαφορία, ο εγωκεντρισμός και η αδυναμία για κάθε ουσιαστική αυτοκριτική. Το αποτέλεσμα είναι αποπνικτικό. Έχουμε μια Βουλή σε μεγάλο βαθμό γελοία, με πρόσωπα που ενσαρκώνουν την παραίτηση και την κυνική φθορά του πολιτικού φαντασιακού. Ένα θέατρο του παραλόγου που γεννά απαισιοδοξία, αποξένωση και βαθιά υπαρξιακή απελπισία. Το Κοινοβούλιο δεν είναι απλώς προβληματικό, είναι σε πολλές στιγμές κωμικά αναξιοπρεπές.
Δεν μπορεί η πολιτική ζωή να αφεθεί στην αυτοκαταστροφική της ροπή, δεν είναι δυνατόν η κοινωνία να παραμένει αμέτοχη, θεατής στην αποδόμηση κάθε έννοιας πολιτικής αξιοπρέπειας. Η ευθύνη δεν ανήκει ούτε μόνο στους ηγέτες ούτε μόνο στους αντιπάλους τους. Ανήκει στον καθένα από εμάς. Για να πάψει η παρακμή να είναι αναπόφευκτη, πρέπει πρώτα να σταματήσει να είναι αποδεκτή. Γιατί, σε τελική ανάλυση, η πολιτική ποιότητα μιας χώρας είναι αντανάκλαση της κοινωνικής της συνείδησης.
ΠΗΓΗ: Toυ Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης