Γράφει ο Μιχαήλ Χατζηαναστασίου για την Κουλτουρόσουπα.
Στο μόνο πράγμα που δεν μπορείς να αποδώσεις επίθετο, είναι ο Έρωτας. Πολλοί Τον θεωρούν ως κάτι το άπιαστο, το μη καθορισμένο. Άλλοι πάλι προσπαθούν να Τον αποκωδικοποιήσουν με μέτρα και σταθμά και μερικοί να Τον αποκαθηλώσουν με θρησκόληπτες τακτικές και αφορισμούς.
Κάποιοι Τον έχρισαν Θεό και ησύχασαν, άλλοι Τον ταύτισαν με την έλξη και αυθυποβλήθηκαν και κάποιοι ανέμπνευστοι, αποπειράθηκαν να Τον μεταφράσουν με μαθηματικούς τύπους και … εξισώσεις χημείας.
Μόνο οι Ποιητές θαρρώ κατόρθωσαν να Τον αντιληφθούν. Όσοι Τον είδαν σαν θόρυβο της ήττας και όχι σαν ιαχή μιας νίκης, είναι αυτοί που – κατά την γνώμη μου – πλησίασαν περισσότερο την Αλήθεια.
Μία αλήθεια, που επιτάσσει το συναίσθημα να προσπαθεί να Τον κατακτήσει ως αξία.
Ανέγγιχτος από το “ήθος” που νομοθετεί κι’ αόρατος από το δέος των αδαών.

Ευριπίδης
Στην Ευριπίδεια τραγωδία ωστόσο, ο Έρωτας δεν είναι εξιδανικευμένος. Η παντοδυναμία του πάθους και η αδυναμία του ανθρώπου να αντισταθεί, αποτελούν γνώριμα χαρακτηριστικά όλων του των έργων, με τις ηρωίδες του στο σύνολό τους να διατρανώνουν πανηγυρικά τις συνέπειες της αλόγιστης έλξης τους προς το απαγορευμένο.
Παρά ταύτα, ακόμα και για τον μέγα τραγικό, ο Έρωτας είναι το σύνορο που χωρίζει τον Άνθρωπο απ το υβρίδιο. Αξίζει λοιπόν να παλέψεις για κάτι, που ακόμα και οι Θεοί δεν μπορούν να απαξιώσουν την … γεύση Του.

Έρωτας ❤
Στον κλασικό Ελληνικό πολιτισμό, ο Έρωτας ήταν δημιουργική δύναμη και πηγή έμπνευσης για πολλούς ποιητές, φιλοσόφους και καλλιτέχνες.
Οι ζωγράφοι και οι γλύπτες της εποχής Τον παριστάνουν σαν όμορφο έφηβο με φτερούγες και λύρα. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου ο υγιής Έρωτας αλλοιώθηκε. Ο φτερωτός όμορφος νέος της αρχαιότητας, στην Ελληνιστική περίοδο μεταμορφώνεται σε νήπιο, ενώ στην Αλεξανδρινή ποίηση μεταβάλλεται σε σκανδαλιάρικο παιδί.
Αυτή η αξιοσημείωτη πεπτωκώς αλλαγή Του στο πέρασμα των αιώνων, αντανακλά πλήρως την παρακμιακή κατρακύλα του ανθρώπου, διά μέσου των διαπροσωπικών του σχέσεων, σε όλα τα κοινωνικά μοντέλα συνύπαρξης που λάβανε χώρα έως και σήμερα.

Τάσος Λειβαδίτης
Ως τρανταχτό παράδειγμα τούτης της κατρακύλας, θα παραθέσω – σαν αυταπόδεικτο επιχείρημα – ένα απόσπασμα από τη συλλογή Καντάτα (1960) του μεγάλου μας ποιητή Τάσου Λειβαδίτη:
…Ἕνα περίεργο ἐπεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στὶς ἐφημερίδες,
ἕνας ἄντρας πῆγε σ᾿ ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ «σπίτια»,
πῆρε μιὰ γυναῖκα,
μὰ μόλις μπαίνουν στὸ δωμάτιο,
ἀντὶ νὰ γδυθεῖ καὶ νὰ ἐπαναλάβει τὴν αἰώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, καὶ τῆς ζητοῦσε νὰ τὸν ἀφήσει
νὰ κλάψει στὰ πόδια της. Ἐκείνη βάζει τὶς φωνές,
«ἐδῶ ἔρχονται γιὰ ἄλλα πράγματα»,
οἱ ἄλλοι ἀπ᾿ ἔξω δώστου χτυπήματα στὴν πόρτα.
Μὲ τὰ πολλὰ ἄνοιξαν καὶ τὸν διώξανε μὲ τὶς κλωτσιὲς
— ἀκοῦς ἐκεῖ διαστροφὴ νὰ θέλει, νὰ κλάψει μπρός σε μιὰ γυναῖκα.
Ἐκεῖνος ἔστριψε τὴ γωνία καὶ χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανεὶς δὲν τὸν ξανάδε πιά.
Καὶ μόνο ἐκείνη ἡ γυναῖκα,
θὰ ᾿ρθεῖ ἡ ἀναπότρεπτη ὥρα μιὰ νύχτα, ποὺ θὰ νοιώσει τὸν τρόμο ξαφνικά,
πῶς στέρησε τὸν ἑαυτὸ τῆς ἀπ᾿ τὴν πιὸ βαθιά,
τὴν πιὸ μεγάλη ἐρωτικὴ πράξη
μὴν ἀφήνοντας ἕναν ἄντρα νὰ κλάψει στὰ πόδια της.”
Ο Λειβαδίτης, μέσα από το σύνολο του ποιητικού του έργου, αποδεικνύει πως έχει μία σαφή
– απλανή – εικόνα και καθαρή γνώση, γαλουχημένη από τα ιδανικά και ιδεώδη των Αρχαίων Ελλήνων κλασικών.

Αριστοφάνης
Στο “Συμπόσιο” του Πλάτωνα, το οποίο και αποτελεί το πρώτο φιλοσοφικό δοκίμιο περί Έρωτος, στην ιστορία της ανθρώπινης διανόησης, παρουσιάζονται διάφορες προσεγγίσεις, διά στόματος τρανών φιλοσόφων και ποιητών της εποχής εκείνης.
Απ’ όλες τις θέσεις και απόψεις που διατυπώνονται στο “Συμπόσιο” θεωρώ πως δύο εξ’ αυτών ξεχωρίζουν περισσότερο.
Αυτές του Αριστοφάνους και του Σωκράτη.
Κατά τον Αριστοφάνη, παλιά υπήρχαν τρία φύλα: το αρσενικό, το θηλυκό και το ανδρόγυνο, το οποίο αποτελούνταν από διπλά όντα, δηλαδή από δύο σώματα ενωμένα σε ένα. Το ανδρόγυνο φύλο ήταν δυνατό, έξυπνο και απειλούσε τους θεούς. Για να το υποτάξει ο Δίας, έκοψε στη μέση τα διπλά τους σώματα κι έφτιαξε από τον καθένα δυο διαφορετικούς ανθρώπους που συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον. Μετά τη διχοτόμηση, το κάθε σώμα αναζητούσε απεγνωσμένα το άλλο του μισό.
Ερωτευόμαστε λοιπόν, γιατί ποθούμε να ξαναβρούμε τη χαμένη μας ενότητα, γιατί νοσταλγούμε την παλιά μας ολοκληρωμένη φύση;
Ποιός ξέρει πράγματι …
Η έννοια της ολότητας, της αιωνιότητας, της θεραπείας της ψυχής, µα και του μεταθανάτιου δεσμού των ανθρώπων, πραγματοποιείται – κατά τον μέγα ποιητή – µέσω του Ερωτα.

Σωκράτης
Ο Σωκράτης με την σειρά του, αφηγείται μία αποκαλυπτική – κατά πως λέει – συζήτηση με την σοφή ιέρεια Διοτίμα από την Μαντινεία, η οποία υποστήριζε, πως o Έρωτας δεν είναι ούτε θεός ούτε άνθρωπος, αλλά ένα πνεύμα – Δαίμων – που ζει μεταξύ θεών και ανθρώπων και τοποθετεί τις μορφές του Έρωτα σε βαθμίδες, στις οποίες πορεύεται ανοδικά ο κάθε συνετός άνθρωπος με την κατάλληλη εκπαίδευση.
Στην πρώτη βαθμίδα, ο άνθρωπος ερωτεύεται τα θελκτικά σώματα και γίνεται εραστής της επιφανειακής ομορφιάς.
Στην δεύτερη ανακαλύπτει, ότι η ομορφιά της ψυχής είναι σημαντικότερη από αυτήν του σώματος και αρχίζει να γοητεύεται από τις ωραίες ψυχές.
Στη τρίτη ερωτεύεται την Τέχνη, την Επιστήμη και τη Γνώση, φτάνοντας – σε μεγάλη ηλικία – στο τέταρτο και τελευταίο επίπεδο, όπου ερωτεύεται την απόλυτη ομορφιά, την αιώνια, άναρχη και αδιάφθορη ιδέα του Ωραίου.
Βάσει όλων των παραπάνω, η ανθρώπινη ψυχονόηση αποτελεί έναν ασταθή συνδυασμό λογικής και ενστίκτου στα επίπεδα του αδιαβάθμητου, όταν η “συμφέρουσα” γνώση στρεβλώνει την Αλήθεια.
Αυτοί που γνωρίζουν, να μην χρεώνουν στο συναίσθημα όλα αυτά που το ένστικτο επιτάσσει, έχουν την δυνατότητα να επιλέξουν μεταξύ της μοναξιάς του Έρωτα και της ερωτικής …μοναχικότητας.
Κλείνοντας, θα ήθελα να παραθέσω ως επίλογο, ότι πιο αληθινό – κατά την ταπεινή μου γνώμη – έχει γραφτεί ποτέ, από έναν άνδρα προς μιά γυναίκα, που μόνο ένας άνθρωπος της Τέχνης, τόσο μεγάλος, τόσο ευφυής και τόσο αυτοκαταστροφικά σοφός θα μπορούσε να διατυπώσει: “Υπάρχουν γυναίκες που εμπνέουν την επιθυμία να τις νικήσεις και να τις απολαύσεις … αλλά αυτή εδώ, σου γεννάει τον πόθο να πεθάνεις αργά κάτω απ’ το βλέμμα της.” – Σαρλ Μπωντλαίρ –