Γράφει ο μαέστρος Μιχαήλ Χατζηαναστασίου για την Κουλτουρόσουπα.
Η αποδόμηση της Δικαιοσύνης δεν είναι διολίσθηση. Είναι μετατόπιση σε ένα νέο πολιτειακό καθεστώς, όπου η εξουσία δεν κρίνεται, αλλά αυτοδικαιώνεται. Κι εμείς κοιτάμε, σκυφτοί, βουβοί, συνένοχοι.
- Από την ατιμωρησία στην κανονικοποίηση της αυθαιρεσίας.
Δεν πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά. Οι αποκαλύψεις περί διαπλοκής δεν είναι πια συγκλονιστικές, είναι αναμενόμενες. Οι διάλογοι μεταξύ υπουργών, εργολάβων και «καλοθελητών» δεν σοκάρουν πια, γιατί η κοινωνία έχει συνηθίσει τον καρκίνο και τον αποκαλεί πια σημάδι ωριμότητας. Η εισαγγελική αδράνεια δεν εξοργίζει· προκαλεί χασμουρητό.
Αυτή η πλήρης καθετοποίηση της διαφθοράς —σε πολιτικό, μιντιακό και θεσμικό επίπεδο— δεν είναι απλώς παρακμή. Είναι κανονικοποίηση της ανομίας, ένα νέο καθεστώς, όπου το Δίκαιο δεν είναι το μέτρο, αλλά το εργαλείο. Το μαχαίρι δεν κόβει το ψωμί· κόβει τον αντίπαλο.
- Η “Δικαιοσύνη” ως μηχανισμός διατήρησης της εξουσίας.
Όπως έγραψε ο Walter Benjamin, «κάθε κατασταλτικό δίκαιο φέρει το στίγμα της βίας που το γέννησε». Όταν η δικαστική εξουσία λειτουργεί όχι ως αντίβαρο, αλλά ως μηχανισμός διαχείρισης πολιτικής κρίσης, τότε δεν έχουμε απλώς εκτροπή. Έχουμε μετάλλαξη του ίδιου του νοήματος της έννοιας “δικαιοσύνη”.
Η Hannah Arendt μας προειδοποίησε πως ο ολοκληρωτισμός δεν αρχίζει με τις εκτελέσεις, αλλά με τη διαστρέβλωση του νοήματος των λέξεων. Όταν το “ανεξάρτητη Δικαιοσύνη” σημαίνει “διορισμένη πειθαρχία”, όταν το “έρευνα” σημαίνει “αναμονή μέχρι να ξεχαστεί” και το “κρίση” σημαίνει “συγκάλυψη”, τότε δεν έχουμε θεσμούς. Έχουμε σκηνικά. Διακοσμητικά. Προπέλες καπνού.
- Κατάσταση εξαίρεσης και η εξαφάνιση του πολίτη.
Ο Giorgio Agamben ανέλυσε τη «κατάσταση εξαίρεσης» — μια συνθήκη όπου η εξουσία, επικαλούμενη κρίσεις, αναστέλλει τα δικαιώματα, τους θεσμούς και τις εγγυήσεις, διατηρώντας όμως τη “φόρμα” του νόμου. Αυτό ζούμε. Μια συνεχή κατάσταση εξαίρεσης, όπου το κράτος παραμένει τυπικά συνταγματικό αλλά πρακτικά αυθαίρετο. Ό,τι δεν συμφέρει την εξουσία, απλώς δεν συμβαίνει και αν συμβεί, δεν τεκμηριώνεται, αν τεκμηριωθεί δε, ξεχνιέται.
Ο πολίτης, λοιπόν, παύει να είναι φορέας δικαιωμάτων. Γίνεται απλός αποδέκτης διαταγών. Ένα διοικητικό αντικείμενο, που υπάρχει μόνον όσο δεν ενοχλεί. Και όταν ενοχλήσει, το θεσμικό σύστημα του απαντά: «δεν συντρέχει λόγος παρέμβασης».
- Η κατάρρευση της έννοιας του Δικαίου.
Η πολιτική αποδόμηση της Δικαιοσύνης έχει ένα πιο βαθύ τίμημα: την φιλοσοφική ακύρωση της ίδιας της έννοιας του Δικαίου. Για τον Πλάτωνα, το Δίκαιο ήταν η έκφραση του λογικού μέτρου στην κοινωνία· για τον Αριστοτέλη, ήταν το μέσον της αρετής και του πολιτικού σκοπού. Σήμερα, το Δίκαιο είναι στρατηγικό περιτύλιγμα. Ένα κουστούμι που φοράει όποιος έχει εξουσία για να δείχνει αξιοπρεπής ενώ λεηλατεί.
Αν το δίκαιο δεν πηγάζει από την ηθική ανάγκη για δικαιοσύνη, αλλά υπακούει σε διατάγματα σκοπιμότητας, τότε χάνεται η ίδια η ιδέα του πολιτισμού. Η Δικαιοσύνη δεν είναι θεσμός, είναι συλλογική υπόσχεση και αυτή η υπόσχεση έχει προδοθεί.
Τέλος, αν η Δικαιοσύνη είναι πλέον ένα ακόμη εργαλείο της εξουσίας, τότε βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο πολίτευμα. Όχι φιλελεύθερη Δημοκρατία, αλλά συνταγματικός αυταρχισμός με μιντιακή επίστρωση. Κι αν αυτό δεν μας εξοργίζει, τότε ίσως έχουμε ήδη μεταλλαχθεί. Ίσως έχουμε αποδεχτεί, πως η Ελευθερία είναι κάτι για να το βλέπουμε στις επετείους και να το κρεμάμε στους τοίχους, όχι να το απαιτούμε.
Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι πια αν θα υπάρξει Δικαιοσύνη. Είναι αν θα τη διεκδικήσει κανείς με κόστος. Γιατί όσο η εξουσία παίζει μόνη της, χωρίς θεσμικούς αντιπάλους, τόσο θα μετατρέπει τη χώρα σε πεδίο πειραμάτων, με εμάς πειραματόζωα σε μεταμφιεσμένους … πολίτες
Δείτε όλα τα άρθρα του Μιχαήλ Χατζηαναστασίου με μια ματιά ΕΔΩ