Γράφει ο Ιωάννης Κυφωνίδης για την Κουλτουρόσουπα.
Θα σας πω μια ιστορία, όπως συνηθίζει να λέει η Ζωζω η Σαπουντζάκη. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας τύπος ο Ιωακείμ, του Ζαχαρία και της Ελισάβετ.
Σαραντάρης, social media influencer, vintage items promoter. Ζούσε κάπως μποέμικα τα τελευταία χρόνια, ωσάν camper σε αστικό τοπίο.
Κι ενώ δεν πήγαινε πουθενά μα πουθενά χωρίς τα κλειδιά, το κινητό και το πορτοφόλι με τα χρήματα και την ταυτότητα του, μια Κυριακή πρωί έβαλε το μοιραίο αυτογκόλ. Έκλεισε την πόρτα του διαμερίσματος του για να κατεβάσει τα σκουπίδια, αφήνοντας τα κλειδιά από μέσα.
Ω! ναι κλείστηκε απέξω. Ευτυχώς φορούσε φόρμες και αθλητικά παπούτσια και δεν ήταν με παντόφλες.
Κι επειδή δε βρήκε κανένα γείτονα για να τηλεφωνήσει έφυγε από το κτίριο για να πάει με τα πόδια αρχικά στο σπίτι της κουνιάδας της νονός του. Γιατί να πάει εκεί; Μα γιατί το διαμέρισμα ανήκε στην Ιρλανδή νονά του Alexa O’ Kathryn που ζούσε στο Δουβλίνο μετά το θάνατο του Έλληνα νονού του.
Του το είχε παραχωρήσει καθώς εκείνη δεν το χρειαζόταν ούτε όταν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη. Οπότε τα τρίτα κλειδιά του σπιτιού θα βρίσκονταν σίγουρα εκεί. Και γιατί χρειαζόταν τα τρίτα κλειδιά; Μα γιατί τα δεύτερα κλειδιά τα είχε μια φίλη του που όλως τυχαίως απουσίαζε στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας.
Όταν χτύπησε το κουδούνι της κουνιάδας, τον περίμενε μια έκπληξη δυσάρεστη. Τα τρίτα κλειδιά δεν ήταν εκεί διότι κατά λάθος τα πήρε μαζί της στο Δουβλίνο η νονά του.
Κυριακάτικο λαχείο δηλαδή. Τι να κάνει; Τηλεφώνησε από εκεί για κλειδαρά αλλά ελέω Κυριακής δεν πέτυχε τίποτα παρά και την κλήση στη γραμμή έκτακτης ανάγκης. Τότε πήγε ξανά με τα πόδια στο σπίτι της αδελφής του Ισμήνης. Χτυπάει χτυπάει, καμία απάντηση.
Οπότε συμπέρανε πως βρισκόταν μαζί με το γαμπρό του στο άλλο σπίτι τους που ήταν στη Βέροια. Εντελώς λαχείο δηλαδή. Μάλλον ο νόμος του Μέρφι, όπου η μια ατυχία διαδέχεται την άλλη, ή η ατυχία συνοδεύεται από εξίσου άτυχες παράλληλες συνθήκες.\
Τι να κάνει ο καψερός. Κίνησε με τα ποδαράκια του για το σπίτι της φίλης του Νεφέλης – Λυδίας, σχεδιάστριας επίπλων και του συντρόφου της Ιωσήφ, προπονητή ποδοσφαίρου για μικρά παιδιά.
Την πέτυχε την ώρα που έπλενε τα πιάτα καθώς ο Ιωσήφ είχε βγάλει βόλτα τα σκυλιά τους, την Αρια και τον Έκτορα. Της εξιστόρησε τι συνέβη και της ζήτησε να τηλεφωνήσει στην αδελφή του για να επικοινωνήσει κι αυτή με τη σειρά της με τη νονά του καθώς ο Ιωακείμ δε θυμόταν απέξω κανένα τηλέφωνο, παρά μόνο της αδελφής του. Όταν επικοινώνησε μαζί της κι εκείνη με τη νονά του η απάντηση ήταν σοκαριστική, να κάνει υπομονή μια εβδομάδα, μέχρι δηλαδή να έρθει η νονά από την Ιρλανδία, διότι η πόρτα ήταν ασφαλείας, όχι από τις κλασικές, αλλά ειδική, και χρειαζόταν ειδικός κλειδαράς. Τη στιγμή εκείνη του ήρθαν πολλαπλά εγκεφαλικά σα να έσκαγαν λάστιχα με την ταχύτητα του ντόμινο.
Εντέλει κοιμήθηκε στον καναπέ της φίλης του παρέα με τα σκυλιά, που δικαιολογημένα δεν χάρηκαν και πολύ, καθώς τους είχε καταλάβει το ζωτικό τους χώρο και τα ξεβόλεψε τα καημένα που ζήτημα να κοιμήθηκαν μια ώρα. Ο ένας τον έγλειφε στα χέρια, η άλλη τον γάβγιζε. Ποιος είναι αυτός που τον άφησε η μαμά να κοιμηθεί στον χώρο μας θα σκέφτονταν.
Εντελώς ταινία άρχισε να γίνεται το πράγμα, κάτι μεταξύ Disney λόγω των σκυλιών και Ταραντίνο λόγω της camp road movie διαδρομής.
Την επόμενη μέρα πήγε στον κλειδαρά της γειτονιάς που όμως όπως του ειπε φτιάχνει κλειδιά και παπούτσια αλλά δεν ανοίγει πόρτες. Βέβαια είχε μια πλαστική πατέντα σα μεγάλη ταυτότητα αλλά τελικά δεν έφτανε τη γλώσσα της πόρτας ώστε να ανοίξουν έτσι. Πάει κι αυτή η ελπίδα.
Τι να κάνει. Δεν ήθελε να ανησυχήσει κι άλλο τη φίλη του Νεφέλη Λυδία, μόνο που την ανησύχησε περισσότερο καθώς δεν επικοινώνησε μαζί της. Και ο ίδιος τι έκανε; Την έβγαλε περπατώντας στην πόλη πότε στη βροχή πότε στον ήλιο. Στο μεταξύ είχε βρει σε κάδο ανακύκλωσης ρούχων ένα μπουφανάκι καθώς είχε υγρασία και δε γινόταν να κυκλοφορεί μόνο με τις φόρμες.
Κάτω από τον ίδιο κάδο βρήκε κι ένα travel kit με σαπούνι, οδοντόπαστα, αντισηπτικό και δείγματα από αρώματα. Κάποιος το είχε πετάξει σχεδόν άθικτο και το πήρε κι αυτό μαζί του. Βρήκε και μια κίτρινη σακούλα μοδάτη και το έβαλε εκεί μέσα.
Είχε φτιάξει ένα look urban camp και ήταν προσωρινά άστεγος. Με τη θέληση του; Χωρίς τη θέληση του; 50-50 η απάντηση.
Οπότε όταν ήρθε το βράδυ άρχισε να παίρνει διάφορα λεωφορεία, αρχικά με τα εισιτήρια που του είχαν δώσει η Νεφέλη Λυδία κι ο Ιωσήφ, και μετά δωρεάν, δηλαδή λαθραία.
Τι να κάνει, έπρεπε να βγάλει τη νύχτα. Αρχικά πήγε στη Γιαννιτσών και στο σιδηροδρομικό σταθμό για να χαζέψει την ερωτική πιάτσα, όπου τον πέρασαν κι αυτόν για αρσενική πόρνη και τον κόρναραν πόσο πάει. Αισθάνθηκε ανασφάλεια όμως και τελικά βρέθηκε στο Μέγαρο Μουσικής, όπου κι εκεί τα ζευγαράκια περνούσαν ευχάριστα την ώρα τους μέσα στα αυτοκίνητα, χωρίς αμοιβή και τέτοια. Ένα μάλιστα ζευγάρι, επειδή είχε πάει 3 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, το έκανε πάνω στο καπό του αυτοκινήτου. Φορούσαν μάλιστα τα μπουφάν τους λόγω υγρασίας, αλλά κατά τα άλλα ήταν γυμνοί από τη μέση και κάτω. Η δε γκόμενά φορούσε γόβες. Πορνογραφία λαιβ με θεατές ξάγρυπνους περιπατητές της παραλίας και άστεγους.
Είχε ένα ενδιαφέρον όλο αυτό, αλλά αναρωτιόταν εάν θα άντεχε κι άλλο εκτός του σπιτιού και του κρεβατιού του. Κι επίσης δεν ήταν μπανιστιρτζής.
Κατά τις 5 το πρωί παίρνει τα δύο λεωφορεία που οδηγούν στην Αγία Τριάδα ώστε να κοιμηθεί στις διαδρομές. Κι έτσι έγινε, μόνο που ξύπνησε σε μια άγνωστη στάση, όπου κατέβηκε άρον άρον, διότι δεν έπρεπε να απομακρυνθεί και τόσο πολύ. Κι ακόμη δεν είχε καλά καλά ξημερώσει. Αρχίζει να περπατά στην ερημιά, παρατηρώντας τα φώτα από τα διάφορα αραιά σπίτια. Κάποιοι μάλιστα είχαν ανάψει τα Χριστουγεννιάτικα λαμπάκια και τα χάζευε. Ήταν μια εικόνα σχεδόν κινηματογραφική στα μάτια του και παρηγοριά στα όσα συνέβαιναν τις τελευταίες 48 ώρες.
Το μεσημέρι της Τρίτης πήγε στο σπίτι της παιδικής του φίλης και δασκάλας πιάνου Ξανθίππης στην Άνω Τούμπα.
Της είπε λεπτομερώς τι συνέβη και η φίλη του τον φιλοξένησε για δύο μέρες. Ευτυχώς γιατί δανείστηκε φόρμες από το σύντροφό της που απουσίαζε, κι έτσι έβαλαν στο πλυντήριο φόρμες κάλτσες κι εσώρουχα. Η μόνη λύση προς το παρόν ήταν το πλύνε βάλε. Το καλό με την Ξανθίππη που είχε σπουδάσει στο Conservatoire της Βιέννης ήταν οτι, τόσο η ίδια όσο και το σπίτι της, είναι ζεν, πιο ζεν πεθαίνεις. Δύο βραδιές ο Ιωακείμ έπεσε σε βαθύ ύπνο, λυτρωτικό, ανακουφιστικό, σα να λιώνει το κορμί του. Το είχε ανάγκη άλλωστε.
Το πρωί της Πέμπτης πια ξύπνησε, ήπιε μαύρο τσάι με ρόδι, έκανε μπάνιο, ξυρίστηκε και λίγη ώρα μετά, ευτυχώς παρέα με έναν υπέρλαμπρο ήλιο κίνησε για μια άλλη φίλη από τα παλιά, τη Μυροφόρα, όπου βρήκαν μαζί έναν κλειδαρά που άνοιγε όπως έλεγε όλες τις πόρτες, ακόμη και την Κερκόποορτα του Μαρμαρωμένου Βασιλιά.
Παρά το γεγονός ότι δεν ήταν κλειδωμένη η πόρτα εάν την άνοιγε θα έπρεπε να βάλει μετά νέο μύλο κλειδαριάς για σιγουριά. Εντωμεταξύ το συνολικό κόστος ξέφευγε και ο Ιωακείμ φοβήθηκε να το ρισκάρει. Οπότε πάει κι αυτή η ελπίδα και σα να είχε δίκιο η νονά του. Έπρεπε να κάνει υπομονή μέχρι να έρθει. Ευτυχώς είχε δηλώσει στη δουλειά του ασθενής οπότε δεν είχε κι αυτό το αγκάθι ανάμεσα στα άλλα.
Όπως όπως κοιμήθηκε στης Μυροφόρας και την Παρασκευή πια το πρωί πήγε στην Αλεξανδριανή, φίλη από το υπαίθριο γκρουπ πιλάτες γιόγκα που πήγαινε για να τους πει να μην ανησυχήσουν που απουσίαζε τόσον καιρό, μόνο που είχαν ήδη ανησυχήσει, διότι τον έψαχναν αλλά δεν τον έβρισκαν πουθενά. Το κινητό χτυπούσε αλλά ήταν εγκλωβισμένο στο σπίτι. Στα σοσιαλ μίντια απουσίαζε τις τελευταίες μέρες, ενώ δεν είχε κίνηση ούτε στο viber, ούτε στο What’s Up.
Και σα να μην έφτανε αυτο, ήρθε και από την Αθήνα ή αγαπημένη του ξαδέλφη η Εστία. Όπου επίσης τον έψαχνε. Ο Ιωακείμ είπε στην Αλεξανδριανή για να μην ανησυχεί ούτε η ίδια ούτε οι άλλοι ότι δανείστηκε χρήματα για να πάει στην αδελφή του στη Βέροια. Μόνο που δεν πήγε διότι είχε αποφασίσει οτι θα φάει το χρόνο από τις 48 ώρες που τον χώριζαν μέχρι τον ερχομό της νονάς του.
Όμως είχε παψει να δίνει στίγμα στην αδελφή του. Η αδελφή του τηλεφώνησε στη Νεφέλη Λυδία και την Ξανθίππη, αλλα εκείνες δεν είχαν πια νέα του κι άρχισαν να ανησυχούν ακόμη πιο πολύ, διότι ο Ιωακείμ ήταν άφαντος και δεν ενημέρωνε κανέναν. Ωστόσο όπου κι εάν πήγαινε για να τηλεφωνήσει δεν έβρισκε κανέναν. Ντρεπόταν να πάει ξανά στη Νεφέλη Λυδία, την Ξανθίππη δεν την έβρισκε, η Μυροφόρα θα έφευγε εκτός Θεσσαλονίκης. Οπότε αποφάσισε να περάσει με τον ίδιο τρόπο, έξω δηλαδή, τις 48 ώρες που απέμεναν.
Για καλή του τύχη βρήκε κι ένα ζευγάρι καφέ γυαλιά ηλίου ξεχασμένα σε ένα παγκάκι και τα φόρεσε κι αυτά. Έχωσε τα παντζάκια απο τις φόρμες του μέσα απο τις ψηλές αθλητικές κάλτσες, οπότε έφτιαξε ένα νέο λουκ, του ελεύθερου κι ωραίου.
Έτσι όπως κρατούσε την κίτρινη μοδατη σακούλα και με αυτό το ενδυματολογικό στυλ του πλύνε – βάλε, τον περνούσαν μάλλον για ψώνιο, fashion victim, τουρίστα από την Κεντρική Ευρώπη.
Με τα λίγα δανεικά έφαγε και ήπιε καφέ και νερό. Οπότε όλα μα όλα καλά, καθώς ήταν υγιής και θα επέστρεφε σπίτι του σε δύο μέρες. Ζούσε βέβαια κάτι μεταξύ αδόκιμου άστεγου και περιπλανώμενου road movie ήρωα, αλλά ήταν κι αυτό μια εμπειρία, μια δοκιμασία, όπου τεχνικά, πρακτικά, ευθυνόταν ο ίδιος.
Μέχρι να πάει Κυριακή πρωί συνάντησε στο δρόμο του τον κύριο Απόστολο, ερασιτέχνη ζωγράφο που χάζευε έναν παρατημένο πίνακα οπου απεικόνιζε το θρυλικό καρτούν Betty Boop . Μάλιστα ο Ιωακείμ τον προέτρεψε να πάρει μαζί του το έργο, αλλά ο κύριος Απόστολος αρνήθηκε διότι δεν ήταν ενυπόγραφο. Εκείνη την ώρα κατέφθασε και η σύζυγος του η κυρία Πεντηκοστή. Μα τι όνομα κι αυτό. Η συζήτηση πήγε στην αγάπη και το Θεό. Και τότε του αποκάλυψαν ότι είναι μέλη της Ελεύθερης Αποστολικής Εκκλησίας της Πεντηκοστής. Ετσι εξηγούνταν και τα ονόματα τους.
Για την ιστορία, θεωρείται η μεγαλύτερη ελληνική Προτεσταντική εκκλησία, και το δεύτερο χριστιανικό δόγμα (μετά την Ορθόδοξη Εκκλησία), σε αριθμό ευκτήριων οίκων στην Ελλάδα.
Τον πίνακα τον πήρε ο Ιωακείμ τελικά και τον άφησε στην είσοδο ενός θεατρικού εργαστηρίου.
Το βράδυ του Σαββάτου πια, προτού κάνει τα γνωστά δρομολόγια με τα λεωφορεία, συνάντησε σε μια στάση την Κασσιανή, μία κοκκινόξανθη όμορφη που γαλανομάτα κυρία, που του ανέλυσε θεωρίες συνωμοσίας με το στόμα της να ανοιγοκλείνει ακατάπαυστα .
Ευτυχώς χώρισαν οι δρόμοι τους, με εκείνη να του φωνάζει: να την πιστεύεις την Κασσιανή, την περιπεσούσα του λεωφορείου γυνή σκέφτηκε ο Ιωακείμ από μέσα του.
Ξημέρωσε Κυριακή και μετά από μια μεγάλη βόλτα όπου ότι τρόφιμα έβρισκε τα μαζευε και τα πήγαινε σε άστεγους , πέτυχε τη νονά του στο σπίτι της κουνιάδας της . Άνοιξαν επιτέλους την πόρτα και πήρε τα κλειδιά του. Την επόμενη μέρα έβγαλαν άλλα δύο σετ που μοιράστηκαν σε έμπιστα πρόσωπα. Με ένα σετ στα χέρια του κι άλλα τρία αντίτυπα μοιρασμένα εντός και μόνο εντός Θεσσαλονίκης αισθανόταν πια κλειδοκράτορας.
Καλού κακού από Τίτε πιάνει τις τσέπες του για να βεβαιωθεί πριν βγει από το σπίτι, ότι όλα βρίσκονται στη θέση τους
Υ.Γ. : Η ιστορία αυτή δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα και κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και γεγονότα που λέγεται ότι συνέβησαν πρόσφατα, είναι απλώς τυχαία και συμπωματική.






.jpg)


.jpg)