Γράφει ο μαέστρος Μιχαήλ Χατζηαναστασίου για την Κουλτουρόσουπα.
Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ υψηλής τέχνης και εμπορικής διασκέδασης υπήρξε, ιστορικά, ένα από τα θεμέλια της πολιτισμικής μας αυτογνωσίας. Η γραμμή αυτή, που άλλοτε όριζε με σαφήνεια τους χώρους, τις μορφές και το ήθος της καλλιτεχνικής έκφρασης, έχει πλέον διαβρωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε η συνύπαρξη ετερογενών αισθητικών κωδίκων να εκλαμβάνεται ως αυτονόητη.
Η σκυλοπόπ κουλτούρα —ως έκφανση μιας ευρύτερης νοοτροπίας που αντιμετωπίζει την καλλιτεχνική παραγωγή ως προϊόν κατανάλωσης — έχει διεισδύσει στους χώρους εκείνους που παραδοσιακά συνδέονταν με την υψηλή πολιτιστική δημιουργία, προκαλώντας, συν τοις άλλοις, μία ανησυχητική αναδιάταξη των ορίων μεταξύ τέχνης και θεάματος.
Η μετάβαση από τα τοπικά πανηγύρια, όπου ο τραγουδιστής προσέφερε «εξτρά» εκτελέσεις προς τιμήν επιμέρους ακροατών, στις αίθουσες Μεγάρων Μουσικής ή στα αρχαία θέατρα, δεν συνιστά απλώς αλλαγή σκηνικού· συνιστά μετατόπιση σημειολογικού πλαισίου. Στα πανηγύρια, η λειτουργία του θεάματος ήταν ξεκάθαρα κοινωνική: συμμετοχή, γλέντι, αυθορμητισμός.
Στον αντίποδα, οι χώροι της υψηλής τέχνης σχεδιάστηκαν για να αναδεικνύουν έργα με αντοχή στον χρόνο και απαιτήσεις ως προς την αισθητική πρόσληψη. Η σύγχρονη πρακτική της μεταφοράς μορφών καθαρά ψυχαγωγικού χαρακτήρα σε χώρους μνημειακού κύρους θολώνει αυτόν τον διαχωρισμό, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μιας πολιτιστικής συνέχειας που, στην πραγματικότητα, δεν υφίσταται.
Η περίπτωση των συναυλιών στο Ηρώδειο είναι ενδεικτική. Εκεί όπου κάποτε αντηχούσαν έργα συμφωνικής μουσικής ή παραστάσεις που σέβονταν την ιστορική και αρχιτεκτονική φυσιογνωμία του χώρου, σήμερα συναντά κανείς σκηνικά δανεισμένα από πίστες νυχτερινών κέντρων, φωτισμούς που παραπέμπουν σε τηλεοπτικά talent shows, και ερμηνείες με αισθητική περισσότερο προσανατολισμένη στην εικόνα παρά στον ήχο.
Πρόκειται για αισθητική μεταφορά που δεν είναι ουδέτερη. Επιβάλλει στο κοινό την πρόσληψη ενός χώρου μνημειακής αξίας, μέσα από το φίλτρο της εμπορικής θεαματικότητας, όπου η μετρική διάβρωση και η αισθητική αποστασία εγκυμονούν κινδύνους πολιτισμικής υποχώρησης, με αστερόσκονη εφήμερης μεγαλοπρέπειας, προωθώντας παράλληλα – και ατυχώς θα έλεγα – την Τεχνολαϊκή συγχώνευση μέσω μιας … αρχιτεκτονικής ασυνέπειας και ενός σημειολογικού εκτροχιασμού, που μόνο σε καλλιτεχνική μετατόπιση και μνημειακή υποβάθμιση μπορούν να οδηγήσουν.
Εδώ ανακύπτει το ζήτημα του «μέτρου» — όχι ως μετρικής μονάδας, αλλά ως πολιτιστικού κριτηρίου. Το μέτρο αφορά τη συνάφεια μεταξύ περιεχομένου και πλαισίου. Η άκριτη τοποθέτηση κάθε μορφής θεάματος σε οποιονδήποτε χώρο ακυρώνει αυτήν τη συνάφεια, καταλήγοντας σε έναν πολιτιστικό αχταρμά. Η σκυλοπόπ κουλτούρα, ως στάση, δεν ενδιαφέρεται για τέτοιου είδους διακρίσεις· αντιθέτως, τις αποδομεί, στο όνομα μιας επίπλαστης «εκδημοκρατικοποίησης» της τέχνης που ισοδυναμεί, στην πράξη, με εξομοίωση προς τα κάτω.
Δεν πρόκειται για αντιπαράθεση «υψηλού» και «χαμηλού» πολιτισμού με όρους αξιολογικής απαξίωσης. Ούτε το πανηγύρι ούτε η λαϊκή πίστα στερούνται αξίας στο δικό τους πλαίσιο. Το πρόβλημα ανακύπτει όταν τα όρια καταργούνται και οι χώροι λειτουργούν ως άδεια δοχεία, στα οποία μπορεί να «χυθεί» οποιοδήποτε περιεχόμενο, αρκεί να προσελκύσει κοινό και να παραγάγει εικόνα. Σε αυτό το σημείο, η τέχνη παύει να είναι φορέας νοήματος και γίνεται σκηνικό για την αυτοπροβολή.
Η ευθύνη βαραίνει τόσο τους καλλιτέχνες που αποδέχονται να προσαρμόσουν το έργο τους στις απαιτήσεις του θεάματος, όσο και το κοινό που επιζητεί την αίσθηση συμμετοχής σε «πολιτιστικό» γεγονός, έστω και αν αυτό δεν διαφέρει ουσιαστικά από μια βραδιά σε πίστα. Η συνθήκη αυτή αποκαλύπτει ένα ευρύτερο πολιτισμικό φαινόμενο: την προτεραιότητα της εικόνας έναντι της ουσίας, του εφήμερου εντυπωσιασμού έναντι της διαρκούς αξίας.
Η Τέχνη και η showbiz δεν είναι εγγενώς ασύμβατες· μπορούν να συνυπάρξουν, αρκεί να διατηρούνται οι διακριτοί τους ρόλοι.
Όταν, όμως, η αισθητική της μιας απορροφά την άλλη, το αποτέλεσμα είναι η αποδυνάμωση και των δύο. Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι η «καθαρότητα» του πολιτισμού, αλλά η καλλιέργεια κριτηρίων που θα επιτρέπουν την κατάλληλη αντιστοίχηση μορφών και πλαισίων. Διαφορετικά, θα δούμε τα μνημεία να λειτουργούν ως ντεκόρ για κάθε είδους θεαματική παραγωγή, ενώ η έννοια του πολιτισμού θα περιορίζεται σε ένα hashtag κάτω από μια εντυπωσιακή φωτογραφία.
Δείτε όλα τα άρθρα του Μιχαήλ Χατζηαναστασίου με μια ματιά ΕΔΩ