Γράφει ο Ιωάννης Κυφωνίδης για την Κουλτουρόσουπα.
Όταν περπατάει κανείς, όπως συνηθίζω να περπατώ χειμώνα – καλοκαίρι, εφόσον βρίσκομαι στην πόλη , θα συναντήσει όχι μόνο ανθρώπους και γειτονιές, αλλά και αντικείμενα.
Συνήθως έπιπλα, διακοσμητικά, αξεσουάρ κι άλλα που κατεβάζουν ως παλιά δίπλα απο τους κάδους απορριμμάτων και ανακύκλωσης οι ένοικοι των πολυκατοικιών.
Ανάμεσα τους και καθρέφτες μεγάλους και μάλιστα σε καλή κατάσταση.
Οπότε μπαίνεις στον πειρασμό να τραβήξεις λήψεις με το κινητό. Μοιάζει όλο αυτό και με παιχνίδι, εδώ που τα λέμε, μέσα στο αστικό περιβάλλον.
Το σημείο δε του σώματος που οι καθρέφτες “πιάνουν” είναι τα πόδια. Που εάν είχαν δική τους μιλιά θα είχαν πολλά να πουν, από την καλή και από την ανάποδη, καθώς διανύουν χιλιόμετρα και απορροφούν τους κραδασμούς των πεζοδρομίων.
Έτσι τα πόδια κάνουν μια στάση για να ποζάρουν μπροστά από τους καθρέφτες και να αποτυπωθούν στο φακό.
Λένε τη δική τους ιστορία, που είναι γεμάτη διαδρομές και πορείες. Και κάποιες άλλες φορές γεμάτη στασιμότητα κι επαναλήψεις. Τα πόδια κινούν και κινούνται είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά. Χορεύουν, κλωτσούν, πηδούν, περπατούν, σέρνονται, τραυματίζονται, μένουν ακίνητα, κολλημένα στο έδαφος, καθηλωμένα. Τρέχουν, κάνουν δελφινισμούς στο νερό, ίπτανται, κουράζονται, ξεκουράζονται, υπάρχουν, δεν υπάρχουν, είναι ψηλά, μέτρια, κοντά, ορατά, αόρατα.
Είναι μέρος του σώματος ή μιας πρότασης. Είναι λέξη, είναι πράξη, είναι απραξία . Φορούν παπούτσια, παντόφλες, σαγιονάρες ή είναι ξυπόλητα.
Όμως όταν τους δίνεται η ευκαιρία ποζάρουν και μετά ξανά προς τη δόξα τραβούν ή δεν κάνουν απολύτως τίποτα.
Λανσάρουν μόδα ή κακογουστιά. Κάνουν στυλ ή παραμένουν αδιάφορα.
Λάμπουν με την παρουσία τους ή την απουσία τους. Είναι παρόντα ή απόντα. Υπάρχουν ή απλά δεν υπάρχουν. Και θέλουν φροντίδα, στοργή και προσοχή. Θέλουν και παντελόνια ή φούστες, σορτσάκια ή βρακιά. Είτε μένουν γυμνά κι ελεύθερα!!!