ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΖΙΓΚΟΛΟ.ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ. [Life stories - Βασίλης Καρατζόγλου].
Ώρα Ελλάδος 07:57. Μια καινούργια ημέρα ξημερώνει, αφήνοντας πίσω της την προηγούμενη με ότι κακό η καλό είχε αυτή. Τώρα είναι πια Κυριακή και η ζωή είναι όλη μπροστά μου. Έχω στα χέρια μου έναν φάκελο με 10.000 ευρώ και τίποτα δεν με εμποδίζει από το να ξεχρεώσω χρέη παλιά και να χαμογελάσω μετά από τόσο καιρό, να ανασάνω, και να αρχίσω να σκέφτομαι θετικά. Όπως άλλωστε μου ‘χε μάθει η φίλη μου η Μαρία, η οποία καιρό τώρα παλεύει να βρει το κέντρο της και προσπαθούσε να πείσει και μένα να βρω το δικό μου. Νομίζω ότι τελικά μετά από τόσο κόπο και ιδρώτα, ήρθε η στιγμή που το κέντρο μου βρήκε τον στόχο του και έπαψε να είναι “απόκεντρο”. Έγινε κέντρο με 10.000 ευρώ. Όμως κάτι έχει μείνει μέσα μου ανεκπλήρωτο το οποίο με τσούζει και με τσουρουφλίζει και αυτό δεν είναι σίγουρα η λαχτάρα μου να δω τον ιδιοκτήτη μου. Είναι η λαχτάρα μου να ξαναδώ την κυρία Έλενα. Την “πελάτισσα” που δεν έγινε ποτέ “πελάτισσα”.
Αυτό το βράδυ δεν θα το ξεχάσω ποτέ μου όσα χρόνια και να περάσουν»μονολογώ καθώς βρίσκομαι πίσω από την μεγάλη εξώπορτα του σπιτιού του Παλαιού Ψυχικού με τον φάκελο στο χέρι. Ξαφνικά ένα μαύρο πουλί έρχεται και κάθεται στα κάγκελα και στέκεται ακίνητο. Ξύνει τις φτερούγες του, βγάζει μια κραυγή και φεύγει. Είμαι σίγουρος ότι είναι το πουλί που εμφανιζόταν όλο το βράδυ στο περβάζι και το θεωρούσα οιωνό. Αλλά από την άλλη δεν παίρνω όρκο. Για το μόνο που είμαι σίγουρος είναι ότι η μοίρα μου παίζει ένα περίεργο παιχνίδι. Και εγώ απλά ακολουθώ τους κανόνες του και κάθε φορά περιμένω ποιο είναι το επόμενο παιχνίδι που θα παίξω. «Όλα τα παιχνίδια έχουν χαμένους και νικητές. Όλαααααααααα»μουρμουρίζω και βάζω τον φάκελο στο τσαντάκι μου. Προς το παρόν αυτό που πρέπει να κάνω είναι να βρω ένα ταξί και να πάω σπίτι μου. Δεν γίνεται να στέκομαι άλλο στην εξώπορτα του σπιτιού. Σε λίγο θα περνάνε οι γείτονες και θα με κοιτάνε περίεργα. Ένας άντρας μονολογεί έξω από την βίλα της γειτόνισσας τους.
Έχω ήδη βγάλει τα λεφτά για να πληρώσω τον ταξιτζή. Δεν θέλω να ανοίξω τον φάκελο και να βγάλω μπροστά του τα χρήματα που μου έδωσε η κυρία Έλενα. Ένα ταξί περνάει από μπροστά μου, σηκώνω το χέρι μου, μπαίνω μέσα ,καλημερίζω τον ταξιτζή και του λέω τον προορισμό. «Έγινε φίλε»μου απαντάει εκείνος και χαμηλώνει την μουσική. Κατά παράδοξο τρόπο δεν ακούει σκυλάδικα, ούτε έντεχνα. Ακούει κλασσική μουσική και φαίνεται να είναι αφοσιωμένος σ’ αυτό που ακούει. Ρίχνω το κεφάλι μου πίσω στο κάθισμα και φέρνω στον νου μου την χθεσινή βραδιά. Σκέφτομαι Εκείνη, την ώρα που κάπνιζε στο μπαλκόνι και μετά μπήκε μέσα και μου είπε : «Όλα εντάξει Θανάση;». «Όλα εντάξει της απάντησα και της χαμογέλασα. «Για την ώρα πρέπει να χωρίσουν οι δρόμοι μας. Αλλά θα ξαναβρεθούμε» μου είπε ψιθυριστά, καθώς έκατσε δίπλα μου στον καναπέ και μου χάιδεψε τα μαλλιά. «Ναι, θα τα ξαναπούμε σίγουρα»της απάντησα και έκανα να την φιλήσω. Γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε: «Σ’ ευχαριστώ πολύ για όλα». Μετά με φίλησε στο μάγουλο και τα χείλη μας πήγαν να ενωθούν αλλά την τελευταία στιγμή…
«Θέλετε να πάμε από Αλεξάνδρας ή από Συγγρού;». Η φωνή του ταξιτζή διέκοψε τις αναμνήσεις μου από την χθεσινή βραδιά. Μα, τι με νοιάζει από πού θα πάμε. Ειλικρινά δεν έδινα δεκάρα. Είχα αφοσιωθεί τόσο πολύ στην σκηνή του αποχωρισμού που ακόμα και από την λεωφόρο Πεντέλης να με πήγαινε δεν θα έπαιρνα χαμπάρι. «Πηγαίνετε από όπου θέλετε. Δεν έχω πρόβλημα»του απαντώ και γέρνω πάλι το κεφάλι μου πίσω στο κάθισμα. «Μήπως σας ενοχλεί η μουσική;» με ρωτά ξανά με ευγενικό τρόπο. «Όχι..όχι…καθόλου»του λέω και κλείνω τα μάτια μου. Η κλασσική μουσική συνεχίζει να παίζει και το όνειρο δεν αργεί να έρθει.
Βλέπω ότι είμαι στο σπίτι μου και έχει έρθει η κυρία Έλενα επίσκεψη. Καθόμαστε στον καναπέ μου και αρχίζουμε να φιλιόμαστε. Δεν μιλάμε, παρά μόνο φιλιόμαστε. Μετά βγάζουμε τα ρούχα και μένουμε με τα εσώρουχα. Ακόμα και στο όνειρο είναι σέξι και ερωτική. Κοιτάζω το όμορφο στήθος της και τα υπέροχα πόδια της. Πλησιάζω προς το μέρος της και αρχίζω να την φιλάω. Ανταποκρίνεται. Το ένα χέρι μου ακουμπάει πάνω στο πόδι της και με το άλλο της χαιδεύω τα μαλλιά. Την θέλω τρελά. Το χέρι μου τώρα πάει στο στήθος της και προσπαθώ να της ανοίξω το σουτιέν. Μάταιος κόπος. Δεν ξεκουμπώνει. Προσπαθώ ξανά αλλά πάλι τίποτα. Βάζω δύναμη και κάνω άλλη μια προσπάθεια αλλά και πάλι τζίφος. Την κοιτάζω απορημένος. Ανασηκώνει τους ώμους της σαν να μου λέει: «Δεν ξέρω τι γίνεται». Χτυπάει το κουδούνι. Ξαφνιαζόμαστε. Σηκώνομαι να ανοίξω. Φτάνω στην πόρτα. «Ποιος είναι ;»ρωτάω. Καμία απάντηση. «Ποιος είναι;»ξαναρωτώ. «Εγώ είμαι» μου απαντά. «Ποια είσαι εσύ της λέω»εκνευρισμένος. «Εγώ είμαι. Η μεγάλη σου αγάπη». «Η ποιααααααα;»φωνάζω. «Εγώ είμαι. Η Μαργαρίτα»μου απαντά και χτυπάει ξανά το κουδούνι.
Πετάγομαι πάνω και ανοίγω τα μάτια. Έχουν περάσει λίγα λεπτά. Δεν ξέρω ακριβώς πόσα. Ένα, δύο , τρία. Όχι παραπάνω. «Είσαστε καλά;»με ρωτάει ο ταξιτζής. «Ναι , ναι….όλα καλά. Όλα καλά…»του λέω και κοιτάω έξω από το παράθυρο. Σε λίγο φτάνουμε στον προορισμό μας..
Συνεχίζεται.