Από την «Πάνδημο Μούσα» της Αριάδνης Καναβάκη
.
“Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά
σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά
Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι
άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή
τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί
Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού
εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού
Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη
πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ’ αγαπώ
αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό”
Νίκος Καββαδίας, ο ποιητής των θαλασσών ή αν θέλετε εκείνης της «μεγάλης θάλασσας» που πάντα υπάρχει, εσωτερικά και εξωτερικά και κυρίως αναζητούμε και συνειδητοποιούμε όταν μας κουράζει το στεριανό μας βήμα. Βέβαια τούτος ο ποιητής δε μίλησε ως περιηγητής, ως μαρκόνης/ασυρματιστής ναυτικός των θαλασσών και των εξωτικών στεριών, αλλά περισσότερο χρησιμοποίησε το τοπίο που τον κύκλωνε καθημερινά για να μας δώσει το δικό του ψυχικό/ποιητικό τόπο. ‘
.
Έγινε γνωστός κυρίως με την μελοποίηση του «Σταυρού του Νότου» από το Θάνο Μικρούτσικο (1979), αν και υπήρξαν προγενέστερες και μεταγενέστερες συνθέσεις του έργου του. Χαρακτηριστικό παραμένει το γεγονός ότι παραμένει διαχρονικός και δημοφιλής ακόμα και σήμερα, ενώ ίσως είναι από τους ελάχιστους εγχώριους ολιγογράφους ποιητές μας που μελοποιήθηκε σχεδόν το πλείστο του έργου του/ 28 από τα 52 ποιήματα που έγραψε σε τρεις κύριες συλλογές [ Μαραμπού (1933), Πούσι (1947),Τραβέρσο (1975)].

Θεωρητικά δεν έχει αποτιμηθεί η συνολική ποιητική του προσφορά, κυρίως λόγω της δυσκολίας των αλληγοριών του και της συνειρμικής σύνδεσης των ναυτικών ορολογιών που κατά κόρον χρησιμοποιεί και που όσο κι αν τις αναπαράγουμε [ως μουσικόφιλοι ή αναγνώστες] δεν μπορούμε με ακρίβεια να αναλύσουμε (σημαντική εδώ η χρήση της μουσικής). Μυθολογία , εμμονή στο θαλασσινό/ναυτικό τοπίο με την ακόλουθη ορολογία (σκοπίμως προς όφελος της αλληγορίας; ), αμφιλεγόμενη λατρεία στο γυναικείο φύλο/γυναίκα, ακρίβεια στο ποιητικό μέτρο, αγάπη προς τη ζωγραφική και κυρίως άπειρες εικόνες τόπων με έντονα σκιαγραφημένους χαρακτήρες (ανθρώπινους).
Ανθρωποκεντρική εν τέλει είναι στο σύνολό της η προσφορά του ή ένας ύμνος της ειμαρμένης μας, κυρίως μέσω των πολλών ή πολυσυλλεκτικών στιγμών, που ο ίδιος ο ποιητής αποφάσισε να μας γνωστοποιήσει. Στιγμές ή τελικά «στεριές» κάθε νοήματος και προς πάσα κατεύθυνση σε ένα μεγάλο και ατέρμονο ταξίδι. Το έχουν τούτο οι ναυτικοί, να επιμένουν εκτός του νόστου και της υπόλοιπης γνωστής ιδιοσυγκρασίας τους και στις στιγμές, γιατί δεν αντέχεται βιολογικά/ψυχικά τούτο το αχανές ταξίδι των θαλασσών, δίχως τα απαραίτητα δεσίματα.
«Θεσσαλονίκη» λοιπόν (Σταυρός του Νότου) ένα από τα πλέον αγαπημένα και γνωστά άσματα του ποιητή που ακούστηκε και ακούγεται κατά κόρον, αλλά κυρίως μια περιγραφική ταυτότητα των όσων αναφέραμε για τη γραφή του Κόλια (έτσι τον έλεγαν οι φίλοι του) αναφορικά με τη μνήμη κάποιων στιγμών ή για να ακριβολογούμε ολιγόλογα: μιας γυναικός, σε εκείνη την αιώνια θηλυκή πόλη.
Και «Ήταν εκείνη τη νυχτιά…» και με μαεστρία αποτυπώνεται ο γεωγραφικός χωροχρόνος μιας συγκεκριμένης στιγμής και μιας ταυτόχρονης καθημερινής δραστηριότητας/προσταγής, ενώ εσένα και κάθε εσένα, σε βομβαρδίζει η δέουσα μνήμη της Σμαρώς και της Καλαμαριάς. Δίπολο γυναικός-στεριάς από την πρώτη στροφή, στεριανές καταστάσεις ασφαλείας δηλαδή, από εκείνες που χάθηκαν οριστικά. Μνήμη παρουσίας απουσίας και από καρδίας.
Αλλά «Ξέχασες …» τις γνωστές σου προσευχές, αυτές που σε αποσπούν από τη θάλασσα/χάος ή επί της κυριολεξίας παρασύρθηκες στην Οιδιπόδεια τύφλωσή σου (τυφλό παιδί του Μοντιλιάνι) και αγνόησες όσα αγαπούσες και εσύ και οι «Ομηρικοί» συνάδελφοι- ομόψυχοί σου. Ύβρις κατάφορη.
Επομένως «Απάνω στο γιατάκι…» σου περιμένει η ακόλουθη τιμωρία της ύβρεως, με όλους τους ψυχαναλυτικούς συμβολισμούς του στεριανού φιδιού/σεξουαλικότητας που απλώς πλέον μαϊμουδίζει. Σε αυτό το ολιστικό χαμό η μάνα σου μόνο. Τιμωρία ολκής.
Ματαίως «Κάτω από φώτα κόκκινα…» υπάρχει πάντα η στεριά/πόλη της μνήμης με όλους τις γήινες υποσχέσεις της και τη μακαριότητα του ύπνου των στεριανών, που εσύ ποτέ ή μάλλον ματαίως θα αναζητάς. Κάθαρση μέσω της πανταχού παρούσας ματαιότητας.
Και σε τούτο το πολύ δομημένο ασυνείδητο του Ν. Καββαδία, στην εξαιρετική σκηνοθετική ροή ενός τραγουδιού [Μνήμη παρουσίας, απουσίας και από καρδίας- Ύβρις κατάφορη-Τιμωρία ολκής- Κάθαρση μέσω της πανταχού παρούσας ματαιότητας ] υπάρχει και κλονίζεται η σταθερή πεποίθηση της θεωρία των στιγμών, όταν εμφανίζεται η μνήμη μιας γυναικός σε μια «σκανδαλώδη πόλη». Καταρρίπτεται εν ολίγοις η στιγμή, στην σκέψη μιας δυνατής πιθανότητας αναφορικά με τη χρονιότητα που η στεριά συνηθίζει να διατηρεί. Και όσο κι αν οι ναυτικοί τη νιώθουν τη ματαίωση περισσότερο από τον καθένα μας στο πετσί τους και ομιλούν ή δοξάζουν τις στιγμές μας/τους, αληθεύει ότι ο άνθρωπος ψυχικά στεριανά καλύτερα περπατεί. Οι Στιγμές είναι για την αθανασία στη τέχνη (πχ όσο διαρκεί ένα τραγούδι ή ένας πίνακας του Μοντιλιάνι) ενώ η Χρονιότητα παραμένει το πρεπούμενο για τη ζωή, όχι ως συλλογή στιγμών, αλλά ως ο μόνιμος καμβάς της οποιασδήποτε σχέσης.
Τώρα, ποια είναι η Σμαρώ και τι συνέβη στην Καλαμαρία κανείς δε θα μάθει. Ωστόσο στα σίγουρα ο Νίκος Καββαδίας μας έδωσε γενναιόδωρα ένα απόσταγμα της μεγάλης του πείρας, με τη διττή του ιδιότητα ως ποιητή και ναυτικού , για την πορεία μας προς την ποθούμενη Ιθάκη. Κάποιοι από εμάς θα συνεχίσουν να διαλαλούν την αξία της στιγμής και θα παραμείνουν συλλέκτες , ωστόσο μακάριοι οι στεριανοί που χρονίζουν και στεριανά αγκαλιάζονται τις νύχτες…
Υγ : Επιφυλασσόμαστε για μια διεξοδικότερη ανάλυση στην ποίηση του Ν. Καββαδία αναφορικά με τη θέση της γυναικός στο έργο του και της «μυθολογικής υπόστασης» των ανθρώπων και των τόπων που μας υπέδειξε.
Θεσσαλονίκη ΙΙ
Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μου `γινες μοτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.
Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.
Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.
Το δαχτυλίδι που `φερνα μου το `κλεψε η Οράγια.
Τον παπαγάλο μάδησε και έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.
Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.
Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
Μπορεί να `ρθω απ’ τα πέλαγα με τη φυρονεριά.
Φωτογραφικό υλικό