Γράφει ο μουσικοσυνθέτης Γιώργος Ανδρέου.
Μερικές πικρές αλήθειες: Το CD στην Ελλάδα ευτελίστηκε πολύ περισσότερο απ’ όσο στις παγκόσμιες αγορές. Ευθύνονται ιδιαίτερα γι’ αυτό η πειρατεία (στους δρόμους, με Αφρικανούς πωλητές), μια ελεεινή τακτική που μας γελοιοποιεί ως κράτος παγκόσμια, καθώς και το καρκίνωμα που ονομάζεται Premium.
Σε κανένα μέρος του πολιτισμένου κόσμου δεν διανοήθηκε κανείς να προσφέρει ως δώρο (ή σε χαμηλή τιμή αγοράς) ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΕΡΓΟ Ή ΣΥΝΟΛΟ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ Ή ΕΚΤΕΛΕΣΤΗ. Η τακτική αυτή (που αποφέρει στα ελλαδικά παραρτήματα των πολυεθνικών δισκογραφικών εταιρειών μερικά «γρήγορα» κι «εύκολα» χρήματα) κατέστρεψε το κύροςτου medium (CD), αφού το ίδιο Μέσο εμφανίζεται στην αγορά σε εξωφρενικά διαφοροποιημένες τιμές. Φανταστείτε πχ μια… Μercedes να πωλείται στην μια αντιπροσωπεία 100.000 ευρώ και στην άλλη 5.000 ευρώ! Εξαιρώ το Διαδίκτυο, όχι επειδή δεν πιστεύω πως κι εκεί πρέπει να μπουν κάποιοι κανόνες που να προστατεύουν τους δημιουργούς τέχνης της εποχής μας, αλλά επειδή το πρόβλημα είναι εξαιρετικά σύνθετο και χρειάζεται εξειδικευμένη και σε βάθος συζήτηση. Μπορώ να πω ενδεικτικά πως η επιπόλαιη ιδέα που υποστηρίζεται με αναλύσεις διαφόρων, ότι δήθεν ο καλλιτέχνης οφείλει να αμοίβεται από τις ζωντανές του εμφανίσεις και να «χαρίζει» την ηχογραφημένη μουσική του δημιουργία (που είναι η εργασία του και ο τρόπος να επιβιώνει) αγνοεί βασικές παραμέτρους: Πώς θα αμοιφθεί φερειπείν ο δημιουργός που δεν τραγουδά ούτε παίζει ικανοποιητικά κάποιο όργανο; Θα τον ανεβάσουν στη σκηνή ως ντεκόρ; Κι ο στιχουργός ενός τραγουδιού πρέπει να γίνει… ντράμερ για να πάρει μεροκάματο; Ωστόσο το κεντρικό πρόβλημα σήμερα για ένα νέο άνθρωπο που γράφει τραγούδια ή ερμηνεύει (ή όλα μαζί) είναι ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΤΑ ΕΞΟΔΑ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΑΦΗΜΗΣΤΙΚΑ ΚΟΣΤΗ ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.
/
Όταν σήμερα ο χρυσός δίσκος τείνει να οριστεί στις τρεις χιλιάδες (!) κομμάτια, μια πολύ απλή πράξη πολλαπλασιασμού (επί την χονδρική τιμή πώλησης του CD από τις δισκογραφικές – περίπου 4 ευρώ) φτάνει για να δείξει πως μια προσδοκία πώλησης (αισιόδοξη) πεντακοσίων κομματιών του CD ενός νέου καλλιτέχνη δεν αποτελεί κίνητρο επένδυσης για κανέναν, μιλώντας με εμπορικούς και οικονομικούς όρους. Όσοι πανηγύριζαν για την πειρατεία που χτυπά δήθεν τις «κακές» δισκογραφικές, δεν σκέφτηκαν πως σε μια μικρή αγορά όπως η Ελλάδα, η πειρατεία πλήττει περισσότερο τον νέο Έλληνα δημιουργό, αφού για τις εταιρείες είναι πανεύκολο να σταματήσουν τις ασύμφορες εκδόσεις (ποιοτικών) ελληνικών μουσικών προϊόντων και να κάνουν αυτό που ξέρουν πολύ καλά – να εισάγουν ξένους δίσκους, τροφοδοτώντας τη νεανική αγορά κυρίως και διαστρεβλώνοντας μια σχέση ιστορικά φορτισμένη χρόνων πολλών του Ελληνικού τραγουδιού με το εθνικό του ακροατήριο. Οι λύσεις για τους νέους είναι, φοβάμαι, όλες οδυνηρές και πολύπλοκες. Το Διαδίκτυο είναι ένας τόπος όπου συνωθούνται χιλιάδες χιλιάδων για να ευνοηθούν στο τέλος της μέρας ελάχιστοι. Η εκλαϊκευση της ψηφιακής τεχνολογίας (φτηνά κομπιούτερς και δυνατότητα ηχογράφησης «στο σπίτι») παρέχει αξιόλογη πρωτογενή δημιουργική δυνατότητα, ωστόσο δεν λύνει το πρόβλημα του πώς θα φτάσει το ηχογράφημα αυτό στα αυτιά των υποψηφίων ακροατών του, σε ένα τοπίο με τα περισσότερα ραδιόφωνα να παίζουν τυποποιημένες playlists και την τηλεόραση απόλυτα εχθρική σε κάθε δημιουργική πρόταση και ανοιχτή μόνο στο κιτς και την pop ευτέλεια. Αλλά και το τοπίο της ζωντανής μουσικής είναι θολό: υπάρχουν κάποιοι χώροι, πολύ λίγοι σε σχέση με το μέγεθος του κοινού αλλά και τον αριθμό των νέων καλλιτεχνών που επιζητούν να εμφανιστούν επί σκηνής.

Η ενίσχυση και διαφήμηση τους από σοβαρά Μedia (ευτυχώς στη χώρα υπάρχουν και τέτοια) θα βοηθούσε σημαντικά τους νέους δημιουργούς. Ίσως να έχει φτάσει πια και η ώρα του κράτους: Ας προστεθεί στο Κέντρο Κινηματογράφου και τις κρατικές θεατρικές επιχορηγήσεις κι ένα ίδρυμα (με όποιο όνομα) ελληνικού τραγουδιού και ελληνικής μουσικής, με στόχο του την χρηματοδότηση και ενίσχυση της μουσικής δημιουργίας των νέων ανθρώπων – το Τραγούδι δεν είναι πια ο πλούσιος θείος των τεχνών στην Ελλάδα, εξελίσσεται σε φτωχό συγγενή που καθένας γύρω του έχει ξηλώσει ένα κουρελάκι από το παλιό δοξασμένο ρούχο του. Αλλά και η κρατική ραδιοφωνία και τηλεόραση ΥΠΟΧΡΕΟΥΤΑΙ (ως κρατική) στην αναζήτηση τρόπου ενίσχυσης των νέων καλλιτεχνών της μουσικής- εκείνο το Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης το θυμάται κανείς; (Και βέβαια από μόνο του δεν επαρκεί ούτε ως χειρονομία ούτε ως άλλοθι αποενοχοποίησης). Απαιτείται συνεχής προσπάθεια και επικοινωνία με τους νέους – έχουν να μας πουν, πρέπει να τους ακούσουμε. Είναι μεγάλος ο κίνδυνος της απογοήτευσης και της παραίτησης των νέων μας δημιουργών κι έχουμε εμείς οι μεγαλύτεροι σημαντική ευθύνη να μην συμβεί κάτι τέτοιο. Οι νέοι καλλιτέχνες μας είναι το βλέμμα μας προς το μέλλον και μαζί ο συνδετικός ιστός με την μεγάλη Παράδοση της μουσικής τέχνης σ’αυτόν τον τόπο.
…Κείμενο που έγραψα πριν από 10 περίπου χρόνια για την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. Αναγκάστηκα να διορθώσω τα νούμερα προς τα κάτω (προς τον…πάτο) και να αφαιρέσω κάποιες αισιόδοξες τότε σκέψεις που αποδείχτηκαν φρούδες ελπίδες και μαράθηκαν στο μνημονιακό capital controlled σημερινό ελληνικό πολιτισμικό ημίφως. Παραμένει όμως ένα σταθερό συμπέρασμα: Έχουμε υποχρέωση ως κοινωνία να σταθούμε δίπλα στους νέους μας (δημιουργούς, επιστήμονες κλπ) και να τους δώσουμε την δυνατότητα να εκφραστούν και να “γεννήσουν”. Ας μην τους φορoύμε την αισχρή ταμπέλα της “χαμένης γενιάς” – είναι ντροπή μας και μεγάλο άδικο για τις ψυχές τους.
Φωτογραφικό υλικό