Η δικιά μου Παναγιά η Θαλασσινή…
Γράφει η γεωπόνος Πίτσα Στασινοπούλου.
Κι όταν η γιαγιά τόνιζε απειλητικά το «άκουσες;»… πάσα αρχή παυσάτω! Μου ‘ κλεισε το μάτι να βγούμε στην αυλή και αράδιασε στο τραπέζι ένα πανέρι με τα λατρεμένα μου σύκα. Τα πρώτα της συκιάς της, τα μαυρομάτικα με τ’ όνομα, που όμοιά τους δεν έχω ματαφάει! Που λες και το ‘χουν τάμα να ξεκινούν να «γίνονται», βρέξει –χιονίσει, στις 14 Αυγούστου! Ούτε 13, ούτε 15… τέτοια παραξενιά! «Πώς εξηγείται βρε γιαγιά;» «Αν νογούσαμε παιδί μου να ξηγάμε τα ανεξήγητα του θεού, θα ‘μασταν άγιοι, όχι άνθρωποι! Μη κοιτάς τώρα, που πήραμε ψηλά τον αμανέ…» κούνησε το κεφάλι και μου καθάρισε ένα σύκο. Το κατάπια λαίμαργα, έβαλα κι άλλα δυο στη τσέπη και πήγα να περπατήσω στην ακροθαλασσιά την αγαπημένη ώρα που όλα γαληνεύουν κι ο ήλιος κάνει πορφυρό μακροβούτι στη θάλασσα… «Πέρνα κι απ’ το ξωκλήσι της Θαλασσινής, μεγάλη η χάρη της αύριο, κι άναψε ένα κεράκι για τις ψυχές που βολοδέρνουν στα πέλαγα… Άντε, που αποκοπήκατε ντιπ για ντιπ η νεολαία!» μου φώναξε πριν δρασκελίσω την αυλόπορτα. «Ό,τι πεις καπετάνιο!»…

