HOPE HΛΙΕ. HOPE ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ. Από τον Βασίλη Καρατζόγλου.
Ώρα Ελλάδος 19:41. Η βόλτα με τον Μπούμπη στην παραλία, σε λίγο φτάνει στο τέλος της. Ο αέρας έχει κοπάσει και τα κύματα της θάλασσας δείχνουν να έχουν ηρεμήσει. Επικρατεί μια ησυχία στην φύση. Κόσμος, παιδιά, σκυλιά, όλοι συνθέτουν ένα πολύχρωμο παζλ που με φόντο το ηλιοβασίλεμα το κάνουν ακόμα πιο μαγευτικό και όμορφο. Κάποιοι έχουν βγει για περπάτημα, άλλοι για τρέξιμο και κάποιοι άλλοι για μια απλή βόλτα. Τα παγκάκια μπροστά στην θάλασσα είναι γεμάτα με άτομα που είτε είναι μόνοι τους και κοιτάνε την δύση του ηλίου, είτε είναι με παρέα και συζητάνε, κάνουν όνειρα και σχεδιάζουν την αυριανή τους μέρα. Ελπίζουν, η καλύτερα θέλουν να ελπίζουν, ότι όλα θα πάνε καλά. Ότι όλα είναι θα γίνουν καλύτερα. Δεν θα είναι τίποτα το ίδιο. Το μαρτυρούν οι εκφράσεις του προσώπου τους. Κουβεντιάζουν ,πότε αργά, πότε ήρεμα και κάποιες φορές στρέφουν το κεφάλι τους στον ουρανό. Στέκονται έτσι για λίγο, και μετά πάλι κουβέντα που από ήρεμη γίνεται άγρια και τούμπαλιν.
«Ναι, εντάξει έφταιξα και εγώ αλλά τώρα τι κάνουμε. Δεν θέλω να χαλάσει έτσι η σχέση μας. Τον αγαπώ. Είμαστε τόσο χρόνια μαζί». «Μου είπε το αφεντικό ότι θέλει να μιλήσουμε αύριο το πρωί για κάτι πολύ σημαντικό. Δεν θέλω να σκεφτώ ότι μπορεί να χάσω την δουλειά μου. Δέκα μήνες άνεργος ήμουν». «Η Γεωργία είπε ότι θέλει να συζήσουμε. Δεν ξέρω ρε συ, μήπως βιαζόμαστε για κάτι τέτοιο; Ακόμα δεν κλείσαμε χρόνο». «Τον Μάϊο έχουμε επέτειο με τον Κώστα. Κλείνουμε 57 χρόνια γάμου. Τι να τα εκατοστίσουμε βρε Τιτίκα μου; Ας ζήσουμε μέχρι του χρόνου και βλέπουμε». «Είμαι έγκυος. Δεν περιμένω την ώρα να το ανακοινώσω στον Άρη». «Ο θάνατος του πατέρα μου με έχει τσακίσει. Περάσανε δεκαπέντε μήνες και ακόμα νιώθω την απουσία του». «Ναι, ναι .Είναι ένα τριάρι στην Καισαριανή καινούργιο. Το 2007 χτίστηκε η πολυκατοικία. Είναι μεγαλούτσικο αλλά είναι πολύ όμορφο σπίτι. Θα το κλείσω». «Ουφ! Άντε να βγούνε αυτές οι ριμάδες οι εξετάσεις αίματος γιατί από την αγωνία μου έχω πετάξει σπυριά σε όλο το πρόσωπο. Εύχομαι να μην έχω κάτι σοβαρό».
Ξαφνικά στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα του μικρού που είδα στο φανάρι πριν λίγες ώρες. Προσπαθώ να καταλάβω αν είναι ο ίδιος με τον μικρό Αλέξη Ελπίδη που ψάχνει από τα Χριστούγεννα η αστυνομία μαζί με το Χαμόγελο του παιδιού. Έμοιαζε αρκετά αλλά και πάλι δεν είμαι σίγουρος 100%. Είχαν το ίδιο πρόσωπο αλλά διάφεραν στα μαλλιά, το ντύσιμο και το ύψος. Το παιδί στα φανάρια μου φάνηκε πιο ψηλό. Αλλά και πάλι δεν παίρνω όρκο. Όσο για το ντύσιμο είναι λογικό μετά από τόσους μήνες να μην φοράει τα ίδια ρούχα. Αυτοί που τον πήρανε δεν είναι τόσο χαζοί ώστε να τον αφήσουν έτσι χωρίς να του αλλάξουν τα ρούχα. «Είναι άραγε αυτός ή δεν είναι;» μονολογώ και κοιτάω τον ήλο που έχει αρχίσει να παίζει κρυφτό πίσω από τα βουνά. Είναι ή ώρα να πάει για ύπνο. Αύριο πάλι εδώ να φωτίσει την καινούργια ημέρα.
«Μήπως έχετε φωτιά; Κύριε. Συγνώμη. Μήπως έχετε φωτιά;». Τινάζομαι λίγο από την θέση και κοιτάω να δω ποιος μου μίλησε. Είχα βυθιστεί τόσο πολύ στις σκέψεις μου που δεν άκουσα την κοπέλα που μου ζητούσε φωτιά. «Όχι, δεν έχω. Δεν καπνίζω» της απαντώ αμήχανα και εκείνη μου σκάει ένα χαμόγελο σαν να μου λέει: «Μην σκας. Θα βρω κάπου αλλού. Κάνε δουλειά σου» και ανεβαίνει στο ποδήλατο της. Είναι όμορφη κοπέλα. Κρίμα που δεν έχω φωτιά να της προσφέρω. Θα ήταν μια καλή ευκαιρία να πιάσουμε κουβέντα. «Ξέρεις αν έχει κάπου εδώ κοντά κανένα περίπτερο; Ντρέπομαι να ζητήσω αναπτήρα από τους περαστικούς. Να πάρω έναν αναπτήρα να ξεμπερδεύω. Μωρέ ξέρεις τι παθαίνω; Τους χάνω συνέχεια. Δεν έχω καταφέρει να στεριώσω έναν αναπτήρα. Μπορεί να έχω χάσει και διακόσιους. Σαν τις σχέσεις είναι και αυτοί. Σε ανάβουν και μετά χάνονται».
Έχει ένα τόσο ωραίο τρόπο να λέει αυτά που σκέφτεται. Έχει χιούμορ και είναι πραγματικά γοητευτική. «Ναι, έτσι είναι»της απαντώ και προσπαθώ να θυμηθώ που έχει εδώ γύρω περίπτερο. Α, ναι θυμήθηκα. Απέναντι από τον φούρνο είναι στον κινηματογράφο «Ζέα» δίπλα. Στα διακόσια μέτρα περίπου. Θέλω να της το πω αλλά από την άλλη διστάζω. Αν της το πω θα φύγει και δύσκολα θα την ξαναδώ. «Ξέρω που έχει περίπτερο αλλά πριν σου πω θέλω να μου κάνεις μια χάρη. Θέλω να κάνεις μια σκέψη για αύριο κοιτώντας τον ήλιο που δύει. Μα επιθυμία σου που θέλεις να πραγματοποιηθεί». Δεν το σκέφτεται καθόλου. «Αν έχω τον αναπτήρα μου για να κάνω το τσιγάρο, όλα είναι ωραία. Τραβάω μια τζούρα και συνεχίζω τον αγώνα μου. Για αύριο λοιπόν θέλω έναν αναπτήρα και κάποιον που δεν χαθεί μαζί του. Γιατί ο τελευταίος που είχα χάθηκε. Κάποιον που θα μείνει δίπλα μου».
Η απάντησή της με προβληματίζει. Φαίνεται να έχει περάσει δύσκολα με κάποια σχέση της τον τελευταίο καιρό. Θέλω να μάθω αλλά διστάζω. Ο ήλιος έχει ήδη κρυφτεί πίσω από τα βουνά. «Ωραία ευχή. Δεν ζητάς κάτι παράλογο»της απαντώ και σηκώνομαι να βρω τον Μπούμπη. «Φίλε, ο τελευταίος αναπτήρας χάθηκε όταν ήμουν στο νοσοκομείο. Αρρώστησα βαριά από την και έμεινα μέσα γα τρεις μήνες περίπου. Μαζί του όμως χάθηκε και αυτός που κανονικά έπρεπε να είναι μαζί μου. Γιατί εγώ ήμουν πάντα μαζί του. Φιλιά και χαιρετίσματα στο ηλιοβασίλεμα».
Την βλέπω να απομακρύνεται και θέλω να την φωνάξω να γυρίσει πίσω. Θέλω να μιλήσω κι άλλο μαζί της. Θαυμάζω την δύναμη της. Θέλω να της πω ότι δεν τελείωσε τίποτα επειδή χάθηκε ο αναπτήρας. Ότι δεν χάθηκε τίποτα που έφυγε εκείνος. Θέλω να της αγοράσω έναν αναπτήρα. Να της τον κάνω δώρο και να μην χαθεί ποτέ. Αλλά πάνω από όλα θέλω να φωνάξω με όλη μου την δύναμη: «Hope ήλιε. Hope ρε γαμώτο».
Φωτογραφικό υλικό