Με ένα μακροσκελές άρθρο και χωρίς να μασά τα λόγια του, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιώργος Γκασνάκης, τοποθετείται μέσω του προσωπικού του προφίλ στο ΦΜ σχετικά με την παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα από την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ, ξεκινώντας από την αρχή της καριέρας του «Παρέλαβε ένα κόμμα αρχών και θέσεων, και το μετέτρεψε σε κόμμα κραυγών και έξαλλης διαμαρτυρίας…. και μετά το μετέτρεψε σε έναν οπορτουνιστικό μηχανισμό εξουσίας ….», καταλήγοντας «Και όχι. Δεν έφυγε σαν κύριος. Σαν κύριος θα είχε φύγει, αν έφευγε μετά την ήττα του 2019. Μετά τη φοβερή αυτή πανωλεθρία, έφυγε με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια….»
Διαβάστε όλη τη εξαίρετη ανάρτηση:
“Why?”
(Η -μακροσκελής είναι αλήθεια- απάντηση ενός ανθρώπου, που το 2012, εγκατέλειψε εκλογικά το κόμμα που ψήφιζε και στήριζε επί 35 χρόνια, αν έχει καμιά αξία…)
Επειδή εδώ και τρεις μέρες, πολλά ανιστόρητα ακούγονται και λέγονται, και επειδή πολλές αγιογραφίες και λυπημένες φατσούλες κυκλοφορούν στο fb, και επειδή στον “συγκινητικό” απολογισμό-αποχαιρετισμό του, η όλη αυτοκριτική του εξαντλήθηκε στο να μας πει πόσο υπέροχα τα έκανε όλα, και σε μια θολή και γενικόλογη αναφορά σε λάθη και πρακτικές που όμως δεν τις ανέφερε ονομαστικά, και επειδή το θέμα με αφορά πολύ περισσότερο απ’ ότι μπορεί να φανταστεί κανείς, ας δούμε μερικά πραγματικά γεγονότα:
Κατ’ αρχήν, δεν παρέλαβε ένα κόμμα διαμαρτυρίας, το οποίο μετέτρεψε σε κόμμα εξουσίας.
Παρέλαβε (τι λέξη κι αυτή!) ένα κόμμα αρχών και θέσεων, και το μετέτρεψε σε κόμμα κραυγών και έξαλλης διαμαρτυρίας. Και μετά, όταν άρχισε να φυσάει ο ούριος άνεμος των δημοσκοπήσεων, το μετέτρεψε σε έναν οπορτουνιστικό μηχανισμό εξουσίας.
Παρέλαβε (τι λέξη κι αυτή!) ένα κόμμα που είχε ως κύριο χαρακτηριστικό του την ενδελεχή και πολύπλευρη, σε βάθος λογική ανάλυση των θεμάτων που απασχολούσαν την κοινωνία, και το μετέτρεψε σε ένα κόμμα με μια μεταμοντέρνα νεο-ναΐφ ριζοσπαστική, και εξόχως βολονταριστική αντίληψη των κοινωνικών αγώνων.
Παρέλαβε (τι λέξη κι αυτή!) ένα κόμμα με μια σύγχρονη αριστερή ιδεολογία και το μετέτρεψε σε ένα “Αντι-γενικώς” μόρφωμα: Αντιμνημονιακό, αντισυστημικό, αντί ότι νάναι. Κατ’ όνομα μόνο αριστερό. Στην πραγματικότητα, εντελώς απολιτίκ.
Παρέλαβε (τι λέξη κι αυτή!) ένα κόμμα που ενώ η εκλογική του απήχηση ήταν κοντά στο 3%, όπως περιφρονητικά αναφέρουν οι πραιτωριανοί του, παρήγαγε πολιτική υψηλού επιπέδου και είχε κερδίσει τον σεβασμό ακόμα και των αντιπάλων του, με την εντιμότητα, τη νηφαλιότητα και την καθαρότητα του λόγου του. Και το κατήντησε ένα περιφρονημένο, απ’ όλους σχεδόν, πολιτικό σχηματισμό.
Ωστόσο, το πράγμα δεν σταματάει εκεί.
Αναγόρευσε την ημιμάθεια σε must, και μάλιστα εμπράκτως, όταν εκστόμισε εκείνο το αλησμόνητο “Go back madame Merkel!”, με όλο το θράσος του ημιμαθούς, που διεκδικεί το δικαίωμα να λέει ό,τι νάναι, χωρίς καμιά συναίσθηση των συνεπειών που μπορεί να έχει αυτό το ό,τι νάναι.
Αναγόρευσε τις ύβρεις ως βασικό μέσον πολιτικής αντιπαράθεσης, αποκαλώντας τους τότε αντιπάλους τους χλευαστικά “Σαμαροβενιζέλους” και χαρακτηρίζοντας τους μέχρι και Τσολάκογλου!
Αναγόρευσε τον εαυτό του σε κάτι σαν Μεσσία, που θα μας έσωζε από τα μνημόνια, τα οποία θα καταργούσε μ’ ένα νόμο, μ’ ένα άρθρο.
Επειδή ήταν τόσο πολιτικά και οικονομικά αναλφάβητος, που πίστευε ότι τα μνημόνια έφεραν την κρίση, κι όχι η κρίση τα μνημόνια!
Επειδή με το θράσος του αδαούς, πίστευε ότι μπορούσε να εκβιάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και όλη την υφήλιο, ώστε να διαγράψουν το επαχθές, απεχθές, φρικαλέο και τρισκατάρατο εξωτερικό χρέος της χώρας!
Και μετά έγινε πρωθυπουργός. Με την συνεργασία ενός ακροδεξιού, πλην όμως αντιμνημονιακού, κόμματος!
Και γοητεύτηκε από την αλαζονεία, τον ναρκισισμό και την εγωπάθεια του ανθρώπου στον οποίο ανέθεσε το υπουργείο οικονομικών. Του ανθρώπου, που ήθελε να αποδείξει ότι ήταν πιο έξυπνος, πιο ικανός και πιο μορφωμένος από τον Dr Schäuble, και τον ηχογραφούσε στη διάρκεια των ECOFIN!
Και πίστεψε στις μπούρδες που του σέρβιρε ο υπουργός του.
Και έκλεισε τις τράπεζες.
Και έκανε το δημοψήφισμα. Και υποστήριξε το ΟΧΙ μέχρι την τελευταία ώρα. Και μετά το μετέτρεψε σε ΝΑΙ.
Κι εκείνο το βράδυ, που κατέρρευσαν όλες οι αυταπάτες του, αντί να κάνει το πρώτο βήμα προς την πολιτική ωριμότητα, έκανε ένα τεράστιο άλμα προς τον πολιτικό κυνισμό.
Και ήρθε το 3ο μνημόνιο.
Και η μισή του σχεδόν κοινοβουλευτική ομάδα το καταψήφισε.
Και τον στήριξε η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Τους οποίους στη συνέχεια έβριζε επειδή τον στήριξαν.
Και μετά, έκανε το μοναδικό σωστό πράγμα που έκανε σε όλη την πολιτική του καριέρα:
Έβαλε τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, στη θέση του υπουργού οικονομικών. Έναν άνθρωπο μορφωμένο, σοβαρό, σεμνό, προσγειωμένο και κυρίως ικανό. Έναν άνθρωπο με ιδεολογική συγκρότηση και εντιμότητα, που κατάφερε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να σώσει την χώρα. Έναν άνθρωπο που ανήκει στην κατηγορία των αρίστων, που τόση αλλεργία του προξενεί.
Και ο Τσακαλώτος, αναδείχτηκε στον ένα από τους δύο καλύτερους υπουργούς της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. (Ο άλλος ήταν ο Πιερακάκης).
Κι ήταν ο Τσακαλώτος αυτός που μας έβγαλε από τα μνημόνια. Μόνος του. Ολομόναχος.
Με τους έξαλλους μεταμοντέρνους συντρόφους του απέναντι του.
Με τον αρχηγό του να χύνει κορκοδείλια δάκρυα, για όσα φρικτά “αναγκαζόταν” να κάνει.
Εικάζω δε βασίμως, ότι γι’ αυτό τον όρισε υπουργό οικονομικών: Για να κάνει ο Ευκλείδης τη βρώμικη δουλειά, να τη χρεωθεί πολιτικά, και να μπορεί ο αρχηγός του να χύνει κορκοδείλια δάκρυα, για όσα φρικτά “αναγκαζόταν” να κάνει.
Και με τούτα και μ’ εκείνα, το κόμμα, έγινε ένα κεντροδεξιό κόμμα, που παρίστανε το αριστερό.
Και μετά, ήρθε κι ο Πολακισμός, και το πράγμα έδεσε.
Μια αναβίωση του πιο ελεεινού Αυριανισμού, μ’ ένα αψυκρητικό περιτύλιγμα.
Που είπε το αλησμόνητα ανατριχιαστικό, “Αν δεν βάλουμε έστω και έναν στη φυλακή, δεν θα κερδίσουμε τις εκλογές”.
Και μετά, δεν κερδίσανε τις εκλογές.
Και μετά, μετέτρεψε το κόμμα σε αρχηγικό, ώστε να ολοκληρωθεί η κεντροδεξιά του μετατόπιση.
Και μετά, με τις ευλογίες του αρχηγού, ο Πολακισμός, κυριάρχησε απόλυτα.
Και μετά, ήρθε το “Μητσοτάκη γ@μιέσαι”.
Και όλα τα υπόλοιπα: Παιδόφιλοι, παιδοβιαστές, δολοφόνοι.
Και αποκαλούσε διαρκώς τον βασικό πολιτικό του αντίπαλο, ακροδεξιό, φασίστα και διάφορα άλλα τέτοια, και μιλούσε για αναβίωση της ΕΡΕ και εξορίες και διάφορα άλλα τέτοια.
Και μιλούσε διαρκώς για μια υποτιθέμενη κρυφή ατζέντα των αντιπάλων, την οποία, ποτέ δεν μας εξήγησε πώς την ήξερε, αφού ήταν κρυφή.
Και μετά, όταν έβλεπε την ήττα που ερχόταν, εξέπεσε στο έσχατο όριο του οπορτουνισμού, ικετεύοντας τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, να τον βγάλουν πρωθυπουργό για να μας ξανασώσει.
Και στο έσχατο όριο του πολιτικού αμοραλισμού, εκλιπαρώντας τους “παραπλανημένους” ψηφοφόρους της ΧΑ, να τον ψηφίσουν.
Και μετά, όταν ήρθε ο συντριβή στις εκλογές του Μαΐου και η πανωλεθρία στις εκλογές του Ιουνίου, μίλησε για συλλογικές διαδικασίες.
Και μετά, ολομόναχος, με κλειστό κινητό, αποφάσισε να παραιτηθεί. Ξεχνώντας τις συλλογικές διαδικασίες.
Και σε μια τελευταία κρίση αλαζονείας, παραιτήθηκε στο Ζάππειο, χωρίς οι σύντροφοι του στο κόμμα να έχουν ιδέα τι θα πει, όταν τους ζήτησε να κλείσουν την αίθουσα και να καλέσουν τα κανάλια και τις κάμερες.
Και όχι. Δεν έφυγε σαν κύριος. Σαν κύριος θα είχε φύγει, αν έφευγε μετά την ήττα του 2019. Μετά τη φοβερή αυτή πανωλεθρία, έφυγε με την ουρά ανάμεσα στα σκέλια.
Τhat’s why…
…………………………………………………………………………………
ΥΓ 1. Υπάρχουν κι άλλα, όπως το “Κούλης”, η προσπάθεια να ελέγξει τα ΜΜΕ, με τη συνεργασία του Νίκου Παππά και τα βοσκοτόπια του Καλογρίτσα, η ρήση του τότε προέδρου της Βουλής περί ευπρόσδεκτων ψήφων, την οποία ουδέποτε αποδοκίμασε, και πολλά, και πολλά, τα οποία δεν θυμάμαι ή δεν θέλω να τα θυμάμαι…
ΥΓ 2. Γιατί τώρα; Γιατί τόσα χρόνια κανείς δεν άκουγε, ούτε ήθελε ν’ ακούσει, καθώς ήταν όλοι γοητευμένοι από την κατάληψη της εξουσίας. Ίσως τώρα κάποιος να κάτσει ν’ ακούσει, και κυρίως, να κάτσει να σκεφτεί.
Φωτογραφικό υλικό