Τον Ταραντίνο πριν δω το "Inglorious Bastards" και κυρίως το "Django Unchained" τον θεωρούσα, ίσως τον πιο υπερεκτιμημένο αμερικανό σκηνοθέτη της τελευταίας εικοσαετίας.
Πίστευα ότι ήταν αρκετά οξυδερκής να αντιληφθεί το πνεύμα της εποχής και να λανσαριστεί και να καθιερωθεί ως το "next big thing" της αμερικανικής βιομηχανίας θεάματος, αλλά όχι αρκετά ταλαντούχος και συνεπής ώστε να αναδειχθεί ως ένας πραγματικά σπουδαίος δημιουργός. Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί το "Pulp Fiction" έκανε τόσο αίσθηση και κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ Καννών, όπως ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί το "Reservoir Dogs" θεωρείται από τα σημαντικότερα καλλιτεχνικά ντεμπούτα στην ιστορία του κινηματογράφου. Η βασική μου αντίρρηση για την φιλμογραφία του Tarantino συνίστατο στο ότι ήταν ένας καιροσκόπος.

Οι ταινίες του, ομολογουμένως με έξυπνο τρόπο, δεν έκαναν τίποτα άλλο παρά να αναπαράγουν και να συνδιαμορφώνουν την κουλτούρα του δυτικού κόσμου. Ακραία pop αισθητική, γρήγορο και κοφτό μοντάζ, άφθονη, απενοχοποιημένη, στα όρια της καρικατούρας βία. Με άλλα λόγια οι δημιουργίες του συμπύκνωναν με υποδειγματικό τρόπο την εποχή του. Για αυτό και οι περισσότερες ταινίες του σχεδόν εν τη γενέσει τους έγιναν τεράστιες εμπορικές και καλλιτεχνικές επιτυχίες, για αυτό από την δεύτερη μόλις ταινία του ο Tarantino είχε μετατραπεί όχι απλώς σε ένα σκηνοθέτη star, που πολλές φορές η λάμψη του ονόματος του επισκίαζε και τις ίδιες του τις ταινίες, αλλά στον ιδανικό εκφραστή και για αυτό σύμβολο της δυτικής κουλτούρας, του κυρίαρχου αξιακού συστήματος της δύσης.
Προσέφερε ιδανικό άλλοθι στα εγγενή προβλήματα της δυτικής κουλτούρας, την βία, τον ατομικισμό και όλα τα δεινά που αυτός επιφέρει, τον κυνισμό, τον αμοραλισμό κ.λπ. παρουσιάζοντας τα με ανώδυνο τρόπο ως κάτι φυσιολογικό και αποδεκτό και τις περισσότερες φορές και ως κάτι θεμιτό και "cool". Κατάφερε να εξιλεώσει την δύση από τις «αμαρτίες» της αναγάγοντας τις παθογένειες της σε αξιακό πρότυπο. Και όλα αυτά δοσμένα με τον τρόπο που είχε ανάγκη και ήταν έτοιμο να «καταναλώσει» το αδηφάγο κοινό της δύσης, με έναν γρήγορο, απαίδευτο και απροβλημάτιστο τρόπο που η άκρως επιτηδευμένη φόρμα του συνέθλιβε και κάλυπτε ταυτόχρονα τεχνηέντως την ανυπαρξία περιεχομένου και ουσίας στα έργα του.
Ο Ταραντίνο έδινε στο κοινό της δύσης αυτό που ήθελε, τα πάθη της εξιδανικευμένα με έναν φαινομενικά εντυπωσιακό, πρωτότυπο και παράλληλα εύληπτο τρόπο. Προκάλεσε με την υπερεπιτηδευμένη φόρμα του για να κρύψει την γύμνια των έργων του, έκανε φανταχτερά «περιτυλίγματα» για να καλύψει την απουσία του δώρου και πέτυχε.

Κατάφερε σχεδόν όλες οι πρώτες του ταινίες να γνωρίσουν τεράστια εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία εν απουσία θέματος και σκοπού. Επαναλάμβανε ανερμάτιστα βεβιασμένα και επιδερμικά σε όλες του τις πρώτες ταινίες μία μάλλον εμμονή του την βία για την βία, την βία ως αυτοσκοπό, την βία χωρίς κάποια λειτουργία, αιτία και σκοπό, δηλαδή λογική και νόημα, και θριάμβευσε κερδίζοντας κοινό και κριτικούς. Και εκεί έγκειται η ιδιαίτερη επιτυχία του, ότι κατάφερε να κερδίσει και τους κριτικούς, ότι κατάφερε να θαμπώσει με τις ψεύτικές χάντρες του και τους υποτιθέμενους ειδήμονες. Η εφετζίδικη φόρμα του δεν έγινε απλώς αποδεκτή, αλλά και αποθεώθηκε ως η ίδια ουσία της τέχνης του βρίσκοντας μάλιστα και πολλούς μιμητές.
Η τεχνοτροπία του θεωρήθηκε απαράμιλλη και έπεισε σχεδόν άπαντες ειδικούς και μη ότι ανανέωσε εκ βάθρων την τέχνη του κινηματογράφου δημιουργώντας ένα νέο ρεύμα, ένα νέο είδος ταινιών. Και ναι ίσως να είναι αλήθεια ότι δημιούργησε ένα νέο είδος ταινιών, ήταν ο πρώτος στην ιστορία του κινηματογράφου που κατάφερε να «σερβίρει» "fast food" πείθοντας ακόμα και τους επαΐοντες ότι πρόκειται για υψηλή γαστρονομία.
Και εκεί που φαινόταν ότι είχε εκπληρώσει πλήρως τον σκοπό του, αποφάσισε να εγκαταλείψει το αυτιστικό του παραλήρημα, που παρουσίαζε ως pop τέχνη και να αναμετρηθεί με την ίδια την Ιστορία.
Η αρχή έγινε με το "Inglorious Bastards" και κορυφώθηκε με το "Django Unchained".
Το σενάριο απέκτησε ουσιώδη υπόσταση και βάθος μπολιασμένο με βιτριόλικο χιούμορ, η αφήγηση απώλεσε τους εύκολους εντυπωσιασμούς και έγινε στρωτή και ολοκληρωμένη προσδεμένη πάντα στο σκοπό/νόημα της ταινίας και η σκηνοθετική ματιά έγινε σίγουρη, ώριμη υπομονετική και στιβαρή αξιοποιώντας και ξεδιπλώνοντας με πραγματικά δημιουργικό τρόπο την κάθε πτυχή του σπουδαίου σεναρίου.

Οι χαρακτήρες του παύουν να είναι χάρτινες καρικατούρες και αν και πάντα ιδιαίτεροι αποκτούν μία ανατριχιαστικά ολοκληρωμένη ρεαλιστική υπόσταση, χαρακτηριστικές περιπτώσεις οι χαρακτήρες των Leonardo di Caprio και Samuel Jackson στο "Django" και η μαεστρικά δοσμένη με μεθοδικό τρόπο συνειδητοποίηση και αφύπνιση του ίδιου του Django. Εκεί όμως που φαίνεται με τον πιο εναργή τρόπο η μεταμόρφωση τουTarantino από έναν σοβαροφανή γελωτοποιό σε έναν πραγματικά, χωρίς υπερβολή, σπουδαίο δημιουργό είναι στη χρήση της βίας. Η βία τόσο στο "Inglorious Bastards" όσο και στο "Django" παραμένει άφθονη, αλλάζει όμως ο ρόλος της.
Παύει να είναι η ίδια η ταινία και αποκτά μία λειτουργική διάσταση στην υπηρεσία της ταινίας. Από αυτοσκοπός μετατρέπεται σε μέσο για την ολοκλήρωση του νοήματος της ταινίας. Πλεόν στις ταινίες του η βία δεν παρουσιάζεται ως ένας σπασμωδικός και αναιτιολόγητος ύμνος, αλλά ως ένα επώδυνα απαραίτητο και αναπόφευκτο μέσο για την εξέλιξη της ίδιας της ανθρωπότητας, ως μία νομοτελειακή ανάγκη της Ιστορίας. Και αυτό γίνεται έκδηλα αντιληπτό με το αριστοτεχνικά δοσμένο υπερβίαιο φινάλε του "Django", καμία ριζική αλλαγή δεν γίνεται αν δεν χυθεί αίμα.
Φωτογραφικό υλικό