Διαταραχές Προσωπικότητας (β΄ μέρος). Γράφει η Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, Κατερίνα Γ. Τζιωρίδου.
Δραματική:
Η παλιότερη διατύπωση ήταν υστερική προσωπικότητα. Το συναίσθημα εδώ εκφράζεται με υπερβολή. Κυριαρχεί μια δραματική („θεατρινίστικη“) παρουσίαση του εαυτού. Παρατηρείται έντονη ανάγκη για προσοχή, αποδοχή και θαυμασμό από τους άλλους. Αυτό συμβαίνει, γιατί το άτομο κουβαλάει μια ενστερνισμένη πεποίθηση, ότι δεν είναι επαρκώς σημαντικό και άξιο για να αγαπηθεί και ότι οι άλλοι γύρω του δεν το „παίρνουν στα σοβαρά“. Έτσι υιοθετείται η δραματική έκφραση ως δυσλειτουργική στρατηγική είτε για να αποκτηθεί η επιθυμητή προσοχή από τους άλλους είτε για να απαλυνθεί το επίπονο βίωμα της απουσίας προσοχής στο παρελθόν. Οι δραματικές προσωπικότητες μπορεί να είναι άτομα εξαιρετικά ενδιαφέροντα, πρόθυμα για συζήτηση, ελκυστικά, γοητευτικά. Επίσης στο κατάλληλο περιβάλλον μπορεί να είναι ιδιαίτερα πετυχημένα. Μπορεί όμως να είναι και ακριβώς το αντίθετο. Άτομα με συνεχώς ανικανοποίητες ανάγκες που όλη την ώρα γκρινιάζουν και παραπονιούνται.
Ναρκισσιστική:
Το ναρκισσιστικό μοτίβο ανταποκρίνεται σε αλαζονική φαντασία, υπεροπτική συμπεριφορά, υπερβολική ανάγκη για θαυμασμό και έλλειψη ενσυναίσθησης. Tο άτομο προβάλει με έπαρση και αλαζονεία τον εαυτό του, τις μοναδικές ικανότητες και τις αξιοθαύμαστες επιδόσεις του, ενώ έχει την προσδοκία ότι θα του αναγνωριστεί η ανωτερότητα του και θα χαίρει ειδικής μεταχείρισης. Η σκέψη του κατακλύζεται από φαντασιώσεις επιτυχίας, εξουσίας, ευφυΐας, ομορφιάς ή απόλυτης λατρείας. Πίσω από αυτή την εικόνα υπάρχει μια εύθραυστη αυτοεκτίμηση, η οποία φέρνει στην επιφάνεια ψυχολογικά προβλήματα, όταν το άτομο έρθει αντιμέτωπο με επιβαρυντικές καταστάσεις στη ζωή του, όπως κρίση στην επαγγελματική καριέρα, τη συμβίωση ή το γήρας με την πάροδο του χρόνου (για το ναρκισσιστικό άτομο αυτό αποτελεί κρίση). Η ναρκισσιστική διαταραχή αποτελεί την ακραία μορφή της φυσιολογικής, μη παθολογικής προσωπικότητας με αυτοπεποίθηση και γενναιοδωρία.
Ανασφαλής/Αποφευκτική:
Πρόκειται για την πιο συχνή διαταραχή προσωπικότητας και τη μόνη στην κατηγορία των ΔΠ που χαρακτηρίζεται δυστονική με το Εγώ. Δηλ. το άτομο αντιλαμβάνεται τη δυσλειτουργία του και αναγνωρίζει την ανάγκη παρέμβασης για να αντιμετωπίσει τα συμπτώματα. [επισήμανση: Όλες οι άλλες ΔΠ χαρακτηρίζονται συντονικές με το Εγώ, δηλ. το άτομο δεν αντιλαμβάνεται τη δυσλειτουργία του εαυτού του και „χρεώνει“ τα συμπτώματα στους γύρω, την κοινωνία κλπ.] Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει ανασφάλεια και έλλειψη αυτοπεποίθησης σε συνδυασμό με ενστερνισμένη συμπεριφορά αποφυγής, αρνητική αυτοεικόνα, έντονη φοβία, περιορισμένες κοινωνικές δεξιότητες. Πίσω από αυτή την εικόνα υπάρχει μεγάλη ανάγκη για προσοχή και αποδοχή από τους άλλους, υπερευαισθησία σε κριτική και κάθε πιθανότητα απόρριψης και περιορισμένη ικανότητα δημιουργίας σχέσεων. Το αποφευκτικό άτομο τείνει να υπερτονίζει πιθανούς κινδύνους ή ρίσκα στην καθημερινή ζωή, για αυτό και καταλήγει σε κοινωνική απόσυρση. Το βιο-ψυχο-κοινωνικό θεωρητικό μοντέλο της διαταραχής (κατά Fiedler, 2001 και Herrmann, 2002) αναφέρεται σε επιβαρυντικούς παράγοντες, όπως: προδιάθεση (βιολογική και ψυχική), ψυχρό οικογενειακό περιβάλλον ανατροφής, βιώματα αυστηρής απόρριψης στην παιδική ηλικία, καθώς επίσης και κριτική ή υποτίμηση της προσωπικότητας μπροστά σε άλλους. Η αποφευκτική προσωπικότητα προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποφύγει την επανάληψη επίπονων βιωμάτων, τα οποία έχουν προκληθεί στο παρελθόν από τις σχέσεις με τους άλλους.
Εξαρτημένη:
Έντονη εξάρτηση από τους άλλους και ανικανότητα λήψης αποφάσεων είναι τα χαρακτηριστικά της εξαρτημένης προσωπικότητας. Το άτομο αισθάνεται αβοήθητο και ανίκανο να επιβιώσει χωρίς τις „πλάτες“ ενός άλλου. Τυπικά γνωστικά σχήματα είναι: „δεν θα καταφέρω τίποτα μόνος μου“, „το χειρότερο θα ήταν να μ΄ εγκαταλείψουν και να πρέπει να τα βγάλω πέρα μόνη μου“, „δε μπορώ να αποφασίσω, ποιο είναι το καλύτερο για μένα“. Η συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από συνεχείς και επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις για θέματα που απαιτούν πρωτοβουλία και λήψη αποφάσεων. Αυτό οδηγεί σε αρνητικές αντιδράσεις του κοινωνικού περίγυρου. Οι άλλοι χάνουν την υπομονή τους, διότι πρέπει συνεχώς να εξηγούν, να απαντούν και να αποφασίζουν για λογαριασμό του άλλου. Η εξαρτημένη προσωπικότητα αποφεύγει συγκρούσεις και συμβιβάζεται συνεχώς με τα κριτήρια και τις προσδοκίες των άλλων ως προς το πώς θα συμπεριφερθεί. Η διαταραχή αυτή συνυπάρχει συχνά με την αποφευκτική, καθώς σε παραπάνω από τις μισές των περιπτώσεων πληρούνται τα διαγνωστικά κριτήρια και της αποφευκτικής διαταραχής προσωπικότητας. Εξαρτημένες προσωπικότητες διαγιγνώσκονται συχνότερα οι γυναίκες από τους άντρες.
Καταναγκαστική/Ψυχαναγκαστική:
Εδώ είναι σημαντικό να γίνει ο διαχωρισμός ανάμεσα στην Ψυχαναγκαστική Καταναγκαστική Διαταραχή (ανήκει στην κατηγορία των Διαταραχών Άγχους) και στον καταναγκαστικό τρόπο ζωής πολλών ανθρώπων που περιλαμβάνει μεν στοιχεία της ΚΔΠ (τελειοθηρία, επιμονή, εμμονή στις λεπτομέρειες, τάξη, ακρίβεια, συστηματική εργασία), αλλά σε φυσιολογικά επίπεδα. Στην ΚΔΠ τα καταναγκαστικά χαρακτηριστικά του ατόμου είναι άκαμπτα και εμποδίζουν τη λειτουργικότητα του στο οικογενειακό και κοινωνικό πλαίσιο. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι τελειομανία, υπερβολική ευσυνειδησία στην ηθική και τις αξίες, εμμονή στις λεπτομέρειες, την τάξη, την ακρίβεια. Η εμμονή στους κανόνες και τις νόρμες αντανακλά την έντονη ανάγκη για ασφάλεια. Το καταναγκαστικό άτομο διστάζει να αναγνωρίσει και να κοινωνήσει τα συναισθήματα του. Επίσης λόγω της τελειομανίας του και του φόβου του λάθους είναι αναποφάσιστο ή καθυστερεί να πάρει την τελική απόφαση. Μερικές από τις γνωστικές πεποιθήσεις (κατά Beck et al, 1999) είναι: „αν κάνω λάθος, δεν αξίζω τίποτα“, „υπάρχουν σωστά και λάθος συναισθήματα“, „πρέπει πάντα να έχω τον έλεγχο του εαυτού μου και των άλλων“, „είναι αφόρητο και επικίνδυνο, αν χάσω τον έλεγχο“, „αν δεν ξέρω τον τέλειο χειρισμό μιας κατάστασης, καλύτερα να μην κάνω τίποτα“. Η καταναγκαστική προσωπικότητα δύσκολα θα πάει σε ψυχοθεραπεία, καθώς στην ψυχοθεραπευτική σχέση μπορεί να δημιουργηθούν συναισθήματα εγγύτητας και ζεστασιάς, τα οποία μεταφράζονται για το άτομο σε απώλεια του ελέγχου.
Τι μπορεί να προσφέρει η ψυχοθεραπεία στην αντιμετώπιση των διαταραχών προσωπικότητας;
Ίσως όλα τα παραπάνω να μοιάζουν περίπλοκα και μπερδεμένα. Η αλήθεια είναι, ότι είναι όντως περίπλοκα. Για το λόγο αυτό απαιτείται η κατάλληλη ψυχοθεραπευτική παρέμβαση που θα ανταποκριθεί καλύτερα στις ιδιαιτερότητες της κάθε προσωπικότητας. Σημαντικό είναι κατά τη διάγνωση να διασφαλιστεί, ότι δεν υπάρχει πιθανότητα αυτοκτονικότητας ή κινδύνου πρόκλησης βλάβης σε άλλους. Στην αντίθετη περίπτωση επιβάλλεται για κάποιο διάστημα νοσηλεία σε ψυχιατρική δομή. Η ψυχοθεραπεία απαιτεί το χτίσιμο καλής ψυχοθεραπευτικής σχέσης με έμφαση στην εγκαθίδρυση εμπιστοσύνης και αποδοχής, καθώς κοινό χαρακτηριστικό σχεδόν όλων των επιμέρους ΔΠ είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους άλλους. Ο ψυχοθεραπευτής καλείται να συμβαδίσει στην αρχή της θεραπείας με τα εκάστοτε γνωστικά σχήματα του θεραπευόμενου, καθώς ο ίδιος ο θεραπευόμενος δεν αναγνωρίζει τις δικές του δυσλειτουργίες, αλλά τις προβάλει στο περιβάλλον του. Στην επόμενη φάση της θεραπείας στόχος είναι ο ψυχοθεραπευτής να φωτίσει σταδιακά τις αρνητικές επιπτώσεις των διαστρεβλωμένων γνωστικών σχημάτων του πελάτη του.
Ψυχοφαρμακευτική αγωγή ναι ή όχι;
Συνήθως ενδείκνυται ψυχοφαρμακευτική αγωγή για την πρώτη φάση της θεραπείας, έτσι ώστε να αμβλυνθεί η ένταση των ψυχοσωματικών συμπτωμάτων και να υπάρξει καλύτερη βάση για την εξέλιξη της ψυχοθεραπείας.
Φωτογραφικό υλικό