Από τη στήλη «Φτου Ξελευθερία» του Μάκη Σενή.
Μπορώ να το δω σαν όνειρο. Βρίσκομαι ολομόναχος πάνω σε ένα πλοίο που βουλιάζει. Δεν υπάρχει κανένας άλλος, μόνο εγώ, ο καπετάνιος του. Το πλοίο βουλιάζει πολύ αργά, στην αρχή δεν το καταλαβαίνω. Στα πρώτα σημάδια φθοράς δεν δίνω σημασία, λέω «όλα τα καράβια έτσι είναι», και μοιάζει αλήθεια. Κοιτάζω τριγύρω μου και βλέπω διάσπαρτα στην θάλασσα ακυβέρνητα σαπιοκάραβα που αργοπεθαίνουν. Οι καπετάνιοι τους παραδομένοι στην ανημποριά, είναι τύφλα στο μεθύσι και φαντάζονται πως ζουν σε έναν άλλο κόσμο. Δεν προσδοκούν τίποτα άλλο παρά την στιγμή που θα συνοδεύσουν στον πάτο της θάλασσας το πλοίο που εκείνοι έφτασαν σε αυτή την κατάσταση. Είναι κρίμα, κανείς τους δεν είναι ικανός να με βοηθήσει.
Είμαι θυμωμένος. Το πλοίο μου βάζει νερά. Προσπαθώ να το σώσω στην αρχή μα είναι πλέον αργά, έχει πάρει κλίση. Θυμώνω με τα υλικά που μου έδωσε η οικογένεια μου για να το δημιουργήσω, με τους δασκάλους μου, με τους φίλους μου. Γέμισε με φτηνά υλικά η αγορά, η κοινωνία. Μεγάλωσα με παραμύθια και με ψέμματα, ψεύτικο το καράβι μου. Θυμώνω του καιρού. Χάθηκε να έπλεε το καράβι μου σε μια λίμνη προστατευμένη από ανέμους και από κύματα; Ποια μοίρα αποφάσισε να ταξιδεύω στα πελάγη φθινόπωρο καιρό; Θυμώνω και της μοίρας μου. Λες και δεν ξέρω πως ο χειμώνας είναι πιο δύσκολος, λες και δε βλέπω άλλα πλοία που ταξιδεύουν τους ωκεανούς. Μόνο όταν είναι σίγουρο πλέον πως το καράβι μου θα βουλιάξει ο θυμός μου λιγοστεύει, μέχρι που χάνεται.
Είμαι φοβισμένος. Σε λίγη ώρα αυτός ο σωρός από στοιχισμένα παλιοσίδερα δεν θα είναι παρά ένα ακόμα κουφάρι για να παίζουν τα ψάρια της αβύσσου. Νοσταλγώ τις καλές στιγμές που ζήσαμε μαζί, τόσο όμορφα ταξίδια, τόσες περιπέτειες… Και τώρα… Δεν είχα σκεφτεί ποτέ πως θα τελείωναν όλα τόσο σύντομα. Είμαι απογοητευμένος. Σε κάποια κλίμακα θερμοκρασίας παγωμένος. Κοιτάζω γύρω μου και δεν βλέπω καμία στεριά. Η λογική μου λέει «πέθανε», είναι μάταιο να κολυμπήσεις. Ακόμα και τα σαπιοκάραβα που με περιτρυγύριζαν έχουν εξαφανιστεί, δεν μου κάνει εντύπωση που βούλιαξαν όλα τόσο γρήγορα. «Πέθανε»! Η θάλασσα είναι γεμάτη σκυλόψαρα, καμια στεριά στον ορίζοντα, κανένας άνθρωπος να απλώσει το χέρι του στο δικό μου. Είμαι απελπισμένος.
Εξαντλημένος από τις ίδιες μου τις σκέψεις βρίσκομαι ξαπλωμένος στο κατάστρωμα, ημιθανής. Για κάποιον μυστήριο λόγο μια σκέψη ξεκάθαρη αναδύεται μέσα στον βάλτο του μυαλού μου. «Παραλίγο να με σκοτώσω με τον φόβο ότι θα πεθάνω». Είναι τόσο αστείο που δεν μπορώ να το δεχτώ. Εκείνος ο εγωισμός που κάποτε προσπάθησα να αποβάλλω, δεν ανέχεται τέτοια γελοιοποίηση. «Μπορείς να πεθάνεις, αλλά πέθανε χωρίς να ξεφτιλίζεσαι. Είμαι ντροπιασμένος.
Ένα κύμα αγκαλιάζει το κατάστρωμα και με ξυπνάει. Ήρθε η ώρα. «Στο διάβολο το σαπιοκάραβο, ποτέ δεν το γούσταρα έτσι κι αλλιώς»! Είμαι αφυπνισμένος. Λύνω τα σκοινιά και κατεβάζω την σωσίβια λέμβο, μια ψευτόβαρκα. Πετάω μέσα ότι προμήθεια είχε απομείνει, ότι καλό μου έδωσε μέχρι τώρα η ζωή και πηδάω μέσα κι εγώ! Βαράω κουπί για να απομακρυνθώ από το καράβι που καταπίνει ο Ποσειδώνας. Τελικά δεν είμαι εγώ εκείνος ο εαυτός που βουλιάζει κάθε μέρα. Δεν είμαι εγώ εκείνο το ναυάγιο. Χαράζω πορεία στο άγνωστο, με σύνεση, με δύναμη , με ειλικρίνεια και σεβασμό. Είμαι ενεργοποιημένος.
.
Μετά την απώλεια του πλοίου, του παλιού μου εαυτού, αισθάνομαι πως έχω κάτι που δεν είχα ποτέ, εμένα. Κοίτα να δεις, η μεγαλύτερη νίκη ήρθε μέσα από αυτό που έμοιαζε η μεγαλύτερη καταστροφή. Τίποτα δεν θα είναι ίδιο πλέον, επιτέλους θα ζήσω με τους δικούς μου κανόνες. Κοιτάζω τριγύρω μου, πουθενά στεριά. Δεν φοβάμαι πια, δεν απελπίζομαι. Στην ανυπαρξία και στο χάος βλέπω τις άπειρες δυνατότητες. Είμαι ευγνώμον.
Φωτογραφικό υλικό