Γράφει η Νέλη Βυζαντιάδου για την Κουλτουρόσουπα
Εδώ και ώρα είμαστε σταματημένοι σε ένα ακόμα φανάρι επιστρέφοντας από τη Χαλκιδική. Όλα κι όλα, σαν την Χαλκιδική δεν έχει. Κι όταν λέω σαν την Χαλκιδική δεν έχει, δεν αναφέρομαι μόνο στις υπέροχες – πραγματικά υπέροχες – παραλίες της αλλά και σε όλα τα παρελκόμενα που μπορούν να σε κάνουν να χάσεις την ψυχραιμία σου πολύ εύκολα και να ευχηθείς να είχες μείνει στο σπίτι σου ή ακόμα καλύτερα στο εξοχικό σου αντί να αποφασίσεις να επιστρέψεις Σαββατιάτικα στην πόλη.
‘Δεν θα έχει κίνηση στην επιστροφή’, σκεφτόμουν όταν το πρότεινα. Προφανώς δεν ήμουν η μόνη που το σκέφτηκε ούτε η μόνη που το πρότεινε. Κι έτσι βρεθήκαμε να βλέπουμε πινακίδες – αλήθεια το κάνατε όταν ήσασταν μικροί; -, να αναρωτιόμαστε ποιος μένει σε αυτό το σπίτι που είναι τόσο μακριά από την παραλία και χρειάζεται αυτοκίνητο για να πάρει ένα γάλα που ξέχασε και να φοβόμαστε τι θα συναντήσουμε παρακάτω αν από τώρα έχουμε ήδη κολλήσει.
‘Τα καλά του καλοκαιριού’, μονολόγησα δυνατά. Κι αυτό το καλοκαίρι πέρασε τόσο γρήγορα, μα τόσο γρήγορα. Δεν ξέρω τελικά αν ο χρόνος που περνά γρήγορα μας βοηθά ή όχι. Άλλοτε λέμε πως πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβουμε εννοώντας πως περάσαμε πολύ ωραία κι άλλοτε πάλι παραπονιόμαστε για το χρόνο που τρέχει χωρίς να μας περιμένει. Λες και είναι υποχρεωμένος να μας περιμένει. Λες και μας χρωστά. Λες και υπάρχει για να μας περιμένει.
Συνεχίζουμε να κινούμαστε αργά κι αυτό μου δίνει μεγαλύτερο έναυσμα για να σκεφτώ. Όχι ότι δεν σκέφτομαι κι όταν κινούμαι πιο γρήγορα. Τώρα όμως είναι αλλιώς. Παραμένω σε καλοκαιρινούς ρυθμούς κι αυτό σημαίνει με δυο λόγια πως μπορώ να είμαι σκόρπια στις σκέψεις μου, να απαριθμώ όλα όσα δεν πρόλαβα να κάνω φέτος και θα προσπαθήσω να κάνω του χρόνου και να δηλώνω ευγνώμων για αυτά που έζησα κι ας ήταν λίγα. Υπήρξαν και καλοκαίρια που δεν κατάφερα να ζήσω ούτε αυτά. Πάντα υπάρχει κάτι πιο δύσκολο για να μας θυμίζει πως αυτό που έχουμε στο ‘εδώ και τώρα’ της ζωής μας είναι δώρο. Πάντα υπάρχει ένας καλός λόγος για να γιορτάζουμε αρκεί να είμαστε πρόθυμοι να τον δούμε.
Ο Άντον Τσέχωφ είπε πως όταν οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι δεν προσέχουν αν είναι χειμώνας ή καλοκαίρι. Τι μεγάλη αλήθεια. Τολμώ να παραφράσω τα λόγια του λέγοντας πως όταν οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι δε νοιάζονται για το αν υπάρχει κίνηση στο δρόμο ή αν θα αργήσουν να φτάσουν στον προορισμό τους. Τους νοιάζει μόνο να φτάσουν. Κι όταν οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι δεν έχουν ανάγκη να κάνουν σχέδια γιατί το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η στιγμή που ζουν και το πολύ η επόμενη, η αμέσως επόμενη.
Τις τελευταίες μέρες είχα κλειστό το κινητό μου για τη μεγαλύτερη διάρκεια της μέρας. Ανακούφιση. Ναι, υπήρχαν κι εκείνες οι καταπληκτικές μέρες που ζούσαμε χωρίς κινητά και ήμασταν μια χαρά. Οι συνομήλικοι και λίγο μικρότεροι από μένα – σίγουρα οι μεγαλύτεροι – το ξέρουν καλά. Δεν ανησυχούσαμε για το αν θα είχε σήμα ή αν θα μέναμε χωρίς μπαταρία. Δεν καρφωνόμασταν σε μια οθόνη ξεχνώντας να επικοινωνούμε και ούτε εξαρτιόταν η διάθεσή μας από το αν έστειλε μήνυμα ή αν έκανε καρδούλα ή χεράκι στην ανάρτηση που ανεβάσαμε.
Έχοντας λοιπόν θυμηθεί την ανακούφιση εκείνων των ημερών, αποφάσισα να το κάνω και πέτυχε. Δεν έτυχε, πέτυχε. Ούτε που με ένοιαζε αν θα είχα μηνύματα ή αν θα έβρισκα κλήσεις. Είμαι σε διακοπές και αυτό είναι ιερό. Κι αν δεν το αντιμετωπίσω εγώ η ίδια έτσι, πώς περιμένω από τους άλλους να το κάνουν; Όση ώρα είμαι στο αυτοκίνητο, στη θέση του συνοδηγού, κοιτάζω έξω από το παράθυρο και σκέφτομαι. Κάποια στιγμή λέω να ανοίξω το κινητό που έχω να το ανοίξω από την προηγούμενη μέρα. Λίγα πράγματα. Μια – δυο ειδοποιήσεις στα σόσιαλ, ένα γραπτό μήνυμα από μια θεραπευόμενη που περιμένει πώς και πώς το ραντεβού μας και μια υπενθύμιση για μια επαγγελματική διαδικτυακή συνάντηση. Ευτυχώς ακόμη σέβονται τα όρια μου. Ξέρουν ότι είμαι σε διακοπές και με αφήνουν να ξεκουραστώ. Μυρίζει όμως αποκαλόκαιρο σιγά σιγά για να μην πω φθινόπωρο. Αρχίζουμε να μαζευόμαστε μόλις όλα μπαίνουν σε σειρά. Αρχίζουμε να μαζευόμαστε όταν αρχίζει να νυχτώνει νωρίτερα και να έχει εκείνη τη γλυκιά δροσιά των τελευταίων ημερών του Αυγούστου.
‘Καλό αποκαλόκαιρο’ ευχήθηκα τις προάλλες σε μια φίλη για να μου πει ‘Όχι από τώρα, δεν τελείωσε ακόμη το καλοκαίρι’. Ήταν σχεδόν έντρομη στη σκέψη ότι τελειώνει το καλοκαίρι. Κι αυτό μου θύμισε τα λόγια του Χρήστου Αγγελάκου: ‘Μου αρέσει το καλοκαίρι που αναβάλλει το τέλος του. Μόνο στην Ελλάδα το βρίσκεις’. Πόσο δίκιο έχει. Τι να αναβάλλουμε άραγε μαζί με το τέλος του καλοκαιριού; Και τι να αποφεύγουμε; Τις ευθύνες; Τη ρουτίνα; Τους ίδιους ανθρώπους; Τα ίδια και τα ίδια; Περίεργη η ψυχολογία των ανθρώπων που δυσκολεύονται να αφήσουν πίσω τους το καλοκαίρι. Μαζεύουν όσο πιο πολλά καλοκαίρια μπορούν για να αντέξουν τους χειμώνες. Τους χειμώνες που κατά τα άλλα έχουν τη χαρά των γιορτών. Τους χειμώνες που κατά τα άλλα έχουν τη θαλπωρή του σπιτιού. Τους χειμώνες που μας θυμίζουν πως όλα πεθαίνουν για να ξαναγεννηθούν με την άνοιξη. Μήπως αυτό τελικά αποφεύγουμε αναβάλλοντας το τέλος του καλοκαιριού; Μήπως αποφεύγουμε το θάνατο;
‘Όλο το καλοκαίρι μάζευε βότσαλα στις παραλίες. Τελειώνοντας οι διακοπές τα έβαλε σε μια γυάλα όπως συνηθίζεται. Με τον καιρό ξέπλυνε τα χρώματά τους η χλωρίνη. Ξεχνάει να αλλάξει κιόλας το νερό. Μουχλιάσανε’, οι στίχοι από το ποίημα ‘Βαλσαμωμένη ανάμνηση’ του Γιώργου Θεοχάρη. Με αυτούς τους στίχους αποχαιρετώ τον Αύγουστο. Με αυτούς τους στίχους υποδέχομαι τον Σεπτέμβριο και το καινούργιο που θα μου φέρει. Γιατί για μένα σημασία δεν έχουν τα ξεχασμένα κοχύλια σε μια γυάλα. Για μένα σημασία έχουν τα πεσμένα φύλλα που τα πατάμε για να θυμόμαστε ότι ζούμε.
‘Και τι έγινε που τελειώνει το καλοκαίρι;’, είπα μέσα μου λίγο προτού βγάλουμε τις βαλίτσες από το αυτοκίνητο. Είχαμε φτάσει. Αυτό μετρούσε. Αυτό ήταν η ουσία του φετινού καλοκαιριού. Να φτάνεις για να μπορείς να συνεχίσεις…
Δείτε όλα τα άρθρα της Νέλη Βυζαντιάδου με μια ματιά εδώ