Από τον Οδηγό ΕυΖωή(ι)ας! της Ζωής Οικονόμου.
Τους αρέσει να σκοτώνουν τον χρόνο τους περιμένοντας το χρόνο να τους σκοτώσει. Simone De Beauvoir
Ο συγγραφέας του Μάγου του Οζ, L.Frank Baum, είπε πως: Ο χρόνος μας έχει δοθεί για να είμαστε ευτυχισμένοι και για κανέναν άλλο λόγο. Όταν χάνουμε χρόνο, χάνουμε ευτυχία. Κι όμως πολλοί άνθρωποι δεν λογαριάζουν το χρόνο τους μέχρι να τους τελειώσει( παραφράζοντας αυτό που είπε ο Γκαίτε). Εσύ αναγνωστόπουλο μου, ναι εσύ γλυκό μου Kulturosupaki , τι σχέση έχεις με το χρόνο; Τον κατανοείς, τον διαχειρίζεσαι όπως σου αξίζει, τον σκορπάς αλόγιστα από εδώ και από εκεί ή μήπως έχεις αφήσει σε άλλους να τον ξοδεύουν αυτοί για σένα;
Δεν θέλω να στεναχωριέσαι θα προσπαθήσω σήμερα να σε βοηθήσω μέσα αποσπάσματα από το έργο του Προυστ ‘’Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο’’ να έρθεις σε επαφή με την έννοια του χρόνου.
“ Τόσες φορές στη ζωή μου, η πραγματικότητα με είχε απογοητεύσει, γιατί τη στιγμή που την συλλάμβανα, η φαντασία μου, που ήταν το μόνο όργανό μου για να χαρώ την ομορφιά, δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της, σύμφωνα με τον αδήριτο νόμο που λέει πως δεν μπορεί κανείς να φαντάζεται παρά μόνον αυτό που είναι απόν. Και να που ξαφνικά το αποτέλεσμα αυτού τού σκληρού νόμου βρέθηκε εξουδετερωμένο, από ένα υπέροχο τέχνασμα τής φύσης, που έκανε να φαντάζει μια αίσθηση – ο θόρυβος τού πιρουνιού και τού σφυριού, ο ίδιος τίτλος βιβλίου κ.λ.π. -ταυτοχρόνως στο παρελθόν, πράγμα που επέτρεπε στη φαντασία μου να το γευτεί, και στο παρόν, όπου η πραγματική ενεργοποίηση των αισθήσεών μου από τον θόρυβο, την επαφή με το ύφασμα κ.λ.π. είχε προσθέσει στα όνειρα τής φαντασίας αυτό που συνήθως τούς λείπει, την ιδέα τής ύπαρξης, και χάρη σ’ αυτήν την υπεκφυγή είχε επιτρέψει στον εαυτό μου να αποκτήσει, να απομονώσει, να ακινητοποιήσει – για το διάστημα μιας αστραπής – αυτό που δεν συλλαμβάνει ποτέ: ένα κομμάτι καθαρού χρόνου.
Το ον που αναγεννήθηκε μέσα μου, όταν με τέτοια ανατριχίλα χαράς είχα ακούσει τον θόρυβο, κοινό και για το κουτάλι που ακουμπάει στο πιάτο και για το σφυρί που χτυπάει τον τροχό, όταν είχα νοιώσει την ανισότητα των βημάτων μου πάνω στα σκαλοπάτια τής αυλής των Γκερμάντ και του βαπτιστηρίου του Αγίου Μάρκου, αυτό το ον δεν τρέφεται παρά με την ουσία των πραγμάτων, μόνο σ’ αυτήν βρίσκει την επιβίωσή του, τις απολαύσεις του. Μαραίνεται στην παρατήρηση τού παρόντος, το οποίο δεν μπορούν να τού προσφέρουν οι αισθήσεις, στην αντιμετώπιση ενός παρελθόντος, το οποίο η ευφυΐα του αποστεγνώνει, στην αναμονή ενός μέλλοντος, το οποίο η θέληση κατασκευάζει με τα θραύσματα τού παρόντος και τού παρελθόντος, από την πραγματικότητα των οποίων και πάλι αφαιρεί, κρατώντας από αυτά ό,τι ταιριάζει στον ωφελιμιστικό σκοπό, στενά ανθρώπινο, που τούς αποδίδει.
Αλλά αρκεί ένας θόρυβος, μια μυρουδιά, που ακούστηκε ή μυρίστηκε κάποτε, να παρουσιαστούν ξανά, ταυτοχρόνως μέσα στο παρόν και μέσα στο παρελθόν, πραγματικοί χωρίς να είναι επίκαιροι, ιδανικοί χωρίς να είναι αφηρημένοι, ώστε αμέσως η διαρκής και συνήθως κρυμμένη ουσία των πραγμάτων να βρεθεί ελεύθερη και ο πραγματικός εαυτός μας, που ενίοτε για καιρό έμοιαζε νεκρός, αλλά δεν ήταν τελείως, να ξυπνήσει, να ζωντανέψει δεχόμενος την θεία τροφή που τού προσφέρεται. Ένα λεπτό απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου ξαναδημιούργησε μέσα μας, για να μπορέσει αυτός να το νοιώσει, τον άνθρωπο απελευθερωμένο από την τάξη τού χρόνου. Και γι αυτό είναι κατανοητό να εμπιστεύεται τη χαρά του, ακόμα κι αν η γεύση απλώς ενός μπισκότου δεν μπορεί να περικλείει τις αιτίες αυτής τής χαράς, είναι κατανοητό η λέξη “θάνατος” να μην έχει νόημα γι’ αυτόν. Αφού βρίσκεται έξω από τον χρόνο, τι μπορεί να φοβάται από το μέλλον; Σ’ αυτήν την στοχαστική παρατήρηση τής ουσίας των πραγμάτων ήμουν τώρα αποφασισμένος να προσκολληθώ, να την αποτυπώσω, αλλά πώς; Με ποιό μέσο; ‘’
“Διότι οι αλήθειες τις οποίες η ευφυΐα συλλαμβάνει ευθέως, στο ξέφωτο τού κόσμου, έχουν κάτι το λιγότερο βαθύ, το λιγότερο αναγκαίο από αυτές που η ζωή, άσχετα από εμάς, μάς μετέδωσε μέσα σε μιαν εντύπωση, υλική αφού μπήκε από τις αισθήσεις μας, τής οποίας όμως μπορούμε να ανασύρουμε το πνεύμα. Στο κάτω-κάτω και στη μια και στην άλλη περίπτωση, είτε πρόκειται για εντυπώσεις σαν κι αυτές που μου είχε δώσει η θέα των καμπαναριών τής Μαρτενβίλ, είτε για υποσυνείδητες μνήμες σαν την ανισότητα των σκαλοπατιών ή σαν την γεύση των μπισκότων, έπρεπε να προσπαθήσω να τις ερμηνεύσω σαν σημεία ισάριθμων νόμων και ιδεών, επιχειρώντας να σκεφτώ, δηλαδή να βγάλω απ’ το σκοτάδι, αυτό που είχα νοιώσει, να το μετατρέψω σε ένα πνευματικό αντίστοιχο. Άρα, αυτό το μέσον που μού φαινόταν το μοναδικό, τι άλλο ήταν από το να κάνω ένα έργο τέχνης;
“Το μεγαλείο τής αληθινής τέχνης είναι να ξαναβρούμε, να ξανακερδίσουμε, να μάς κάνει να γνωρίσουμε, αυτήν την πραγματικότητα μακριά από την οποία ζούμε, από την οποία απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο, στο βαθμό που διογκώνεται και αδιαβροχοποιείται η συμβατική γνώση που βάζουμε στη θέση της, αυτήν την πραγματικότητα που κινδυνεύουμε να πεθάνουμε χωρίς να έχουμε γνωρίσει, και που πολύ απλά είναι η ζωή μας…’’
Δεν μπορείς καλό μου να γυρίσεις πίσω ξανά το ρολόι, μπορείς όμως να το ξανακουρδίσεις. Τί λες αυτή τη φορά θα κατανοήσεις ποια είναι η πιο ωφέλιμη χρήση του χρόνου σου;
Η δική σας,