Το αξεπέραστο στους αιώνες Μήνυμα της Αμυγδαλιάς… Από την «ΟΙΚΟ…νική Πραγματικότητα» της γεωπόνου Πίτσας Στασινοπούλου.
Χαιρετιόμαστε κάθε μέρα με τη γειτόνισα. Αυτή, σταθερά στη γωνιά της αλάνας που χρησιμεύει για πάρκινγκ κι εγώ διερχόμενη για το σπίτι μου. «Καλημέρα όμορφη!» της φωνάζω, «Καλημέρα και σε σένα!» με αντιχαιρετά. Τη βρήκα ήδη μεγάλη κοπέλα στη γειτονιά, όταν ήρθα πριν 25 χρόνια. Αύγουστος ήταν θυμάμαι όταν την πρωτοσυνάντησα να στέκει μοναχική, θαλλερή, περήφανη, σχεδόν απόκοσμη, ανάμεσα σε δυο γκρίζους μπετονένιους τοίχους και έναν ξέχειλο κάδο σκουπιδιών, να ορθώνεται πάνω από καυτές λαμαρίνες αμαξιών.
- Ποιος φύτεψε αυτή την Αμυγδαλιά κυρά Σοφία; ρώτησα στον καφέ την γλυκιά γιαγιά - οικοπεδούχα, πρώην κάτοχο της αυλής και του μικρού προσφυγικού σπιτιού που στη θέση τους ορθώνεται η πολυκατοικία μας.
- Κανένας κόρη μου… Μόνη της φύτρωσε και πάλεψε η καψερή, από κουκούτσι. Και κάνει κάτι μύγδαλα, γλύκισμα! Όπως και η βερυκοκιά που είχα εδωνά, κι η κερασιά, κι η κυδωνιά παραπέρα… Μια ομορφιά, μια μοσχοβολιά! Μου τα έφαγε όμως η άτιμη η φαγάνα… πόνεσε η ψυχή μου σαν να ‘χανα ζωντανές ψυχές, νύχτες ολόκληρες μοιρολογούσα…
- Κι αυτή η Αμυγδαλιά, πώς γλίτωσε;
- Αχ παιδί μου, δεν ξέρεις τί καυγά έστησα με τον εργολάβο, ανάθεμά τον! Που πήγε να μου τη ξηλώσει κι αυτήν ο αθεόφοβος και καλά που ήμουνα μπροστά! «Βρε τί σε ενοχλεί η έρμη εκειδά στη γωνιά της; Δε χόρτασε η φαγάνα σου;» του κάνω. «Μη σε νοιάζει κυρά Σοφία, θα φυτέψουμε εδώ στο πάρκινγκ ωραίες τούγιες για μπορντούρα» μου λέει και μ’ ανάβει τα αίματα! «Βάλε και τούγιες και πετούγιες και ταρταρούγες, αλλά ΚΑΤΩ τα χέρια από τη μυγδαλιά, ΑΚΟΥΣ;» του βάζω τις φωνές θολωμένη και φαίνεται φοβήθηκε το μάτι μου, ο άπονος ο άνθρωπος….
-
Κι έτσι χάρη στην αντίσταση της «θολωμένης» γιαγιάς Σοφίας, που όταν υπερασπιζόταν τη «ζωντανή ψυχή» της μυγδαλιάς της απέναντι στην αδηφάγα δόμηση, ο όρος «οικολογία» δεν υπήρχε ούτε σαν σκέψη, η γειτονοπούλα συνεχίζει να στέκει σταθερά στη γωνιά του αφιλόξενου πάρκινγκ, θριαμβευτής αγγελιοφόρος των εποχών… σιωπηλός μάρτυρας των καιρών και αλλαγών… Των ενίοτε δραματικών. Σαν το δράμα που έζησε πριν 8 χρόνια, όταν ξάφνου ένα πρωί, Δεκέμβρη καιρό, αντικρύσαμε μοναχά τον κορμό της - άδειο κουφάρι και στοιβαγμένα δίπλα στον κάδο, πελώριο δεμάτι τα κομμένα κλαδιά της. «Μας ειδοποίησαν να την κόψουμε γιατί λέρωνε τα αυτοκίνητα» μας είπαν οι εργάτες που μάζευαν τα κλαδιά, «αλλά εμείς τη λυπηθήκαμε, δεν την κόψαμε από κάτω, μόνο την κλαδέψαμε» Μα αυτό ΔΕΝ ήταν κλάδεμα, ήταν καρατόμηση, αποκεφαλισμός! Η κυρά Σοφία έβαλε τα κλάματα, έπεσε σε κατάθλιψη, καταριόταν τους «άπονους»… «Μπα, έτσι που την κουτσούρεψαν, δεν πρόκειται κόρη μου να ξαναπετάξει…η μυγδαλιά μου η καψερή… που την έσωσα από τα νύχια του εργολάβου για να μου τη φάνε τα πριόνια των αντίχριστων! Που να μη μείνει ρόδα στα αμάξια τους, οι άπονοι οι άνθρωποι!» Και δώστου μοιρολόι δίπλα στον ορφανεμένο κορμό…

Τώρα… ήταν το μοιρολόι της κυρά Σοφίας; Οι σιωπηλές προσευχές και το καθημερινό χάδι των «μη άπονων»; Η δυνατή ψυχή της μυγδαλιάς; Ή απλά η συμπαντική νομοτέλεια της φύσης; Γεγονός είναι ότι ένα πρωινό είδαμε να «σκάνε» γύρω απ’ την κορφή του αποκεφαλισμένου κορμού, τα πρώτα πράσινα μάτια της ελπίδας! Να γίνονται από μέρα σε μέρα φυλλαράκια, λεπτά κλαδάκια και από χρόνο σε χρόνο ξανά κλαδιά, γερά, δυνατά και φορτωμένα. Ξανακλάψαμε με την κυρά Σοφία, τώρα με άλλα, αναστάσιμα δάκρυα και το γιορτάσαμε με την ωραιότερη πίτα που έφαγα ποτέ από τα άξια χέρια της, «έτσι κόρη μου, για την ανάσταση της μυγδαλιάς, που την είχα ξεγραμμένη! Γερό σκαρί το καμάρι μου!»
Το καμάρι μας… Με χειμώνες και καλοκαίρια να περνούν έκτοτε πάνω της κι αυτή να ντύνεται, να στολίζεται, να ξεγυμνώνεται, να μας φιλεύει, πάντα με μια σιωπή κραυγαλέα… Πάντα μόνη στη γκρίζα τσιμεντένια γωνιά της, πάνω απ’ τις σκληρές λαμαρίνες, πίσω από τον κάδο των σκουπιδιών, να αναγγέλλει πανηγυρικά τους ερχομούς… να δραματοποιεί με τέχνη αξεπέραστη τα μυστήρια… να ρίχνει παρήγορο φως στη χειμωνιάτικη καταχνιά, να βάφει με χρώμα το γκρίζο. Μα πάνω απ’ όλα, να σπάει, αιώνες τώρα, «ταμπού και στερεότυπα» και να γιορτάζει τη δική της Άνοιξη στην καρδιά του Χειμώνα! Να ανατρέπει με τόλμη αξιοθαύμαστη το «κατεστημένο» της φύσης και να ανθοστολίζεται από την κορφή ως τα νύχια Φλεβάρη καιρό με παγωνιά. Ως άλλη, ηρωική… Αντιγόνη, να αυθαδιάζει, να αψηφά τους νόμους της Θεάς - Μάνας της και να ορίζει τους δικούς της. Σταθερά, ανυποχώρητα, γενναία… έτοιμη πάντα να πληρώσει το τίμημα της παράτολμης επιλογής.
Την κοιτώ και τώρα, όπως κάθε Φλεβάρη, με δέος. Κουκουλωμένη εγώ στο χοντρό μου πανωφόρι, τυλιγμένη με κασκώλ και σκούφους, φορώντας διπλές κάλτσες και… τουρτουρίζοντας. «Υπό το μηδέν» λέει η ΕΜΥ, ο παγωμένος βαρδάρης ξυρίζει, άρχισε και ψιλό χιονάκι. Δεν βλέπω την ώρα να χωθώ κάτω από μάλλινη κουβέρτα, αγκαλιά με το καυτό καλοριφέρ, όμως… το βήμα κοκκαλώνει! Το υπερθέαμα της Αμυγδαλιάς στο πάρκινγκ, φορτωμένη ασφυκτικά ροζ λουλούδια, κόβει την ανάσα και το βήμα ακαριαία! Απομένω έκθαμβη να τη χαζεύω, να μη μπορώ να πάρω το βλέμμα, να ξυλιάζω κάτω από το χιόνι και να μη ξεκολλώ! Σαν ένας χρωστήρας, οδηγημένος από χέρι θεϊκό, να φιλοτέχνησε ένα σπάνιο έργο τέχνης… Σαν κάποιος μεθυσμένος φωτιστής να έριξε ξάφνου έναν δυνατό ροζ προβολέα μέσα στο γκρίζο, χειμωνιάτικο σκηνικό, ανατρέποντας εκ βάθρων την ατμόσφαιρα του έργου…
Συνεχίζω να κοιτώ, συνεχίζω να παγώνω κι αρχίζω νοερό διάλογο- μονόλογο… «Μα, καλή μου Αμυγδαλιά, είσαι με τα καλά σου; Άντε, κάποιους περασμένους, μαλακούς Φλεβάρηδες έκανες τις τρέλες σου αλλά δεν κινδύνευες. Τώρα όμως, με τόση παγωνιά, πάλι κάνεις τα δικά σου; Φορτώνεσαι σαν νύφη ανοιξιάτικη; Κοντεύεις να λυγίσεις απ’ τα λουλούδια! Ειλικρινά απορώ ΠΟΥ βρίσκεις τόσο θάρρος! Έχεις καταλάβει τί παγωνιά κάνει; Άκουσες το δελτίο «έκτακτων καιρικών φαινομένων»; Μα δεν φοβάσαι καθόλου εσύ; Είπαμε ότι είσαι γενναία, ασυμβίβαστη, ανυπότακτη, αλλά το παρακάνεις! Συμμερίζομαι το «κόντρα στο κατεστημένο» σου, αλλά η άγνοια κινδύνου καλή μου, δεν δείχνει σύνεση! ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙΣ, το ξέρεις; Πού είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης; Γιατί κάνεις τόσο παράτολμες τρέλες και βάζεις σε κίνδυνο τη ζωή σου; Όλοι εμείς που σ’αγαπάμε θα πονέσουμε πολύ αν πάθεις κάτι… Έχεις περάσει τόσα και επιμένεις να ΜΗ λογικεύεσαι! Τόσο πείσμα πια… είναι αυτοκαταστροφικό, δεν το καταλαβαίνεις;»
Τυλίχτηκα πιο σφιχτά, το κρύο περόνιαζε κι έκανα μερικά βήματα πλησιάζοντας στη γωνιά της. Στάθηκα από κάτω κι αυθόρμητα αγκάλιασα τον κορμό. Ένα σύννεφο από ροζ λουλούδια μαζί με νιφάδες χιονιού κάλυψαν το μπουφάν μου. Κοίταξα έντονα προς τα πάνω τα κλαδιά της… ίσως μια αντίδραση… ένα σημάδι… ένα κάτι… Μου έστειλε ακόμα μια χούφτα λουλούδια μέσα στα γαντοφορεμένα χέρια με το φύσημα του αγέρα. Τα κοίταξα συγκινημένη, τα πιο πολλά είχαν ρίξει τα πέταλα και είχαν αρχίσει να δένουν καρπό…. Μικρές φουσκωμένες, γονιμοποιημένες ωοθήκες, η απαρχή του μύγδαλου που θα με φίλευε σε λίγο καιρό.Τα έκλεισα στην παλάμη με σεβασμό, την κοίταξα ψηλά με μάτια υγρά κι ύστερα έσκυψα ταπεινά το κεφάλι.
Πριν την αποχαιρετήσω, αναλογίστηκα την άνοη μικρότητά μου και υποκλίθηκα στο μεγαλείο της δύναμής της. Μια δύναμη ψυχής έξω από ανθρώπινα μέτρα και οριοθετημένες λογικές, χωρίς ασφάλεια από δίχτυα προστασίας, κόντρα στο ρεύμα, κόντρα στον καιρό με πείσμα στα κόκκινα όρια. Και μια τεράστια ΕΛΠΙΔΑ άνοιξης στη μουντή παγωνιά του χειμώνα, σταθερό, αμετακίνητο, αιώνιο σημείο αναφοράς με καταλυτική δύναμη φυσικού νόμου. Να στέκει εκεί με το προκλητικό της θάρρος για να δικαιώνει ότι η… τύχη ευνοεί τους τολμηρούς εσαεί! Της έστειλα ένα παγωμένο φιλί κι εκείνη λίγα λουλούδια ακόμα – δεμένους καρπούς… «Μη με παρεξηγάς καλή μου για το μάλωμα… Είναι που σε νοιάζομαι πολύ!» φώναξα από μακριά, τρέχοντας να χωθώ στη μάλλινη κουβέρτα…
Το ημερολόγιο έγραφε 23 Φεβρουαρίου, Καθαρή Δευτέρα…
ΚΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΉ!
Φωτογραφικό υλικό